«Διατί έρρευσεν πάλιν το αίμα εις την Πελοπόννησον; Διατί έπρεπε ένα ζήτημα, που ενδιαφέρει όχι μόνον τους σταφιδοπαραγωγούς του Αιγίου ή του Πύργου αλλά και την οικονομικήν Ελλάδα ολόκληρον, να προκαλέση εμπρησμούς κτηρίων, συγκρούσεις με την αστυνομίαν, τραυματισμούς, θανάτους, αντί να εύρη μίαν λύσιν λογικήν, τιμίαν, σύμφωνον προς το γενικότερον της χώρας συμφέρον, το οποίον μοιραίως, κατ’ ανάγκην, θα είνε σύμφωνον και προς το καλώς εννοούμενον συμφέρον των παραγωγών; Διατί πρέπει και σήμερον ακόμη να φοβούμεθα επανάληψιν αναλόγων ή χειροτέρων γεγονότων εις τον Πύργον και άλλας περιοχάς της Πελοποννήσου;
»Η απάντησις εις το ερώτημα αυτό, το οποίον απασχολεί σήμερον ολόκληρον την κοινήν γνώμην, είνε απλή: Το αίμα εχύθη εις το Αίγιον χθες, όπως εχύθη πρό τινος εις τας Καλάμας και εις το Αλιβέρι, διότι κατά τα τελευταία έτη έχει καθιερωθεί εις την Ελλάδα το συλλαλητήριον ως μέσον διακυβερνήσεως της χώρας και ρυθμίσεων των μεγάλων και επειγόντων ζητημάτων της. Διατί γίνονται τα συλλαλητήρια; Διά τον απλούστατον λόγον, ότι εκείνοι, οι οποίοι τα διοργανώνουν και εκείνοι οι οποίοι συμμετέχουν εις αυτά έχουν την σαφή επίγνωσιν, ότι δεν ευρίσκονται προ σαφώς καθωρισμένης και οριστικής κυβερνητικής πολιτικής, την οποίαν κανείς θόρυβος και καμμία ταραχή να μη δύναται να αλλοιώση και ότι κατά συνέπειαν ημπορούν με ένα συλλαλητήριον θορυβώδες, “επιβλητικόν” -όπως γράφεται εις το δημοσιογραφικόν “στυλ”- ένοπλον ει δυνατόν να μεταβάλλουν την κυβερνητικήν πολιτικήν και να επιβάλουν τας ιδικάς των απόψεις. Αποτελεί, δηλαδή, το συλλαλητήριον την τελευταίαν εκδήλωσιν και το φυσικό επακολούθημα ενός ολοκλήρου και εξωφρενικού συστήματος, το οποίον, αφαιρούν την διακυβέρνησιν της χώρας από τους υπευθύνους της Πολιτείας παράγοντας, αρχίζει από την σύμπηξη συλλόγων και ομοσπονδιών, την δι’ επιτροπών επιβολήν των αιτημάρτων εις τας αρχάς, την πρόκλησιν δημοσιογραφικού θορύβου, και καταλήγει μοιραίως εις το συλλαλητήριον, τας μαύρας σημαίας, την κατά της πρωτευούσης και των κυβερνητικών της κτηρίων εν ανάγκη εξόρμησιν.
Ας εξετάσωμεν ψυχραίμως αυτό το οποίον συνέβη κατά τας τελευταίας ημέρας με το σταφιδικόν ζήτημα και το οποίον είνε απολύτως χαρακτηριστικόν της όλης καταστάσεως. Δύο ριζικώς αντίθετοι απόψεις αντιμετωπίζουν αλλήλας εις την Πελοπόννησον, όπως εκθέσαμεν ήδη εκτενέστερον εις προηγούμενον άρθρον: Από το ένα μέρος το συμφέρον της καλής σταφίδος, η οποία, εξαγομένη εις το εξωτερικόν και αποτελούσα αληθές στοιχείον πλούτου δι’ όλην την χώραν, πρέπει να φθάση εις τον λιμένα της φορτώσεως, όσον το δυνατόν απηλλαγμένη βαρών, όσον το δυνατόν ευφθηνοτέρα διά να επικρατήση απέναντι των ξένων συναγωνιστών της εις τας διεθνείς αγοράς. Από το άλλο μέρος η σταφίς κατωτέρας ποιότητος, η οποία δεν μπορεί να εξαχθή, αλλ’ η οποία αποτελεί την κατά πολύ μεγαλυτέρα ποσότητα, και απασχολεί περισσότερους παραγωγούς, που πρέπει και αυτοί επιτέλους να ζήσουν, έστω και επιβαρύνοντες διά της απηρχαιωμένης μεθόδου του παρακρατήματος την καλήν σταφίδα. Εκτός όμως από τους αντιπροσώπους των δύο αυτών αντιτιθεμένων συμφερόντων, οι οποίοι αγωνίζονται διά την ύπαρξίν τους εις το φως της ημέρας και είνε φυσικόν να μεταχειρίζονται διά την επικράτησίν των κάθε δυνατόν μέσον -βουλευτάς, υπουργούς, εφημερίδας, συλλαλητήρια- κινούνται περί το σταφιδικό ζήτημα -αλλ’ εις το σκότος και τα παρασκήνια αυτοί- οι αντιπρόσωποιι άλλων, όχι τόσον ομολογητέων συμφερόντων, παρασιτικών κατά το πλείστον, των οποίων ο περιορισμός θα ημπορούσε και θα έπρεπε να διευκολύνη την υπέρ των παραγωγικών συμφερόντων οριστικήν λύσιν του ζητήματος. Πάντως όμως έπρεπε να υπάρχη μια σαφής πολιτική του Κράτους, γνωρίζοντος τι θέλει, λαμβάνοντος εγκαίρως τας αποφάσεις του, και δυναμένου να πείση τους ενδιαφερομένους, ότι η πολιτική του επιβαλλομένη από το γενικώτερον συμφέρον, εξυπηρετεί και αυτούς τους ιδίους, αλλ’ ότι πάντως είνε πολιτική του Κράτους μη υποκειμένη εις μεταβολάς, αναλόγως των διά συλλαλητηρίων ή άλλων μέσων πιέσεων.
