Δευτέρα, 22 Μαρτίου 2021 11:12

Το σταφιδικό κίνημα και ο Τάσης Κουλαμπάς (μέρος 273ο)

Το σταφιδικό κίνημα και ο Τάσης Κουλαμπάς (μέρος 273ο)

 

Στο ίδιο φύλλο της εφημερίδας δημοσιεύεται ανταπόκριση του Γιώργου Αποστολόπουλου από την Κυπαρισσία.

Ενα κείμενο το οποίο αποτυπώνει μια ασύλληπτη εικόνα στο “Ροντάκι”, με τους εξαθλιωμένους και αποφασισμένους σταφιδοπαραγωγούς από τη μια πλευρά και το στρατό σε “πολεμική εκστρατεία” από την άλλη και με εντολές να χτυπήσει στο ψαχνό αν οι εξεγερμένοι προχωρήσουν προς την Κυπαρισσία:
«Ο πόλεμος εκηρύχθη!
Τι άλλο μπορούσε να πιστεύει κανείς, εκτός απ’ αυτό, όταν βρισκόταν στην Κυπαρισσία το πρωί της περασμένης Τετάρτης και αισθανόταν τον απερίγραπτο συγκλονισμό όλων των δραματικών εκείνων δευτερολέπτων.
Ο πόλεμος εκηρύχθη!
Αυτή η φράσις εξέφευγε από τα τρέμοντα χείλη και μετεδίδετο από στόματος εις στόμα μεταξύ των ειρηνικών κατοίκων της αναταραχθείσης αιφνιδίως Τριφυλλιακής γης. Και δεν είχε τίποτε το υπερβολικόν. Ολη η πόλις σε κατάσταση πολιορκίας, ισχυρά αποσπάσματα διατρέχουν τους δρόμους, τα καταστήματα κλειστά, έξω από τα Δημόσια γραφεία οπλοπολυβόλα, και μέσα εις όλο αυτό το στρατοκρατούμενο περιβάλλον, διέκρινες πού και πού κανέναν άνθρωπό να ολισθαίνει σαν σκιά και να εξαφανίζεται στην πρώτη γωνία. Τι εσήμαιναν όλα αυτά; Οτι ο πόλεμος πράγματι εκηρύχθη!
Θα ενόμιζε κανείς ότι μετεφέρθη εις τα μέρη εκείνα το στρατόπεδον του Ιταλοαβυσσυνιακού πολέμου και ότι άρχισαν ήδη και οι εχθροπραξίες. Ενας Ιταλο-Αιθιοπικός πόλεμος με τις αναλογίες του ήταν και ο πόλεμος –ο αναίμακτος ευτυχώς– παρά τα υψίπεδα της τοποθεσίας “Ροντάκι”. Το “Ροντάκι” ήταν μια ελληνική Σομαλία. Ελληνικές στρατιές και πολεμικό υλικό μεταφέροντο διά παντός μέσου, με κάθε τρόπο προς ενίσχυση του μετώπου. Και οι ιθαγενείς – Ελληνες επίσης του τόπου – επερίμεναν ξαγρυπνούντες τη μοιραία σύγκρουση!
Δεν εφανταζόμουν ποτέ ότι θα μου ελάχαινε να παίξω τον ρόλο ενός πολεμικού ανταποκριτού εις τα υψίπεδα εκείνα, και μάλιστα χωρίς να έχω καν ιδέα από πολεμική φιλολογία και πολεμική τακτική. Εν τούτοις η Ελληνική πατρίς και οι Μεσσήνιοι σταφιδοπαραγωγοί επέμεναν να μας συνηθίσουν και στην ταλαιπωρία αυτή.
