Δευτέρα, 01 Απριλίου 2019 13:46

Κάστρα και οχυρά της Μεσσηνίας: Κιτριές (Α' μέρος)

Κάστρα και οχυρά της Μεσσηνίας: Κιτριές (Α' μέρος)

Από την Καλαμάτα πηγαίνοντας για τη Μάνη, λίγο μετά το Αλμυρό, ο παραλιακός δρόμος κατηφορίζει για την Αβία και τις Κιτριές. Παλιότερα, πριν από τον ξεσηκωμό του ’21, αυτό το μικρό και γραφικό λιμανάκι ήταν συνήθως η έδρα των μπέηδων της Μάνης.

Ο θεσμός του μπέη καθιερώθηκε για τη Μάνη στο τέλος του 1776 με τον Τζανέτο Κουτήφαρη και κράτησε μέχρι τον ξεσηκωμό του ’21 και τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Αυτή η διοικητική ρύθμιση μιας σχετικής αυτονομίας, μετά τα Ορλωφικά και τον άτυχο ξεσηκωμό του 1770, ήταν αναγκαία για την τραχιά και ιδιόμορφη περιοχή. Μέχρι τότε οι Μανιάτες ήταν τυπικά υποχρεωμένοι να αποδίδουν φόρο στο σουλτάνο, 15 πουγγιά το χρόνο. Ομως αυτό ήταν τυπικό γιατί ουσιαστικά δεν έδιναν ούτε γρόσι. Μετά την αποτυχία του κινήματος του 1770 η Μάνη πέρασε απευθείας στη δικαιοδοσία του αρχηγού του τουρκικού στόλου, του καπουδάν-πασά Χασάν. Τότε αποφασίστηκε η διακυβέρνηση του τόπου να γίνεται από Μανιάτη τοπικό ηγέτη, που θα είχε την αναγνώριση των κατοίκων αλλά και την εύνοια της Πύλης. Κάτι ανάλογο είχε γίνει και παλιότερα, το 1687, με την τοποθέτηση από το σουλτάνο, του πειρατή Λυμπεράκη Γερακάρη σαν ηγεμόνα της Μάνης, στο πρότυπο των παραδουνάβιων ηγεμονιών.

Με την καθιέρωση του θεσμού του μπέη, η φορολόγηση της Μάνης έφθασε στα τριάντα πουγγιά για την Πύλη και πέντε για τον καπουδάν-πασά. Η καταβολή του φόρου ήταν πλέον υποχρεωτική και γινόταν με ευθύνη του εκάστοτε μπέη. Αυτός μάζευε τους φόρους απ’ ευθείας από τους καπετάνιους ή και από τους δασμούς στα εμπορεύματα που διακινούνταν από τα οχυρά τελωνεία της Μάνης.

Από τους οκτώ συνολικά μπέηδες οι πέντε είχαν την έδρα τους στις Κιτριές. Ο πρώτος μπέης, Τζανέτος Κουτήφαρης από τη Ζαρνάτα, υπέγραψε τη συνθήκη με τον καπουδάν-πασά Χασάν και είχε έδρα του τις Κιτριές. Ομως και ο επόμενος, δεύτερος μπέης της Μάνης (1779-1782), Μιχαήλ Τρουπάκης από την Ανδρούβιστα, χρησιμοποίησε για λίγο σαν διοικητήριό του τις Κιτριές αν και συνήθως έμενε στο “κάστρο” του στην Καρδαμύλη. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν και χρησιμοποίησαν σαν έδρα τους και τις Κιτριές, ο τέταρτος Μανιάτμπεης Παναγιώτης Κουμουνδούρος ή Κουμουντουράκης από το Σταυροπήγιο (1798-1803), ο πέμπτος Αντώνης ή Αντώνμπεης Γρηγοράκης ο επιλεγόμενος Κουτσο-Γληγόρακας (1803-1808) και ο όγδοος, τελευταίος και σπουδαιότερος απ’ όλους τους ηγεμόνες της Μάνης, Πέτρος (Πετρόμπεης) Μαυρομιχάλης από την Τσίμοβα (Αρεόπολη), (1815-1821).