Αντιθέτως όμως τι συνέβη; Το Κράτος δεν είχε πολιτικήν. Είχε την μίαν πολιτικήν ο ένας υπουργός, την άλλην ο άλλος. Το υπουργικόν συμβούλιον δεν συνεκλήθη διά να κρίνη μεταξύ των αντιθέτων αυτών απόψεων και να χαράξη μίαν γραμμήν. Και ο πρωθυπουργός απουσιάζον εις το εξωτερικόν, επερίμενε να εξαντληθή η υπό του νόμου τασσομένη εσχάτη προθεσμία διά τον καθορισμόν της τιμής του παρακρατήματος, διά να στείλη τελεσιγραφικώς μίαν εντολήν, η οποία όμως δεν εξετελέσθη. Οι αρμόδιοι υπουργοί -διαφωνούντες μεταξύ των- έκριναν ότι θα ήτο καλλίτερον να αφίσουν να επανέλθη ο πρωθυπουργός διά να ακούση τας αντιτιθεμένας απόψεις, να κρίνη περί του δικαίου της μιας ή της άλλης και να λάβη ενδεχομένως νέας αποφάσεις.
Δηλαδή ήτο ως να ελέγετο εις τους σταφιδοπαραγωγούς “η κυβέρνησις δεν έχει σαφώς καθωρισμένην πολιτικήν ή και αν έχη ημπορεί να την μεταβάλη κατόπιν των πιέσεων τας οποίας θα υποστή ο πρωθυπουργός από τους ενδιαφερομένους. Κατά συνέπειαν σας παρέχεται από της παρελθούσης Πέμπτης μέχρι και σήμερον Δευτέρας -ημέρα καθ’ ην επανέρχεται ο κ. πρωθυπουργός- όλος ο απαιτούμενος καιρός διά να κάμετε θόρυβον, να κινηθήτε, να οργανώσετε τα συλλαλητήριά σας. Οσοι το καταφέρουν καλλίτερα, θα έχουν περισσοτέρας πιθανότητας επιτυχίας. Και αυτό έγινε πράγματι.
Το παράδειγμα είνε χαρακτηριστικόν του τρόπου, με τον οποίον διοικούμεθα διά των συλλόγων, των ομοσπονδιών, των αναφορών, των συλαλλητηρίων με μαύρας σημαίας. Αλλά τα συλλαλητήρια είνε πάντοτε επικίνδυνα, διότι συχνά εκπυρσοκροτούν κατ’ αυτά τα όπλα και ρέει το αίμα. Ταυτοχρόνως δε ημπορεί να θεωρηθή ως αξίωμα, ότι δεν υπάρχουν κρατικαί αποφάσεις χειρότεραι, από εκείνας που λαμβάνονται υπό την πίεσιν των συλλαλητηρίων και του χθεσινού αίματος» (1050).
