Δευτέρα, 29 Οκτωβρίου 2018 13:47

Κάστρα και οχυρά της Μεσσηνίας: Τα Σουλιμοχώρια

Κάστρα και οχυρά της Μεσσηνίας: Τα Σουλιμοχώρια

 

Από τα μέσα του 14ου αιώνα και λόγω κυρίως της επιδημίας πανώλης που σάρωσε την ελληνική χερσόνησο το 1347-50, η περιοχή της βόρειας Μεσσηνίας δέχθηκε μεγάλο αριθμό Αλβανών χριστιανών εποίκων.

Τους κάλεσαν σε δυο περιπτώσεις οι Δεσπότες του Μυστρά, ο Μανουήλ Καντακουζηνός το 1349 και ο Θεόδωρος Α΄ Παλαιολόγος το 1384. Αρχικά στην πρώτη περίπτωση, ο Μανουήλ Καντακουζηνός κατέβασε στη Μεσσηνία 1600 ένοπλους Αλβανούς με 200 γυναικόπαιδα. Το ίδιο έγινε βέβαια και σε άλλες περιοχές όπως στην Αργολίδα ή την Κόρινθο. Τότε όμως, ο Δεσπότης του Μυστρά κατάφερε να συνενώσει όλα τα στοιχεία του πληθυσμού, Ελληνες, Σλάβους και τους νεοφερμένους Αλβανούς, σε ένα καλά οργανωμένο ημιαυτόνομο κράτος.

Οι Αλβανοί έποικοι στη Μεσσηνία εγκαταστάθηκαν κυρίως στα εύφορα αλλά και έρημα πια ορεινά βοσκοτόπια της Τριφυλίας. Μερικές οικογένειες από αυτούς, περίπου 40 φάρες, εγκαταστάθηκαν στα ορεινά του Αυλώνα και του Ανω Δωρίου. Εκεί έχτισαν το χωριό Σουλιμά, που το όνομά του προήλθε από το αλβανικό "Σούλι μαδ", δηλαδή μεγάλο Σούλι και εξαπλώθηκαν και στα γύρω χωριά: το Κάτω Σουλιμά (Δώριο), το Ψάρι και το Άνω Ψάρι, την Κλέσουρα (Αμφιθέα), το Λάπι (Ριζοχώρι), το Πιτσά (Σιτοχώρι), του Γκλιάτα (Ηλέκτρα), το Ρίπεσι (Κεφαλόβρυση), το Βλάκα (Χρυσοχώρι), του Κούβελα, του Χαλκιά, τον Αγιο Γεώργιο και την Αγριλιά.

Στη δεύτερη περίπτωση της ενίσχυσης του πληθυσμού με Αλβανούς εποίκους από το Δεσπότη Θεόδωρο Α΄ Παλαιολόγου το 1384, η μετακίνηση και εγκατάσταση ενός νέου και μεγαλύτερου κύματος, από περίπου 10.000 αλβανικές οικογένειες στο Μοριά, άλλαξε τους πληθυσμιακούς συσχετισμούς και ισχυροποίησε τη θέση των Παλαιολόγων απέναντι στους εσωτερικούς αντιπάλους τους (Μελισσηνοί, Δαιμονογιάννηδες, Φιλανθρωπηνοί, Μαμωνάδες, Σοφιανοί).

Αυτή η σκληροτράχηλη "κλειστή" κοινότητα χρησιμοποιήθηκε φυσικά και για στρατιωτικούς σκοπούς. Το 1532, ο σουλτάνος Suleyman I ο Μεγαλοπρεπής αφού πρώτα ανακήρυξε τον εαυτό του: κύριο του κόσμου και σκιά του Θεού επί της γης, εισέβαλε στη Γερμανία και προκάλεσε σε μάχη τον τότε κυρίαρχο της Ευρώπης, αυτοκράτορα Karl V Quint. Ετσι σαν κίνηση αντιπερισπασμού ο πόλεμος μεταφέρθηκε στον ελληνικό χώρο και αυτό έγινε αφορμή της γενικότερης ευρωπαϊκής σύρραξης που ακολούθησε.

Ο διορισμένος από τον Karl V Quint Γενουάτης ναύαρχος Andrea Doria, επικεφαλής μεγάλου συμμαχικού στόλου με τη σύμπραξη του Πάπα και του βασιλιά της Αγγλίας Henry VIII (Ερρίκου VIII), κατέπλευσε στα μεσσηνιακά παράλια. Εκεί μετά από πολεμικό συμβούλιο αποφασίστηκε η εκπόρθηση της Κορώνης αλλά και η ενίσχυση του εκστρατευτικού σώματος με ντόπιους μισθοφόρους. Τα Σουλιμοχώρια ήταν μια καλή πηγή. Ετσι με αυτή τη σοβαρή προσθήκη των ντόπιων στρατιωτών, ο Doria κατάφερε να πάρει την Κορώνη. Το 1534 και αφού οι Τούρκοι ξαναπήραν την Κορώνη, ο Doria μετά από διαταγή του Karl V Quint, πήρε μαζί του περίπου πέντε χιλιάδες από υπερασπιστές της Κορώνης και με σικελικά πλοία τους εγκατέστησε στο λοιμοκαθαρτήριο της Μεσσήνης της νότιας Ιταλίας. Ανάμεσα σ’ αυτούς βρίσκονταν βέβαια και πολλοί από τους Σουλιμοχωρίτες.