Μία περιγραφή του οχυρού αρχοντικού του πρώτου μπέη Τζανέτου Κουτήφαρη στις Κιτριές, υπάρχει στο έργο του Βρετανού περιηγητή John Bacon Sawrey Morritt που πέρασε από τις ακτές της Μάνης το 1795:

…«Μετά το Αλμυρό φθάσαμε στις Κιτριές, μικρό χωριό με πέντε-έξι σπίτια, γύρω από ένα κάστρο, διαμονή του πρώην Μπέη της Μάνης Τζανετάκη Κουτήφαρη και της ανιψιάς του Ελένης στην οποία ανήκε και η ιδιοκτησία. Το κάστρο αποτελείται από δυο λίθινους πύργους παρόμοιους με τους δικούς μας παλαιούς πύργους των συνόρων της Αγγλίας με τη Σκωτία. Μια σειρά από βοηθητικούς χώρους για τους υπηρέτες, στάβλοι και καλύβια υπήρχαν μέσα στην αυλή που η είσοδός της έκλεινε με μια τοξοειδή πύλη. Οταν πλησιάσαμε ένας ένοπλος φρουρός της οικογένειας μας υποδέχθηκε και συζήτησε με το φύλακα που μας συνόδευε από τους Μύλους. Πήγαν και οι δυο στον πύργο και ειδοποίησαν τον Καπετάνιο που έτρεξε στην πύλη με αρκετούς δικούς του για να μας υποδεχθεί. Γίναμε δεκτοί με μεγάλη εγκαρδιότητα. Μας οδήγησαν σε αναπαυτικό δωμάτιο στον κυρίως όροφο του πύργου, που ήταν η κατοικία του Καπετάνιου και της οικογένειάς του. Ο άλλος πύργος ήταν η κατοικία της Καπετάνισσας ανιψιάς του».

Αυτή η περιγραφή του John Morritt και η χαλκογραφία του Βρετανού περιηγητή Sir William Gell (1805), αποτυπώνουν την εικόνα αλλά και τη χρήση του οχυρού αρχοντικού των Κιτριών. Τον καιρό που έφθασε στις Κιτριές ο Morritt, μπέης της Μάνης ήταν ο Τζανέτος Καπετανάκης Γρηγοράκης που είχε έδρα του το Μαραθονήσι στο Γύθειο. Ομως στο κείμενο του Morritt δεν γίνεται αναφορά για την τύχη του Τζανέτου Κουτήφαρη. Γι’ αυτό, υπάρχουν τρεις διαφορετικές απόψεις. Η πρώτη, ότι ο πρώτος Μανιάτμπεης θεωρήθηκε υπεύθυνος για κάποιες επιδρομές κλεφταρματολών σε τουρκικές περιοχές αλλά και για καθυστερήσεις στην καταβολή του φόρου. Σίγουρα, όπως περιγράφει και ο Πρώσος περιηγητής Bartholdy το 1804, οι δαπάνες για το αρχοντικό των Κιτριών ήταν μεγάλες και έφεραν τον πρώτο Μανιάτμπεη σε οικονομικό αδιέξοδο στην καταβολή του φόρου της Μάνης. Ετσι αφού κλήθηκε σε απολογία, παύθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 1779 και αντικαταστάθηκε από τον Μιχαήλ Τρουπάκη. Κατά τον Απ. Δασκαλάκη μάλιστα ο Τζανέτος Κουτήφαρης απαγχονίστηκε στην Κωνσταντινούπολη. Μια άλλη άποψη που διατυπώθηκε από τον Αγγλο “περιηγητή” για μια πενταετία, λοχαγό William Martin Leake, ο Τζανέτος Κουτήφαρης πέθανε τρία χρόνια μετά από την ανάληψη των καθηκόντων του από φυσικά αίτια και αντικαταστάθηκε από τον Μιχαήλμπεη Τρουπάκη. Ομως από το παραπάνω κείμενο του Morritt είναι σαφές ότι το 1795 στο συγκρότημα των Κιτριών που ανήκε στην οικογένεια Κουτήφαρη, ο περιηγητής συναντήθηκε με τον καπετάνιο, Τζανέτο Κουτήφαρη, και την καπετάνισσα ανιψιά του.