Την στιγμήν λοιπόν που όλοι εις την Κυπαρισσίαν ευρίσκονται υπό το δέος ενός φρικαλέου παροξυσμού, την στιγμή που όλοι, και οι αρχαί και ο κόσμος έχουν χάσει το ηθικόν τους εμπρός εις την νέα καταιγίδα που έρχεται, εμείς αποφασίζουμε να διέλθουμε την απαγορευμένη ζώνη και να εισέλθουμε στη ζώνη του πυρός για να περιγράψουμε τον αληθώς σκληρότατον Ελληνο–Ελληνικόν πόλεμον. Την ίδια στιγμή που παίρνουμε αυτές τις αποφάσεις οι φήμες οργιάζουν και οι συνταρακτικές πληροφορίες διαδέχονται η μια την άλλη: “Εις το Ροντάκι καίγεται το σύμπαν”. “Οι παραγωγοί συνεπλάκησαν με τον στρατό”. “Διεξάγεται σφοδρότατη μάχη”. “Τα πολυβόλα λειτουργούν”. “Οι παραγωγοί κάνουν χρήσιν και χειροβομβίδων”.
Ολες αυτές οι πληροφορίες άπλωναν μίαν ατμόσφαιραν πανικού και καταστροφής επάνω από την Κυπαρισσία. Ο Ανώτερος Διοικητής Πελοποννήσου συνταγματάρχης Βεργογιαννόπουλος που είναι εγκατεστημένος στο τηλεγραφείο της πόλεως δεν είναι περισσότερο ψύχραιμος, απαντά με ταραχή:
– Αυτή τη στιγμή δεν σας επιτρέπω! Μετά μίαν ώραν ίσως. Καθήστε και θα με δικαιώσετε αργότερα.
Τι σημαίνουν λοιπόν όλα αυτά; Τι άλλο μπορεί να να είνε παρά η επαλήθευση ως ένα σημείο των φημών που οργιάζουν και η δικαίωση όλων των φόβων και όλων των ανησυχιών; Με όλα αυτά το καθήκον. Οταν δε το καθήκον συνοδεύεται και από την περιέργειαν, τότε αψηφεί κάθε κίνδυνον και όλες οι απαγορεύσεις εμπρός δεν έχουν ισχύ.
Ενα αυτοκίνητο –ανεπίτακτο ευτυχώς– δέχεται να μας μεταφέρει στο στρατόπεδο των εμπολέμων από ένα κρυφό δρόμο που δεν έχει φρουρηθεί επειδή βρισκόταν πολύ μακρυά από το δρόμο του στρατοπέδου. Σε μια ώρα και μετά μιαν εξαντλητική ταλαιπωρία φθάνουμε στο χωριό Σπηλιά. Βρισκόμαστε ακριβώς στα νώτα των εχθρών του νομίμου κράτους. Ολοι τους είχαν στρατοπαιδεύσει σε απόσταση 5 χιλιομέτρων περίπου από εκεί, παρά το χωρίον Αρμενιοί.
Ενας παπάς με ένα τεράστιο δοκάρι στο χέρι και μερικοί άλλοι ωπλισμένοι με κυνηγετικά όπλα, τσεκούρια και με ρόπαλα, μας σταματούν στη Σπηλιά. Ευτυχώς που η γνωστοποίηση τη ταυτότητάς μας τους προξενεί ιδιαίτερη χαρά και ο παπάς φέρνει και μας “τρατάρει” μισή οκά κρασί κοκκινέλι που είναι θαύμα.
Από εκεί φεύγουμε στις 10 και μισή το πρωί. Στους Αρμενιούς που φθάνουμε σε λίγο πολλοί χωρικοί αγριεμένοι και πάνοπλοι μας σταματούν. Τασσόμεθα αναφανδόν με το μέρος τους και μας αφήνουν να προχωρήσουμε, μας δίνουν και μερικές οδηγίες. Επειτα από λίγο αντικρύζουμε το στρατόπεδο των... βαρβάρων.
Από μακρυά ανεμίζουν πλήθος μαύρες σημαίες που έχουν απάνω μεγάλα άσπρα γράμματα: “Κάτω οι καρχαρίες”. “3.600 ή θάνατος”. “Σκλάβοι ξυπνάτε”. Κάτω από τους ίσκιους των δέντρων σε αρκετή απόσταση ευρίσκονται στρατοπαιδευμένοι οι εχθροί. Ολες οι πονεμένες φυσιογνωμίες του χωριού, γέροι που εσώθηκαν απάνω στη σκληρή βιοπάλη, παιδιά που δεν εγνώρισαν σχολειό άλλο από την αξίναν, γυναίκες με κιτρινισμένα ρούχα, αδύνατες, μωρά καχεκτικά και ανεμικά, όλοι αυτοί αποτελούν το ένα στρατόπεδο που εσήκωσεν θρασεία κεφαλή κατά του νομίμου Κράτους. Τους βλέπεις και τους λυπάσαι.
