Οι Τούρκοι που κατοικούσαν μακριά από κάστρα, τρομαγμένοι από τις φήμες ότι για βοήθεια στον ξεσηκωμό των Ελλήνων «έφτασε η Φραγκιά», άφηναν τα χωριά ή τις πόλεις τους και κατέφευγαν για ασφάλεια στην Τριπολιτσά, τη Μονεμβασιά, τον Ακροκόρινθο, το Ναύπλιο, το Χλομούτσι, την Πάτρα, την Κορώνη, τη Μεθώνη και το Νιόκαστρο. Από την άλλη πλευρά, οι για τόσα χρόνια καταπιεσμένοι Έλληνες, πολύ περισσότεροι αλλά ανοργάνωτοι ακόμα, άρχισαν να τους καταδιώκουν. Τα άγρια ένστικτα οδήγησαν σε πράξεις αντεκδίκησης και ωμότητες. Στις 25 Μαρτίου, σε μάχη με τους Τούρκους στα Βουνάρια, επικράτησαν οι επαναστάτες. Το κυνηγητό συνεχιζόταν σχεδόν σε κάθε τόπο αφού τα προσδοκώμενα λάφυρα ήταν ακόμα ένα σημαντικό κίνητρο. Οι Έλληνες, αφού αναθάρρησαν από τις επιτυχίες, άρχισαν να συγκροτούν σε πολλά στρατηγικά μέρη, στρατόπεδα ατάκτων.
Στις 23 Μαρτίου άρχισε η εξέγερση στα Λαγκάδια και στις 25 στην Καρύταινα. Οι Τούρκοι, φοβισμένοι έφευγαν από παντού. Το ίδιο και από το Φανάρι της Ολυμπίας. Οι περίπου πέντε χιλιάδες Τούρκοι της περιοχής, με 1.700 ενόπλους προσπαθούσαν να φθάσουν στην Τριπολιτσά, μέσω Καρύταινας, για βοήθεια των εκεί αποκλεισμένων ομοεθνών τους. Τους Φαναρίτες χτύπησαν ο Κολοκοτρώνης και ο Πλαπούτας και κατάφεραν να τους ανακόψουν στη γέφυρα του Αλφειού. Οι περισσότεροι όμως, με τη συνδρομή των Τούρκων της Καρύταινας, μπήκαν στο φρούριο. Μετά την επιτυχία τους στον Αλφειό, οι Έλληνες συγκρότησαν το πρώτο ελληνικό στρατόπεδο γύρω από το φρούριο. Πέντε έως έξι χιλιάδες άνδρες και ο Κολοκοτρώνης, ο Παπαφλέσσας, ο Κανέλλος Δεληγιάννης, ο Ηλίας Μαυρομιχάλης, οι αδελφοί Πλαπούτα, ο Αναγνωσταράς κ.α. Γυναικόπαιδα από τα γύρω χωριά άρχισαν να τους φέρνουν τρόφιμα, κρασιά αλλά και ρούχα. Γράφει ο Φωτάκος:
«…Εδώ εβλέπαμεν την μεγαλύτερην προθυμίαν του λαού… το δε στρατόπεδο ωμοίαζε εις αυτήν την περίστασις χωρικών πανηγύρι».
Όμως, παρά τον ενθουσιασμό και την αρχική αριθμητική υπεροχή τους, οι απειροπόλεμοι Έλληνες διαλύθηκαν και σκόρπισαν μπροστά στο τουρκικό στρατιωτικό σώμα που έφτασε για βοήθεια των πολιορκημένων στις 31 Μαρτίου.
Παρά την αποτυχία της πολιορκίας της Καρύταινας, τότε φάνηκε η στρατηγική οξυδέρκεια του Κολοκοτρώνη. Αφού κατάφερε να συγκεντρώσει μια μικρή δύναμη διακοσίων ατάκτων άρχισε να τους μαθαίνει να πολεμούν. Κι ενώ οι περισσότεροι πίστευαν ότι θα έπρεπε να συνεχίσουν την εξέγερση στα όρια της Μεσσηνίας, ο Κολοκοτρώνης έβαλε σαν κύριο στόχο της εξέγερσης, την Τριπολιτσά. Αν δεν έπεφτε η Τριπολιτσά, η Επανάσταση που μόλις είχε ξεκινήσει θα έσβηνε. Κατάφερε να επιβάλει τη γνώμη του και να αναγνωριστεί ως αρχιστράτηγος του Μοριά ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, που ανέλαβε την υποχρέωση του εφοδιασμού και της στρατολόγησης. Ο κλοιός γύρω από την Τριπολιτσά άρχισε να σχηματίζεται.