Με τμήματα αγροτιστών αλλά αντιβενιζελικός ο “Ελεύθερος Ανθρωπος” εστιάζει στην κακή διαχείριση του θέματος και καλεί τον πρωθυπουργό να αναλάβη προσωπικά την υπόθεση:
«Τα χθεσινά αιματηρά γεγονότα του Αιγίου έρχονται να πιστοποιήσουν την γενικήν κυβερνητικήν αρρυθμίαν και την χαλαρότητα της λειτουργίας της κρατικής μηχανής, που επηκολούθησαν την απουσίαν του Πρωθυπουργού κ. Τσαλδάρη εξ Ελλάδος. Είτε διότι έλλειψεν η απαραίτητος πρωτοβουλία εις την άμεσον λήψιν αποφάσεων επί των αναφυομένων ζητημάτων, είτε διότι διαφορετικαί κατευθύνσεις ηκολουθήθησαν εις τον τρόπον του πολιτεύεσθαι και διακυβερνάν, η απουσία του κ. Πρωθυπουργού εξ Ελλάδος συνεδέθη με μίαν περίοδον κακής και ελαττωματικής λειτουργίας της κρατικής μηχανής. Πραξικοπήματα στρατιωτικά και συνωμοσαία ανατρεπτικαί εξυφάνθησαν. Ενδοκυβερνητικαί διαφωνίαι και παραιτήσεις υπουργών, καθ’ ήν στιγμήν ο Πρόεδρος της Κυβερνήσεως απουσίαζεν, εφανερώθησαν. Αι πλέον περίεργοι πολιτικαί δηλώσεις και συνομιλίαι έλαβον χώραν. Και ως κατακλείς, η παραγωγική Πελοπόννησις διηρέθη εις δύο ένοπλα, έτοιμα να αλληλοσπαραχθούν, στρατόπεδα, το ένα εκ των οποίων μάλιστα χθες ήλθεν εις ένοπλον αιματηράν ρήξιν με τα όργανα του κράτους. Κανείς δεν μπορεί να διαμφισβητήση ότι όλαι αυταί αι εκδηλώσεις ήταν και είνε συνέπειαι μιας κακής διαχειρίσεως της κυβερνητικής εξουσίας, η επιτυχία και η άσκησις της οποίας αείποτε εστηρίχθη και θα στηρίζεται εις το προλαμβάνειν και επιλύειν τα ζητληματα, προτού ταύτα εκδηλωθούν και πάρουν, κατά το κοινώς λεγόμενον, τον κακόν δρόμον. Η επιστροφή του κ. Πρωθυπουργού σημειούται εις την κατάλληλον στιγμήν. Την κρίσιμον εκείνην στιγμήν καθ’ ην, υπό την πίεσιν της βιαίας εξελίξεως των πραγμάτων, επιβάλλεται υπό του κράτους ταχεία λήψις αποφάσεων. Εις την λήψιν αυτών των αποφάσεων, ο χαρακτήρ και το πνεύμα του Πρωθυπουργού κ. Τσαλδάρη ήτο εξαιρετικώς επάναγκες να κυριαρχήσουν. Προ της επιδείξεως πυγμής εκ μέρους του κράτους και προ της λήψεως οιασδήποτε εσπευσμένης αποφάσεως, ήτο και είνε απαραίτητον να επικρατήση η ατμόσφαιρα της συνεννοήσεως, της εμπεδώσεως της εμπιστοσύνης και της ασφαλείας περί εξευρέσεως της ορθής λύσεως και της απονομής της δικαιοσύνης. Και την δημιουργίαν της ατμοσφαίρας αυτής εγγυάται η προσωπικότης του σημερινού πρωθυπουργού. Αρκεί ν’ ακούση, μετά τους μέχρι των συνόρων εν σπουδή εκστρατεύσαντας φίλους του, και τους εδώ παραμείναντες και εναπομείναντες να του εκθέσουν εν ηρεμία την κατάστασιν. Και αρκεί, αφού ακούση, να αντιληφθή και προσωπικώς τα εκκρεμή ζητήματα και να εξετάση τα ελατήρια που εδημιούγησαν τας οξύτητας, τας ανωμαλίας και τας ενόπλους συγκρούσεις του Αιγίου, που απειλούν να επεκταθούν νοτιώτερον» (1051).
Σε ανάλογο πνεύμα και με ένα μικρό σχόλιο η “Ακρόπολις” (που επίσης εκφράζει τμήματα αγροτιστών) αλλά με εκτενή ανταπόκριση και φωτογραφίες, καλύπτει τα γεγονότα:
«Τα χθεσινά αιματηρά γεγονότα του Αιγίου αποτελούν μοιραίαν συνέπειαν της απογνώσεως και νευρικότητος εις την οποίαν ωδήγησεν η αναβλητική και παραπαίουσα σταφιδική πολιτική τους φιλήσυχους και νομομόφρονας παραγωγούς της Πελοποννήσου. Πέραν των γεγονότων και της αναζητήσεως των διά ταύτα ευθυνών προβάλλει η επιτακτική ανάγκη όπως επισπευσθή η λύσις του προβλήματος της εφετεινής σταφιδοπαραγωγής, διότι εάν παραταθή περισσότερον η εκκρεμότης του, υπάρχει μέγας κίνδυνος να θρηνήσωμεν όχι μόνον ανεπανορθώτους οικονομικάς καταστροφάς των Πελοποννησίων σταφιδοπαραγωγών, αλλά και νέα ανθρώπινα θύματα. Ο επανελθών χθες κ. πρωθυπουργός έχει καθήκον να μη αφήση να περάση ούτε ένα εικοσιτετράωρον άπρακτον. Η απόφασίς του διά το σταφιδικόν πρέπει να ληφθή και ν΄ανακοινωθή εντός της σήμερον ει δυνατόν, διά να καταπαύση ο αναβρασμός εις τας σταφιδικάς περιφερείας και αποδοθή το δίκαιον εις τους αγωνιώντας παραγωγούς» (1052).
(1050) “Εστία” 27/8/1934
(1051) “Ελεύθερος Ανθρωπος” 27/8/1934
(1052) “Ακρόπολις” 27/8/1934