Απέναντι, κατέναντι ακριβώς, έχει στρατοπαιδεύσει το νόμιμον Κράτος. Πλήθος φαντάρων με εφ’ όπλου λόγχην έχουν παραταχθεί και φράζουν την πορείαν των διαδηλωτών, άλλα πλήθη έχουν κατακλύσει την γύρω περιφέρεια και περιπολούν, άλλοι έχουν ταμπουρωθεί πίσω από τα δέντρα, τα κοτρόνια, τις φράχτες, τους θάμνους και με προτεταμένα τα όπλα καρτερούν. Δεν υπάρχει καμία διαφορά από ένα μικρασιατικό στρατόπεδο. Πιο πάνω όλες οι χαράδρες είναι γεμάτες από ενόπλους με τους γυλιούς που είνε έτοιμοι προς πυρ. Και όλα τα υψώματα γύρω και ακόμη απάνω οι κορυφογραμμές του βουνού “Ψυχρός” που δεσπόζει ς’ αυτή την περιοχή έχουν καταληφθεί από πολυβολητάς που έχουν στήσει τα πολυβόλα τους, έτοιμα να αρχίσουν εκείνο το περίεργο θανατηφόρο... κακάρισμά τους.
Προχωρούμε μετά δυσκολίας. Το αυτοκίνητο προκαλεί συναγερμό αληθινό και κάθε τόσο αναγκάζεται να σταματά στο πρόσταγμα μερικών ροπαλοφόρων:
- Τις ει;
- Φίλοι δημοσιογράφοι.
- Ποιών εφημερίδων;
Βλέπεις εδώ δεν αρκεί να είσαι δημοσιογράφος για να έχεις το απαραβίαστο. Πρέπει να αντιπροσωπεύεις και ωρισμένη εφημερίδα για να σ’ αφήσουν να προχωρήσεις. Ολοι μας μεταμορφωνόμεθα. Κάποιος παρουσιάζεται ως απεσταλμένος του “Ριζοσπάστη”. Ως και ταυτότητα μας γυρεύουν για να μας επιτρέψουν να προχωρήσουμε. Τους υποσχόμεθα να διατρανώσουμε τον πόνο τους, να τα γράψουμε όπως τα θέλουν αυτοί. Ετσι προχωρούμε. Τις ίδιες υποσχέσεις δίνουμε και σε ένα λόχο γυναικών ροπαλοφρουρουσών που είνε στρατοπαιδευμένες πιο πέρα.
3.600 ή θάνατος.
Επεράσαμε το στρατόπεδο των εχθρών. Αυτό όμως γεννά τις υποψίες στο στρατόπεδο των φίλων και όταν πάμε να το διασχίσουμε παρατάξεις λογχοφόρων με προτεταμένες τις λόγχες μας προστάζουν:
- Αλτ!
Πριν αρχίσουμε τις διατυπώσεις κατεβαίνουμε. Προχωρούμε πεζή ως το Στρατηγείο των συμμάχων. Παρουσιαζόμεθα στο Διοικητή των επίχειρήσεων ταγματάρχη κ. Αργύρη ο οποίος κάθεται και συζητεί με το επιτελείο του. Ευτυχώς γνωρίζει από την Κυπαρισσία και γράφει σ’ ένα χαρτί:
Στρατόπεδον Κυπαρισσίας
Επιτρέπομεν εις το υπ’ αριθ. 28087 αυτοκίνητο να διέλθη της ζώνης πυρός.
Ταγματάρχης Αργύρης
Ετσι μας επιτρέπουν και περνούμε. Βάζουμε ολοταχώς εμπρός και με καρδιοχτύπι τρέχουμε για την πόλη. Περνούμε μέσα από παρατάξεις λογχών και πολυβόλων ενώ από πίσω μας, μακρυά έρχονται μισοσβησμένοι οι ήχοι κάποιων φωνών:
- Ή 3.600 ή θάνατος!
Ηταν οι φωνές των... εχθρών του Νομίμου Κράτους!».