Χωρίς ναυτική κάλυψη όμως η Επανάσταση ήταν καταδικασμένη. Στις 3 Απριλίου επαναστάτησαν οι Σπέτσες, το πρώτο από τα τρία πλούσια νησιά (Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά), που ύψωσε το λάβαρο της Επανάστασης. Τα τρία νησιά δεν είχαν τουρκικό πληθυσμό, ήταν αυτοδιοικούμενα με υποτέλεια φόρου στον καπουδάν-πασά. Οι ξεσηκωμένοι Σπετσιώτες συγκρότησαν τοπική διοίκηση και ειδοποίησαν για τις εξελίξεις την Ύδρα, τα Ψαρά και όλα τα μέρη που βρίσκονταν σε επικοινωνία. Ταυτόχρονα ο στόλος των Σπετσών ανέλαβε και πέτυχε τον αποκλεισμό δύο απόρθητων από τις χερσαίες επιθέσεις φρουρίων της ανατολικής πελοποννησιακής ακτής, της Μονεμβασιάς με τον Γεώργιο Πάνου και του Ναυπλίου με τη Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα. Ο μόνος τρόπος για να «πέσουν» τα κάστρα ήταν ο θαλάσσιος αποκλεισμός ώστε να σταματήσει η τροφοδοσία τους από τη θάλασσα. Με τις ενέργειες αυτές επιταχύνθηκε η προσχώρηση στην Επανάσταση της Ύδρας και των Ψαρών. Τα σπετσιώτικα πλοία ενίσχυσαν τον αποκλεισμό της Μονεμβασιάς που είχαν ξεκινήσει πριν λίγες ημέρες, στις 28 Μαρτίου, από την ξηρά οι τοπικοί οπλαρχηγοί. Τα Ψαρά ύψωσαν τη σημαία της Επανάστασης στις 10 Απριλίου, ανήμερα το Πάσχα, ενώ ακολούθησαν επαναστατικές κινήσεις στη Σάμο από τον Κωνσταντή Λαχανά από το Βαθύ, στις 18 Απριλίου. Τελικά, η Σάμος σήκωσε την επαναστατική σημαία με επικεφαλής τον Λυκούργο Λογοθέτη, στις 8 Μαΐου στο Καρλόβασι και στις 12 Μαΐου στην πόλη της Σάμου. Στη συνέχεια ο Λογοθέτης ίδρυσε τον Στρατοπολιτικό Διοργανισμό της νήσου Σάμου, δηλαδή το επαναστατικό πολίτευμα του νησιού και αφού ανακηρύχθηκε Γενικός Διοικητής και Στρατηγός, έγινε ο μεγάλος πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης της σαμιακής επανάστασης, οργανώνοντας ταχύτατα τη Σάμο σε αυτόνομο διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο του αγώνα.
Στην Ύδρα, η Επανάσταση ξεκίνησε στις 16 Απριλίου, αφού έπρεπε να ξεπεραστούν οι ενδοιασμοί του Λάζαρου Κουντουριώτη που δεν ήθελε ούτε να ακούσει τα σχέδια των Φιλικών. Οι Υδραίοι πρόκριτοι εξωθήθηκαν στη μεταβίβαση των εξουσιών και της διοίκησης του νησιού στον μυημένο στη Φιλική Εταιρεία, πλοίαρχο Αντώνη Οικονόμου. Παρά την σχεδόν άμεση απομάκρυνση του Οικονόμου από την εξουσία, η Ύδρα είχε ήδη μπει στον αγώνα. Ο Οικονόμου μετά από διωγμούς και φυλακίσεις, δολοφονήθηκε από άνδρες του Λόντου, ανάμεσα στο Κουτσοπόδι και το Άργος, ενώ πήγαινε στην Α΄ Εθνοσυνέλευση, ενδεχομένως για να εκδικηθεί τους διώκτες του Υδραίους προκρίτους.