Καλύπτοντας πληθυσμιακές ανάγκες ή εξισορροπώντας πολιτικές αντιπαλότητες ή και ενισχύοντας στρατιωτικά αγήματα, οι αλβανόφωνες χριστιανικές οικογένειες έδωσαν ζωή στον τόπο και οι ντρέδες, τα ατίθασα παλικάρια τους, πρόσφεραν σημαντικές υπηρεσίες και στον απελευθερωτικό αγώνα. Αρχικά ζούσαν ανεξάρτητοι με δικούς τους νόμους και έθιμα σε μια στρατιωτική ομοσπονδία. Η περιοχή της Τριφυλίας ήταν χωρισμένη σε τέσσερα τμήματα (κόλια): α) του Κάμπου με έδρα τη Φλεσιάδα, την Εράνη και την Κυπαρισσία, β) του Σουλιμά με έδρα το Άνω Δώριο και τον Αυλώνα, γ) των Κοντοβουνίων με έδρα τον Αετό και την Τριπύλη και δ) αυτό της Ζούρτσας-Αλβαινας (Φιγαλία).

Με το πέρασμα του χρόνου και την ενσωμάτωση των ντρέδων στον κοινό αγώνα για την ανεξαρτησία, τα Σουλιμοχώρια έγιναν πηγή αγωνιστών. Οπως στη Μάνη έτσι και στα Σουλιμοχώρια, οι ντρέδες από το 1780 μέχρι το 1821 αυτοδιοικούνται και αποκτώντας ελληνική συνείδηση, ενσωματώνονται στον κοινό αγώνα της επανάστασης. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι πολλοί από τους αγωνιστές του Αγώνα, όπως ο Παπατσώρης και ο Γκρίντζαλης στη Μεσσηνία αλλά και πολλοί άλλοι στην υπόλοιπη Ελλάδα, ήταν Αρβανίτες που πρόσφεραν πολλά στην υπόθεση της απελευθέρωσης του τόπου.

Η κατάληψη της κοντινής Αρκαδιάς (Κυπαρισσίας) ήταν η πρώτη συμμετοχή στον αγώνα για τους ντρέδες. Πολέμησαν ακόμα στα Φιλιατρά, στο Παλιοναβαρίνο και στο Νιόκαστρο, στη Μεθώνη, στην Τριπολιτσά, στο Βαλτέτσι και στα Δερβενάκια. Αργότερα πολέμησαν εναντίον του Ιμπραήμ και αρχικά χτυπήθηκαν με τα στρατεύματά του υπερασπιζόμενοι τον τόπο τους στα  Γουβαλάρια. Εκεί οι ντρέδες, αφού συμμάχησαν με τους δυσαρεστημένους από τον Ιμπραήμ Αρβανίτες του, τον ανάγκασαν να αποχωρήσει άπρακτος από τα Σουλιμοχώρια.

Σε μια νέα προσπάθεια, το τέλος Απριλίου 1827, ο Ιμπραήμ με ισχυρές δυνάμεις, προσπαθώντας να συντρίψει τους επαναστατημένους, επιχείρησε εισβολή στην ορεινή Τριφυλία. Οι ντρέδες είχαν επικεφαλής κυρίως τους Παπατσώρηδες και τους Γρηγοριάδηδες. Πριν την επίθεση, ο Ιμπραήμ είχε στείλει επιστολή στα Σουλιμοχώρια καλώντας τους ντρέδες να πάνε με το μέρος του, υποσχόμενος χρηματική βοήθεια αλλά και στρατιωτικούς βαθμούς. Η απάντηση ήταν χαρακτηριστική του ήθους των Σουλιμοχωριτών:

Αρχιστράτηγε Ιμβραήμ Πασά,

Ελάβομεν την επιστολήν σου και σου αποκρινόμεθα ότι περιφρονούμεν τας περί υποταγής προτάσεις σου, διότι κι εγώ και οι λοιποί συμπατριώται μου έχομεν απόφασιν ορκισθέντες να ελευθερώσωμεν την κινδυνεύουσαν πατρίδα μας διά πάσης θυσίας. Λοιπόν θα κάμης καλά να αποσυρθής από τον Μωριά, επειδή ματαίως κοπιάζεις. Aκουσον όλα αυτά που σου γράφομεν σήμερον και μη επιμένης διότι και ημείς όλοι θα επιμείνωμεν περισσότερον, και η ζημία θα είναι εναντίον σου. Λοιπόν σε περιμένομεν προθύμως δια να πολεμήσωμεν και να μάθης και πάλιν τι είναι Αρκαδίων τουφέκι.

Από του εν τη κώμη Λάπι γενικού στρατοπεδαρχείου των Αρκαδίων.

Ο γενικός στρατιωτικός Αρχηγός,

Αθανάσιος Γρηγοριάδης.

Ακολούθησαν μεγάλες μάχες στο Λάπι στις 22 Απριλίου, στο Ψάρι στις 24 Απριλίου, στον Αετό στις 29 Απριλίου και στο Λυκουδέσι στις 30 Απριλίου. Τα σπίτια των μικρών οικισμών άντεξαν στις επιθέσεις των Αιγυπτίων και οι δυνάμεις του Ιμπραήμ αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν.