Δευτέρα, 02 Αυγούστου 2021 21:40

Διεθνές συνέδριο της Verona (Β΄ Μέρος)

Γράφτηκε από τον

8 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ – 2 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1822

Β΄ Μέρος


Αρχικά, την αντιπροσωπεία που εξέλεξε η ελληνική κυβέρνηση αποτελούσαν ο Ανδρέας Μεταξάς και ο Έλληνας γιατρός και συγγραφέας Νικόλαος Πίκκολος από το Βελίκο Τύρνοβο της Βουλγαρίας. Όμως λίγο πριν την αναχώρησή τους ο Πίκκολος παραιτήθηκε, λόγω ρήξης με τους αδελφούς Κουντουριώτη αφού επιθυμούσε να έχει αυτός την ηγεσία της επιτροπής και τη θέση του πήρε ο Γάλλος φιλέλληνας Jean-Philippe-Paul Jourdain, πρώην πλοίαρχος του γαλλικού ναυτικού. Οι Έλληνες αντιπρόσωποι αναχώρησαν για την Ιταλία με προορισμό τη Βερόνα στις 29 Σεπτεμβρίου και αφού έφθασαν στην Ανκόνα στις 24 Οκτωβρίου, παρέμειναν στο εκεί λοιμοκαθαρτήριο μέχρι τις 3 Νοέμβρη. Εκείνη την εποχή είχε συγκεντρωθεί στην Ανκόνα σημαντικός αριθμός ορθοδόξων προσφύγων. Μεταξύ αυτών, περίπου 600 Έλληνες πρόσφυγες ήταν συγκεντρωμένοι σε καταυλισμό στο λοιμοκαθαρτήριο του λιμανιού της Ανκόνα. Στις 3 Νοέμβρη, από εκεί απευθύνθηκαν στις προξενικές αρχές ζητώντας την άδεια να αναχωρήσουν για τη Βερόνα:
« Μετά δικαίας εμπιστοσύνης σπεύδομεν να υποβάλλωμεν τη Υμετέρα Μεγαλειότητι το πρακτικόν της ελληνικής κυβερνήσεως.
Το ελληνικόν έθνος πέποιθεν, ότι δύναται να δικαιολογήση λαμπρότατα τα διαβήματά του και την ενεστώσαν αυτού κατάστασιν, δια των ιερών και απαραγράπτων δικαιωμάτων και των αναντιρρήτων αιτιολογιών του, εναντίον πάσης συκοφαντίαςδι’ ης ετόλμησαν να αμαυρώσωσιν αυτό ένεκα της κατά της τυραννίας αντιστάσεως, και των ευγενών αυτού αγώνων προς απόσεισιν του σκληροτέρου της δουλείας ζυγού.
Θέμενον το δίκαιον αυτού υπό την προστασίαν της ενδόξου σημαίας του σταυρού, επιθυμεί να υποβάλλη και την πολιτικήν του τύχην εις τε την θρησκείαν και την ευθυκρισίαν των χριστιανικών δυνάμεων.
Η Πρόνοια ηυδόκησε να στεφανώση δια της λαμπροτέρας επιτυχίας τους πολεμικούς του αγώνας. Εις τους βασιλείς δε της γης απόκειται πλέον ίνα στερεώσωσι την πολιτικήν αυτού ύπαρξιν υπό δυναστείαν πιστεύουσαν τω Ευαγγελίω.
Το ελληνικόν έθνος μεγάλη τη φωνή απαιτεί πατρίδα, θρόνον, και δικαιώματα υπάρξεως και ιδιοκτησίας, υπό νόμους σοφούς και μονίμους.
Επισήμως δε ενώπιον Θεού και όλων των ηγεμόνων της χριστιανοσύνης διακηρύττει, ότι προτιμά μάλλον να εξολοθρευθή, παρά να υποβληθή εις ουδεμίαν σχέσιν, υφ’ οιονδήποτε τίτλον, μετά του βαρβάρου άρπαγος των ιερωτέρων αυτού δικαιωμάτων.
Επομένως εν ονόματει του ελληνικού έθνους, ζητούμεν, ίνα μας επιτραπή η ενώπιον της Συνόδου μετάβασις, προς εκπλήρωσιν των καθηκόντων της ημετέρας αποστολής.