Στις 5 Μαΐου εξεγέρθηκε η Κάσος και αποτέλεσε σημαντικό στήριγμα στο Αιγαίο και προφυλακή της Κρήτης στον ξεσηκωμό. Τα κασιώτικα καράβια ελευθέρωσαν το Καστελλόριζο, πέρασαν από την Αττάλεια και έφτασαν στην Αμμόχωστο. Τα λάφυρα ήταν πολλά, αρκετά για να εξοπλίσουν το νησί αλλά και να στείλουν και στον Μοριά.
Στη Στερεά Ελλάδα, στις 27 Μαρτίου ο Πανουργιάς ύψωσε επαναστατική σημαία στα Σάλωνα (Άμφισα), την επόμενη ο Δήμος Σκαλτσάς στο Λιδορίκι και στις 29 Μαρτίου ο Αθανάσιος Διάκος στη Λιβαδειά. Στην 1η Απριλίου ο Βασίλης Μπούσγος, μετά διαταγή του Διάκου, απελευθέρωσε και τη Θήβα. Ακολούθησε στις 8 Απριλίου η απελευθέρωση της Λαμίας και στις 10 Απριλίου των Σαλώνων.
Στις 10 Απριλίου 1821, στην Κωνσταντινούπολη συλλαμβάνεται και απαγχονίζεται στο Πατριαρχείο, ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ μαζί με πολλούς προκρίτους. Στις 17 Απριλίου, στην Τριπολιτσά, κρατούνται όμηροι πολλοί πρόκριτοι και αρχιερείς του Μοριά. Ακολουθεί στις 25 Απριλίου η ήττα των Ελλήνων στο Άργος και ο θάνατος του γιου της Μπουμπουλίνας, Γιάννη Γιάννουζα.
Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας για την πολιορκία της Τριπολιτσάς, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης οργάνωσε στρατόπεδα στα υψώματα γύρω από την πόλη. Έτσι στα μέσα Απριλίου οχύρωσε και τέσσερις λόφους δίπλα στο Βαλτέτσι. Ενώ οι Έλληνες πολιορκούσαν τους Τούρκους στον Ακροκόρινθο και στην Τριπολιτσά, ο Χουρσίτ πασάς βρισκόταν στα Γιάννενα πολεμώντας τον Αλή-πασά. Ανησύχησε όμως για την έκβαση της εξέγερσης στον Μοριά και τη Στερεά Ελλάδα κι έτσι απέστειλε ισχυρό στράτευμα με τον Κιοσέ Μεχμέτ για να διαλύσει τους επαναστατημένους. Ο Κιοσέ Μεχμέτ χώρισε το στρατό του σε δυο τμήματα. Το ένα με επικεφαλής τον ίδιο και τον Ομέρ Βριόνη κατευθύνθηκε στην ανατολική Στερεά Ελλάδα και το άλλο με τον κεχαγιάμπεη Μουσταφά ή Μουσταφά-μπέη και 3.500 Αλβανούς στη δυτική. Και τα δυο στρατεύματα, αφού θα κατέπνιγαν κάθε επαναστατική εστία στον δρόμο τους, είχαν τελικό προορισμό τους την Τριπολιτσά.
