Δευτέρα, 18 Ιουνίου 2018 14:06

Κάστρα και οχυρά της Μεσσηνίας: Ο Αετός

Κάστρα και οχυρά της Μεσσηνίας: Ο Αετός

 

Στα νοτιοανατολικά του Αετού, σε έναν χαμηλό λόφο πίσω από το χωριό, υπάρχουν ακόμα, χαμένα στην πυκνή θαμνώδη βλάστηση, τα λιγοστά ερείπια ενός μικρού μεσαιωνικού οχυρού.

Εδώ ήταν το κάστρο του Αετού ή châteaux de l’ Aigle ή castello dell’ Aquila για τους Φράγκους, που η ιστορία του είναι στενά συνδεδεμένη με τα κοντινά κάστρα της Αρκαδιάς και του Σωτήρα (Saint-Sauveur ή castello de Sancto Salvatore).

Το κάστρο του Αετού αναφέρεται σε κείμενα του 14ου αιώνα και η ζωή του ήταν μικρή, αφού φαίνεται ότι αυτό καταστράφηκε τον αμέσως επόμενο αιώνα.

Δεν υπάρχουν βάσιμα στοιχεία για τον αρχικό κτήτορα του κάστρου, ούτε για το χρόνο της κατασκευής του. Ομως φαίνεται ότι το κάστρο του Αετού ήταν έργο της φραγκοκρατίας και μάλιστα των βαρόνων της Αρκαδιάς. Πρώτος κύριος του Αετού φαίνεται ότι ήταν ο Erard III Le Maure, γιος του Étienne Le Maure και της Agnès d’Aulnay.

Τα πρώτα γραπτά στοιχεία για το κάστρο του Αετού έρχονται από τη βασιλική βιβλιοθήκη της Μάλτας και τα αρχεία του τάγματος του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ, που δημοσιεύτηκαν από τον K. Hopf στο έργο του Chroniques Greco-Romanes τροποποιημένο από τον A.T.Luttrell το 1958. Στον κατάλογο του 1377, με τα φέουδα στο Μοριά της Jeanne I di Napoli και του άντρα της Otto der Brunswick που προσφέρονταν για ενοικίαση στους ιππότες του τάγματος του Αγίου Ιωάννη, το κάστρο του Αετού εντοπίζεται στη διοίκηση του signor dell’ Archadia μαζί με κάστρο του Σωτήρα και το κάστρο της Αρκαδιάς. Αυτός βέβαια ήταν ο Erard III Le Maure. Λίγο αργότερα, το 1387, στις διαπραγματεύσεις της Βενετίας με τους Ναβαρραίους, αυτά τα τρία κάστρα ανήκαν και πάλι στον signor dell’ Archadia. Και πάλι αυτός ήταν ο Erard III Le Maure. 

Το 1388, μια από τις κόρες του Erard III μετά το θάνατο του πατέρα της, κληρονόμησε τη βαρονία και την έδωσε σαν προίκα στο Γενουάτη σύζυγό της Ανδρόνικο Asên Zaccaria. Ετσι η βαρονία της Αρκαδιάς μαζί με τα γειτονικά κάστρα του Αγίου Σωτήρα και του Αετού πέρασαν στα χέρια του οίκου των Zaccaria από τη Γένοβα. 

Τον Οκτώβριο του 1429, κατά το "Χρονικόν" του Γεωργίου Σφραντζή, το κάστρο του Αετού βρισκόταν στα χέρια του Δεσπότη του Μυστρά και κατοπινού τελευταίου Αυτοκράτορα, Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.

Ισως η πιο μεγάλη στιγμή για το κάστρο του Αετού ήταν το 1454, όταν μέσα σ’ αυτό οι επαναστατημένοι Αλβανοί της γύρω περιοχής με αρχηγό τους τον Πέτρο Μπούα, τον λεγόμενο και Κουτσό, ανακήρυξαν πρίγκιπα της Αχαΐας το γιο του Centurione II Zaccaria, Ιωάννη Asên Zaccaria.

Μια ακόμα αναφορά για το κάστρο του Αετού γίνεται και πάλι από τον K. Hopf στο Chroniques Greco-Romanes. Στη βενετική απογραφή των κάστρων του Μοριά το Σεπτέμβριο του 1467, βρίσκουμε το κάστρο του Αετού (Aito) σαν κατεστραμμένο, στα βοηθητικά κάστρα (ajuto pandatoria casali) και στα χέρια των Τούρκων. Μετά την καταστροφή του φράγκικου οχυρού, φαίνεται ότι αναπτύχθηκε ο γειτονικός ομώνυμος οικισμός που αναφέρεται στην απογραφή Grimani του 1700 σαν Aito, με 99 κατοίκους.

Στη συνέχεια, στην προεπαναστατική περίοδο, ο Αετός όπως και τα άλλα Σουλιμοχώρια πέρασαν σε καθεστώς αυτονομίας. Ετσι η περιοχή έγινε χώρος ασύλου για πολλούς κλέφτες. Ονομαστός κλέφτης του Αετού ήταν ο Γιώργος Κοσμάς ή Μπέλκος ή απλά Γιώργος. Ηταν αυτός που λίγο πριν το διωγμό του 1806 μαζί με τα παλικάρια του, "χτύπησε" κοντά στο χάνι του Κόκλα, στο Σαπιολίβαδο του κάμπου της Μαρμαριάς, τη συνοδεία του τουρκόφιλου πρωτοσύγκελλου των Γαργαλιάνων Ανθιμου Ανδριανόπουλου. Οι κλέφτες κράτησαν όμηρο τον πρωτοσύγκελλο και τον απελευθέρωσαν μετά από 40 ημέρες, αφού πήραν τα χρήματα που ο Ανδριανόπουλος μετέφερε στην Τρίπολη.

Κατά τον Antoine Bon ("La Morée franque"), στην κορυφή του βραχώδους λόφου υπήρχε ο κεντρικός τετράγωνος πύργος του κάστρου (donjon). Γύρω από τα ελάχιστα ερείπια της κορυφής διακρίνονται σήμερα, μόνο λιθοσωροί να "κατηφορίζουν" τις πλαγιές του λόφου σαν αδρά ίχνη των παλιότερων οχυρών τειχών. Λίγο χαμηλότερα, μια άλλη σειρά από λιθοσωρούς και λιγοστά ερείπια θεμελίων οριοθετούν ένα δεύτερο  εξωτερικό τείχος. Κατά τον Bon, σε αυτό το τείχος υπήρχαν η εξωτερική πύλη του κάστρου στα ανατολικά καθώς και ενσωματωμένοι τετράγωνοι πύργοι (δυο στα νοτιοανατολικά και ένας στα δυτικά), που ολοκλήρωναν το οχυρό. Ετσι το κάστρο που έμοιαζε να στεφανώνει το λόφο, είχε συνολικό πλάτος 45 και μήκος περίπου 90 μέτρα. Και πάλι κατά τον Bon, στα βορειοδυτικά, στο κατώτερο τμήμα του μικρού πλατώματος, υπήρχε και τρίτο ημικυκλικό τείχος, που ολοκλήρωνε την οχύρωση.

Η σημερινή κατάσταση των ερειπίων, λόγω και της πολύ πυκνής θαμνώδους βλάστησης, δεν επιτρέπει σοβαρά συμπεράσματα για τη συνολική εικόνα του οχυρού - αφού τα λιγοστά ίχνη των θεμελίων των τειχών διακρίνονται με δυσκολία στο βραχώδες έδαφος του χαμηλού λόφου. Ομως, αυτό που είναι σίγουρα περίεργο και προβληματίζει είναι ο τρόπος του χτισίματος του κάστρου. Κι αυτό γιατί, ανάμεσα στους λιθοσωρούς δεν υπάρχουν ίχνη συνδετικού κονιάματος ή κεραμικών δομικών στοιχείων, που ήταν πολύ συνηθισμένα στα φράγκικα οχυρά. Αυτό θα μπορούσε ίσως να αποδοθεί και στο βιαστικό, για κάποιους άγνωστους λόγους, χτίσιμο του μικρού κάστρου, που άλλωστε μαζί με το κοντινό οχυρό του Σωτήρα(;) φαίνεται ότι ήταν δευτερεύουσες βοηθητικές οχυρώσεις για το κοντινό κάστρο της Αρκαδιάς. 

Η επίσκεψη στο λόφο του μικρού κάστρου σήμερα είναι σχετικά εύκολη. Από τον "πάνω" δρόμο του σημερινού χωριού ανοίγεται, με κατεύθυνση αρχικά βορειοανατολική που στη συνέχεια γίνεται νότια και νοτιοανατολική, ένας αγροτικός χωματόδρομος που φθάνει λόφο του "Παλιόκαστρου". Για να φθάσει κανείς στην κορυφή του, πρέπει να ακολουθήσει με προσοχή τους πεσμένους λιθοσωρούς της πιο ομαλής δυτικής πλαγιάς του λόφου. Από τα 450 μέτρα της κορυφής, στη θέση του κεντρικού πύργου (donjon) του κάστρου και δίπλα στο κολονάκι της ΓΥΣ, η θέα είναι καταπληκτική. Το σημερινό χωριό αλλά και όλη η περιοχή μέχρι το Σιδηρόκαστρο είναι μπροστά στα πόδια του χαμηλού αλλά και επιτελικού λόφου.

Τα κάστρα άλλωστε φτιάχνονταν για να ελέγχουν τα περάσματα και φυσικά δέσποζαν στην περιοχή τους.