Η δικαιοσύνη της ημετέρας Μεγαλειότητος, σύμφωνος τη λαμπρά αυτής μεγαλοψυχία θέλει ίδει εν τη αιτήσει ταύτη την ειλικρίνειαν και την νομιμότητα συνηνωμένας τω βαθυτάτω σεβασμώ, μεθ’ ού έχομεν την τιμήν όντες,
Της υμετέρας Μεγαλειότητος κλπ….
Οι αντιπρόσωποι της ελληνικής κυβερνήσεως.
Εν Αγκώνι, τη 3η Νοεμβρίου 1822».
Ανάλογη αναφορά απεύθυναν και στον πάπα Πίο Ζ΄:
«Παναγιώτατε Πάτερ.
Επί τέσσαρας αιώνας το ελληνικόν έθνος εδοκίμασε τα δεινά του μαρτυρίου…,
…. Η Πρόνοια διηύθυνε τα βήματα ημών προς την χώραν της υμετέρας παναγιότητος· προβλέποντες δε άλλως τε και , ότι ένεκα του μάκρους της καθάρσεως δεν θέλομεν δυνηθή να φθάσωμεν εις την συνέλευσιν προ της ενάρξεως αυτής, και μάλιστα φοβούμενοι μήπως συνεπεία των εκ προκαταλήψεως παραδεδεγμένων αρχών δεν μας επιτραπή η εις Βερώνην μετάβασις, λαμβάνομεν την ελευθερίαν να επικαλεσθώμεν, μετά του βαθυτέρου σεβασμού, το έλεος και την φιλανθρωπίαν της υμετέρας παναγιότητος, όπως καταδεχόμενηδιαβιβάση εις τους συνερχομένους ηγεμόνας τα επισυννημένα έγγραφα, συνοδεύουσα αυτά και δια της ισχυράς αυτής μεσολαβήσεως…..
…Λαμβάνομεν την τιμήν να επισυνάψωμεν και επιστολήν διευθυνομένην προς την υμετέρα μακαριότητα υπό της ελληνικής κυβερνήσεως, ήτις μαρτυρούσα όλων την ευγνωμοσύνην, επικαλείται την ιεράν Υμών επέμβασιν….
…. Όργανα της νομίμου και καθολικής θελήσεως του ελληνικού έθνους, εξετιθέμεθα την δύσκολον εντολήν, μεθ’ ης επεφορτίσθημεν. Μένει δε η επιθυμία του να λάβωμεν την τιμήν και γονατίσωμεν προ της υμετέρας παναγιότητος, προς απόλαυσιν της ιεράς αυτής ευλογίας.
Εκ του λοιμοκαθαρτηρίου του Αγκώνος, τη 3η Νοεμβρίου 1822.
Οι απεσταλμένοι, κλπ…».
Όμως η άδεια δεν δόθηκε και ο Μεταξάς με τον Jourdain παρέμειναν αναγκαστικά στην Ανκόνα. Από τον καταυλισμό της Ανκόνα, η επιτροπή προσπάθησε και πάλι να επιτύχει την παρουσία της στη Βερόνα και να συνεργαστεί με τον πάπα Πιο Ζ´. Ο ογδοντάχρονος πάπας όμως, μετά από τις έντονες πιέσεις του Μέττερνιχ και αφού εν τω μεταξύ είχε φθάσει και από το συνέδριο της Βερόνα η άρνηση για την εκεί παρουσία της ελληνικής επιτροπής, δεν δέχτηκε σε ακρόαση την ελληνική αντιπροσωπεία. Και όχι μόνον αυτό. Το συνέδριο, στις 29 Νοεμβρίου 1822, λίγες μόνο ημέρες πριν τη λήξη του, απαίτησε από τον πάπα να διώξει την επιτροπή και από την Ανκόνα. Τότε ο Ανδρέας Μεταξάς στέλνει κι άλλη επιστολή στους συνέδρους:
«Αν μας αποβάλητε θέλομεν τραπή προς τον ουράνιον κριτήν και θα νικήσωμεν ή θα αποθάνωμεν... Ο Αγών διεξάγεται υπό την ένδοξον σημαίαν του Ιησού Χριστού, του λυτρωτού του ανθρωπίνου γένους, του στέφοντος δια λαμπροτάτων επιτυχιών τα πολεμικά έργα των Ελλήνων, οίτινες ουδέν άλλο αιτούνται παρά των επιγείων βασιλέων ή την ασφάλειαν της πολιτικής αυτών υπάρξεως υπό δυναστείαν πιστήν εις το Ευαγγέλιον... Αιτούμεν μεγαλοφώνως Πατρίδα και Θρόνον και δικαιώματα υπάρξεως υπό νόμους σοφούς και μονίμους».