Μετά τη συνδυασμένη κάθοδο των Τούρκων στη Ρούμελη υπό τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσέ-Μεχμέτ πασά σε μια άνιση μάχη στις 23 Απριλίου 1821, στη γέφυρα της Αλαμάνας, συλλαμβάνεται τραυματισμένος και τελικά ανασκολοπίζεται την επόμενη ημέρα στη Λαμία, ο Αθανάσιος Διάκος. Μετά τον θάνατο του Διάκου έγινε προσπάθεια ανασύνταξης των επαναστατών αλλά και αυτή διαλύθηκε από τον Ομέρ Βρυώνη. Η κατάσταση έγινε κρίσιμη. Ο Ομέρ Βρυώνης πιστεύοντας ότι θα μπορούσε να προσεταιρισθεί μισθοφορικά Έλληνες αρματολούς για την καταστολή της Επανάστασης στην Πελοπόννησο, δεν κατευθύνθηκε τότε στον Ισθμό. Αναζήτησε τον παλιό γνώριμό του από το αρματολίκι που του είχε παραχωρήσει ο Αλή πασάς, Οδυσσέα Ανδρούτσο. Μετά την αποστασία του Αλή πασά, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος εγκατέλειψε το αρματολίκι του και πήγε στα Επτάνησα. Στον ξεσηκωμό βρισκόταν στην Πάτρα και με πλοίο πέρασε στο Γαλαξίδι όπου συναντήθηκε με τον Γκούρα. Ο Ομέρ Βρυώνης του ζήτησε να συναντηθούν στη Γραβιά και έταξε στον Ανδρούτσο, σε περίπτωση συνεργασίας τους, την οπλαρχηγία ολόκληρης της ανατολικής Ελλάδος. Φαινόταν έτσι ότι ο Ομέρ Βρυώνης σκόπευε μετά τη συνάντησή τους να περάσει στον Μοριά από το Γαλαξίδι, αντί για τον Ισθμό. Ο Ανδρούτσος όμως μαζί με τους Δυοβουνιώτη, Πανουργιά και Χρήστο Κοσμά Σουλιώτη αποφάσισαν να δράσουν.
Ο Ομέρ Βρυώνης, στις 7 Μαΐου, αφήνοντας στα νώτα του τον Κιοσέ Μεχμέτ, με 9.000 στρατιώτες κατευθύνθηκε για τη Γραβιά. Ο Ανδρούτσος είχε ταμπουρωθεί στο χάνι. Οι άλλοι οπλαρχηγοί στις δυο πλευρές του δρόμου. Φθάνοντας οι Τουρκαλβανοί σκόρπισαν τους λιγοστούς Έλληνες που βρίσκονταν στο δρόμο και κατευθύνθηκαν στο χάνι. Μετά όμως, την άρνηση του Ανδρούτσου για συνεργασία και τον φόνο του απεσταλμένου δερβίση από τον ίδιο τον Ανδρούτσο, η μάχη ξεκίνησε. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ήταν ο θριαμβευτής. Αφού σκότωσαν 300 Τούρκους, λίγο πριν φθάσουν ενισχύσεις με κανόνια, ο Ανδρούτσος, ο Γκούρας και οι άνδρες τους αποχώρησαν τα μεσάνυχτα κι εξαφανίστηκαν στο σκοτάδι. Την επόμενη ημέρα το χάνι ισοπεδώθηκε. Η αξία αυτής της μάχης στην Γραβιά ήταν μεγάλη για την εξέλιξη του αγώνα, αφού αφ’ ενός μεν, κλόνισε το ηθικό των Τούρκων, αφ’ ετέρου δε, καθυστέρησε την κάθοδο στην Πελοπόννησο ενός πολύ ισχυρού στρατού.
Από τη δυτική πλευρά, ο Μουσταφά-μπέης ξεκίνησε από τα Γιάννενα και κατά την κάθοδό του προς την Τριπολιτσά εξόντωσε όποια επαναστατική εστία βρήκε μπροστά του. Χωρίς απώλειες, έφτασε στο Αντίρριο και από εκεί στο Μοριά. Πέρασε από την Πάτρα, στις 15 Απριλίου ανακατέλαβε τη Βοστίτσα. Την κατάληψη της πόλης ακολούθησαν σφαγές και δηώσεις. Στη συνέχεια, παρακάμπτοντας τα Καλάβρυτα, έφτασε στην Κόρινθο, λύοντας την πολιορκία του Ακροκορίνθου και αφού ενίσχυσε την εκεί φρουρά, πέρασε στα Δερβενάκια. Από εκεί κατέβηκε στο Άργος, λύοντας την πολιορκία του και ερημώνοντας την περιοχή και τελικά μπήκε θριαμβευτικά στην Τριπολιτσά στις 6 Μαΐου του 1821. Ο Κολοκοτρώνης όμως φαίνεται ότι τον άφησε σκόπιμα να μπει στην πόλη ανενόχλητος γιατί ήθελε να έχει τους αντιπάλους του συγκεντρωμένους μέσα στην πόλη.