Ακόμα μια περιγραφή της περιοχής των Κιτριών αλλά και του οχυρού συγκροτήματος που υπήρχε εκεί, υπάρχει και στο πεντάτομο έργο του Γάλλου περιηγητή François-Charles-Hughes-Laurent Pouqueville “Ταξίδι στην Ελλάδα” (“Voyage dans la Grèce”, Paris, 1820):

…«Και όμως, τα χώματα που οι βροχές και οι χείμαρροι παρασύρουν από τις ψηλότερες ζώνες, χάρη στην ακαταπόνητη εργατικότητα των ορεσιβίων, συσσωρεύονται στα χιλιάδες οροπέδια και τις αναβαθμίδες. Αυτές οι καλλιεργημένες εκτάσεις, μέχρι τις Κυτριές, σκεπάζονται με σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι, κεχρί, λιόδεντρα και μουριές που δίνουν την εντύπωση ότι φυτρώνουν μέσα από το βράχο. Πέντε ή έξι σπίτια σκορπισμένα γύρω από ένα κάστρο συγκροτούσαν το φέουδο και το πατρογονικό αρχοντικό του Τζανετάκη Κουτήφαρη, πρώην μπέη της Μάνης, καθώς και της ανεψιάς του Ελένης η οποία, ελλείψει αρρένων κληρονόμων, διαδέχτηκε, όπως οι κόρες της Σπάρτης, τα δικαιώματα και τους τίτλους των ευγενών προγόνων της, γι’ αυτό και την αποκαλούσαν καπετάνισσα. Τα σπιτικά τους απαρτίζονταν από δυο πύργους ανάλογους με τις δικές μας γοτθικές αγρεπαύλεις κατά την περίοδο της πρώιμης φεουδαρχίας, μια περίοδο κάθε άλλο παρά ειρηνική για την ύπαιθρο. Μια σειρά από δωμάτια καθώς και καταλύματα για τους υπηρέτες, από στάβλους για γαϊδούρια και μαντριά για τα πρόβατα, κι από υπαίθριες αποθήκες παρατάσσονταν γύρω από την αυλή, η είσοδος της οποίας έκλεινε με μια αψιδωτή πύλη, εφοδιασμένη με επάλξεις και κατακόρυφες πολεμίστρες (....)

Γιόρταζαν εκείνες τις ημέρες το Πάσχα, και σ’ όσα χωριά επισκεφτήκαμε, βρήκαμε τους κατοίκους να είναι έξω στα λιβάδια και να τραγουδούν και να χορεύουν. Αλλά και όσοι, κοντά στο λιμανάκι των Κυτριών, είχαν μείνει μέσα στα σπίτια τους, καθώς επίσης και το πλήρωμα δυο εκεί αγκυροβολημένων καραβιών, γιόρταζαν κατά τον ίδιο τρόπο ως αργά τη νύχτα».

Από το “Ταξίδι στην Ελλάδα - Πελοπόννησος” του F.C.H.L. Pouqueville σε μετάφραση Νίκης Μολφέτα, Εκδ. Αγών Τολίδη, Αθήνα 1997.

[Βέβαια για την αυθεντικότητα της περιγραφής στο κείμενο του Pouqueville υπάρχουν ισχυρότατες αμφιβολίες. Η εντυπωσιακή ομοιότητα στη δομή αυτού του κειμένου με το κείμενο του Morritt δείχνει ότι ο Pouqueville, στην προσπάθειά του να δώσει ένα λεπτομερές και πλήρες οδοιπορικό του ελληνικού χώρου, χρησιμοποιεί και άλλες πηγές αλλά και ανακρίβειες ή και ψεύδη. Μπορεί βέβαια κάποτε (1798-1818), να πέρασε από τη Μάνη, για μικρό όμως χρονικό διάστημα και βέβαια χωρίς όλες αυτές τις συναντήσεις που γλαφυρά παραθέτει στο κείμενό του. Αλλωστε για την ακρίβεια των παρατηρήσεων και των στοιχείων που παραθέτει ο Pouqueville, πρώτος διατύπωσε τις επιφυλάξεις του και άσκησε την κριτική του ο επιφανής συμπατριώτης του και σύγχρονός του Chateaubriand].