(Η επιστολή του Μεταξά διαβάστηκε ανεπίσημα από τον καρδινάλιο Consalvi, στον βασιλιά της Πρωσίας (Friedrich-Wilhelm III) που βρισκόταν τότε στη Ρώμη).
Οι αρχές τους ειδοποίησαν ότι δεν θα τους χορηγήσουν διαβατήρια για τη Βερόνα, κι ο Μεταξάς απέστειλε δυο νέα έγγραφα. Ένα στο συνέδριο κι ένα προς τον καρδινάλιο Consalvi, υπουργό και γραμματέα επικρατείας του Βατικανού.
« Προς τους υπουργούς των εν Βερώνη δυνάμεων.
Λαμβάνομεν την τιμήν να διευθύνωμεν τη Υμετέρα εξοχότητι, δια τον σεβαστόν υμών κυριάρχην, διπλούν αντίγραφον της πράξεως της προσωρινής κυβερνήσεως της Ελλάδος. Δις εζητήσαμεν την άδειαν ίνα μεταβώμεν εις Βερώνην, προς εκπλήρωσιν των καθηκόντων, τα οποία η ημετέρα αποστολή επιβάλλει, και παρουσιάσωμεν εις τους σεβαστούς κυριάρχας το πρωτότυπον της πράξεως της ελληνικής κυβερνήσεως.
Ουδεμίαν όμως λαβόντες απάντησιν, και οφείλοντες να δίδωμεν λόγον παντός ημών διαβήματος, ενομίσαμεν αναγκαίον ίνα και αύθις επαναλάβωμεν την απαίτησίν μας, επιστέλλοντες νέον αντίγραφον της πράξεως της ελληνικής κυβερνήσεως, με την ελπίδα, ότι οι σύμμαχοι μονάρχαι θέλουσιν επινεύσει όπως μας επιτρέψωσι την ζητουμένην άδειαν, ή τουλάχιστον διαβιβάσωσιν Υμίν επίσημον απάντησιν δια των υπουργών αυτών.
έχομεν την τιμήν κλπ…
Οι απεσταλμένοι.
Εν Αγκώνι, τη 16 Δεκεμβρίου 1822».
Και η επιστολή προς τον καρδινάλιο Consalvi:
« Προς την Αυτού Εξοχότητα τον καρδινάλιον Γονζάλβην, υπουργόν, γραμματέα της Επικρατείας της Αυτού Παναγιότητος.
Καθ’ ήν στιγμήν καταθέτομεν εις τους πόδας των σεβαστών χριστιανών ηγεμόνων, των συνελθόντων εν Βερώνη, δεύτερον αντίγραφον της πράξεως της εν Ελλάδι προσωρινής κυβερνήσεως, ηθέλομεν φανή επιλήσμονες των ιεροτέρων καθηκόντων, εάν μη εσπεύδομεν ν’ αποστείλωμεν παρόμοιον και προς την υμετέραν εξοχότητα ίνα υποβληθή εις την Αυτού Παναγιότητα, τον κοινόν πατέρα των πιστών, και αρχηγόν της χριστιανικής θρησκείας.
Εκ της πράξεως ταύτης η Αυτού Παναγιότης θέλει ίδει, ότι όλοι οι Έλληνες σταθερώς αποφασίσαντες να διατηρήσωσι τα δίκαια αυτών και την θρησκείαν του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, εισίν άξιοι της τε προστασίας, και της αποστολικής αυτού ευλογίας·
Λαμβάνομεν την τιμήν κλπ…».
Οι απεσταλμένοι.
Εν Αγκώνι, τη 16 Δεκεμβρίου 1822».
Όμως ούτε και αυτά τα έγγραφα απαντήθηκαν αφού το συνέδριο είχε λήξει στις 2 Δεκεμβρίου. Έτσι, η ελληνική αντιπροσωπεία δεν παρουσιάστηκε στο συνέδριο. Η αποστολή της όμως κρίνεται επιτυχημένη αφού μπορεί να μην ακούστηκε εκεί ελληνική φωνή, η διακήρυξη όμως διαβάστηκε! Το συνέδριο, στις 2 Δεκεμβρίου 1822, καταδίκασε την ελληνική επανάσταση και απάντησε στη διακήρυξη:
«Μέγα πολιτικόν γεγονός εξερράγη περί τα τέλη της τελευταίας συνελεύσεως (σ. το συνέδριο του Λάιμπαχ). Ο,τι το ανατρεπτικόν των κοινωνιών πνεύμα ήρχισεν εν τη δυτική χερσονήσω, ό,τι εδοκίμασε να πράξη εν τη Ιταλία, το κατώρθωσεν εις τας ανατολικάς εσχατιάς της Ευρώπης. Καθ' ον καιρόν κατευνάσθησαν αι εν τοις βασιλείοις της Νεαπόλεως και της Σαρδηνίας στρατιωτικαί επαναστάσεις διά της δυνάμεως, ερρίφθη ο επαναστατικός δαυλός εν μέσω της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι άνακτες, έχοντες σταθεράν απόφασιν ν' απωθήσωσι την αρχήν της επαναστάσεως καθ' οποίον μέρος και εν οποία μορφή και αν εφαίνετο, έσπευσαν να την καταδικάσωσιν εκ συμφώνου, ασχολούμενοι δε αμεταθέτως εις το έργον της κοινής φροντίδος των, αντέκρουσαν παν ό,τι εδύνατο να τους παρεκτρέψη της οδού των. Αλλ' ακούοντες και την φωνήν της συνειδήσεως και του ιερού χρέους συνηγόρησαν υπέρ των θυμάτων ασυνέτου και εγκληματικού επιχειρήματος. Αι πολλαί και φιλικαί των πέντε αυλών προς αλλήλας διακοινώσεις διαρκούσης της εποχής ταύτης, μιας των σημαντικωτέρων της συμμαχίας των, έφεραν εις σύμπνοιαν όλας ως προς το ζήτημα της Ανατολής, απέκειτο δε εις την εν Βερώνη συνέλευσιν να καθιερώση και επιβεβαιώση τα ορισθέντα. Αι δε σύμμαχοι της Ρωσίας αυλαί ελπίζουν ότι διά των κοινών προσπαθειών θα εξομαλυνθούν τα μέχρι τούδε εμπόδια διά την ευόδωσιν των ευχών αυτών».
Παρά την καταδίκη της Επανάστασης και μόνος ο χαρακτηρισμός «μέγα πολιτικό γεγονός» της απάντησης στη διακήρυξη αναγνωρίζει τη σπουδαιότητα του θέματος. Το Ελληνικό ζήτημα εισήχθη σε ιδιαίτερες συσκέψεις στο συνέδριο από τον τσάρο, προκειμένου να διατυπωθεί μια τελική και σαφής θέση της Ιερής συμμαχίας απέναντι σ΄ αυτό. Ο τσάρος Αλέξανδρος Α΄ Παύλοβιτς, τουλάχιστον δημόσια, είχε αποστασιοποιηθεί από το ζήτημα από τη στιγμή που και ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ είχε αφορίσει όλους όσους συμμετείχαν στην επανάσταση. Ο απαγχονισμός όμως του Πατριάρχη αλλά και οι διώξεις των χριστιανών που ακολούθησαν επιδείνωσαν τις ρωσο-τουρκικές σχέσεις και με το ρωσικό διάβημα του Ιουλίου 1822 και την διακοπή των διπλωματικών σχέσεων η κατάσταση οδηγείτο σε πολεμική σύγκρουση. Έτσι ο καθορισμός της στάσης της Συμμαχίας κυρίως απέναντι στο ρωσο-τουρκικό ζήτημα αλλά και στον επαναστατικό αγώνα των Ελλήνων ήταν απαραίτητος.