Το στρατόπεδο στο Βαλτέτσι ήταν μια μεγάλη απειλή για τον κεχαγιάμπεη Μουσταφά. Έτσι αποφάσισε να κινηθεί εναντίον του με ισχυρές δυνάμεις και αφού σκορπίσει τους επαναστατημένους να κατέβει στη Μεσσηνία και στη Λακωνία για να καταστείλει και εκεί την Επανάσταση. Στα κλειστά ταμπούρια που κατασκευάστηκαν στο Βαλτέτσι, ήταν οχυρωμένοι από τις 10 Μαΐου οι Κυριακούλης και Ηλίας Μαυρομιχάλης, ο Αναγνωσταράς, ο Μητροπέτροβας, ο Παπατσώνης, οι Φλεσσαίοι, οι Μπουραίοι κ.ά. Τη γενική επίβλεψη της περιοχής και τον συντονισμό των στρατοπέδων είχε ο Κολοκοτρώνης που εκινείτο συνεχώς μεταξύ Πιάνας, Χρυσοβιτσίου και Βαλτετσίου. Πράγματι στις 12 Μαΐου πέντε ισχυρά στρατιωτικά σώματα βγήκαν από την Τριπολιτσά με στόχο το Βαλτέτσι αλλά και γειτονικά ελληνικά στρατόπεδα. Το μεσημέρι ο Κολοκοτρώνης από το Χρυσοβίτσι και ο Πλαπούτας από την Πιάνα επιτέθηκαν και ανακούφισαν τους αμυνόμενους. Το ίδιο βράδυ έφθασαν ενισχύσεις από τους Γιατράκο, Βαρβιτσιώτη, Κονδάκη, Αντ. Μαυρομιχάλη ενώ ο Κολοκοτρώνης έσπασε τον κλοιό και πήγε τρόφιμα και πολεμοφόδια στα ταμπούρια. Την επόμενη ημέρα η μάχη συνεχίστηκε με την ίδια σκληρότητα και ενώ κατέφθαναν κι άλλες ενισχύσεις από τα Βέρβενα με τον Νικήτα Σταματελόπουλο και τον Γενναίο Κολοκοτρώνη, οι Τούρκοι οπισθοχώρησαν άτακτα. Μετά 23 ώρες σκληρής μάχης ο κεχαγιάμπεης διέταξε υποχώρηση ενώ ταυτόχρονα ο Κολοκοτρώνης γενική αντεπίθεση. Οι Τούρκοι τράπηκαν σε άτακτη φυγή πετώντας τα όπλα και τις σημαίες τους. 4.000 τουφέκια, 4 κανόνια και 18 σημαίες έπεσαν στα χέρια των επαναστατών. Ο Κανέλλος Δεληγιάννης γράφει για τη μάχη:
«Αυτή η ένδοξος νίκη ήταν η κρίσις της Ελληνικής Επαναστάσεως και εις αυτήν χρεωστείται η ανεξαρτησία της πατρίδος καθ’ ότι ενεθάρρυνε και εμψύχωσε τους Έλληνας».
Ο ταπεινωμένος κεχαγιάμπεης Μουσταφά, αφού δεν κατάφερε να περάσει στη Μεσσηνία, μετά μόλις πέντε ημέρες αποφάσισε να εκστρατεύσει κατά του ελληνικού στρατοπέδου στα Βέρβενα. Όμως κι εκεί αλλά και στα Δολιανά αναγκάστηκε να υποχωρήσει μπροστά στο πάθος και την αποφασιστικότητα των επαναστατών και ιδίως του Νικηταρά, που κυνηγώντας τους στα Δολιανά ονομάστηκε και Τουρκοφάγος. Ο κλοιός των επαναστατών γύρω από την Τριπολιτσά γινόταν πλέον αισθητός. Στις 24 Μαΐου, οι επαναστατημένοι Μοραΐτες με επικεφαλής τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη νικούν και στον Άγιο Βλάση της Τριπολιτσάς.