Μετά τις συνομιλίες που είχαν προηγηθεί στη Βιέννη μεταξύ Αυστρίας και Ρωσίας, δηλαδή του Μέττερνιχ και του τσάρου Αλέξανδρου Α´, η αντιμετώπιση του Ελληνικού ζητήματος, που εσκεμμένα δεν είχε αναγραφεί στην ημερήσια διάταξη του συνεδρίου, ήταν ρωσο-τουρκική διαφορά και έπρεπε να συζητηθεί σε ιδιαίτερες συσκέψεις. Στις 9 Νοεμβρίου υπογράφτηκε πρωτόκολλο που καθόριζε τους όρους για την επανάληψη των διπλωματικών σχέσεων των δύο χωριών, Ρωσίας και Τουρκίας. Στους όρους αυτούς υπήρχε η υποχρέωση της Πύλης να αρχίσει διαπραγματεύσεις με τη Ρωσία και τους συμμάχους για τις εγγυήσεις που θα έπρεπε να δοθούν στους Έλληνες ή να επιδείξει πράξεις οι οποίες θα βεβαίωναν ότι σέβεται τη χριστιανική θρησκεία και επιθυμεί την αποκατάσταση ειρήνης στην Ελλάδα. Επίσης η Πύλη έπρεπε να δηλώσει στη Ρωσία την πρόθεσή της για εκκένωση των παραδουνάβιων ηγεμονιών και τον διορισμό οσποδάρων. Τέλος να ανακαλέσει τα μέτρα για τη ναυτιλία ώστε να επιτρέπεται ελεύθερα για τα πλοία όλων των κρατών, ο διάπλους των στενών της Κωνσταντινούπολης.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή μόνο η Αγγλία είχε εναντιωθεί επίσημα στην Ελληνική Επανάσταση. Και ο λόγος ήταν βέβαια σαφής αφού το μόνο που την ενδιέφερε ήταν η επικυριαρχία της στα Επτάνησα. Η ανάγνωση της ελληνικής διακήρυξης στο συνέδριο της Βερόνα ήταν και η αιτία της αμφισβήτησης της αυθεντίας του μισέλληνα Αυστριακού Κλέμενς Μέττερνιχ. Ο προβληματισμός που επέφερε στους συνέδρους η ´χριστιανική διατύπωση’ των κειμένων των «ικετηρίων εγγράφων» των επαναστατημένων αλλά και το φιλελληνικό κλίμα που είχε αρχίσει να φουντώνει στην Ευρώπη, κυρίως μετά τη σφαγή της Χίου, αποδυνάμωσαν την Ιερή συμμαχία, η οποία μετά τη Βερόνα δεν συγκάλεσε άλλο συνέδριο τουλάχιστον υπό πλήρη σύνθεση.
Η ελληνική αντιπροσωπεία συνέχισε να παραμένει υπό περιορισμό στην Ανκόνα. Εκεί φαίνεται ότι είτε μετά από υπόδειξη της παπικής αυλής ή πρόταση του Jourdain η ελληνική κυβέρνηση έπρεπε να κάνει μεγαλύτερες θυσίες για να ελπίζει στην παπική αρωγή. Έτσι η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να στείλει μια νέα επιτροπή στη Ρώμη με τους Παλαιών Πατρών Γερμανό και Γεωργάκη Μαυρομιχάλη με την εντολή να ζητήσουν τη συνδρομή της παπικής αυλής με αντάλλαγμα ακόμα και αυτήν την ένωση των δύο εκκλησιών! Όμως αφού, μετά από περιπετειώδες ταξίδι περίπου 50 ημερών λόγω θαλασσοταραχής, έφθασαν και οι νέοι αντιπρόσωποι στην Ανκόνα, απαγορεύθηκε και σε αυτούς η έξοδος από την Ανκόνα και φυσικά η μετάβασή τους στη Ρώμη. Η επιρροή του Μέττερνιχ στον πάπα ήταν σαφής.