Μετά την πτώση του Ναυπλίου και μετά από πληροφορίες για ενδεχόμενη νέα τουρκική εισβολή στην Πελοπόννησο, το «Εκτελεστικόν» από την Ερμιόνη, εξέδωσε προκήρυξη στις 29 Δεκεμβρίου 1822, με την οποία προσπαθεί να συγκινήσει τους Έλληνες για να αμυνθούν και να συνεισφέρουν χρήματα για τον στόλο:
ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΙΟΙΚΗΣΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Προς απαξάπαντας τους κατοίκους της Πελοποννήσου.
Η Διοίκησις, κατά το χρέος της δεν έλλειψε πάντοτε να προειδοποιή προς όλους πολεμικούς καί πολιτικούς, καί δια ιδιαιτέρων γραμμάτων καί δια προκηρύξεων, τους κατά καιρόν σκοπούς καί κινήματα του εχθρού καί όσαις φοραίς εισακούσθη, καθώς πέρισυ, όταν έγινε το δεσπάρκο των εχθρών εις τας παλαιάς Πάτρας, επρολάβαμεν τον κίνδυνον, εματαιώσαμεν τα σχέδια του τυράννου εκτυπήσαμεν τον εχθρόν, εφυλάξαμεν την Πατρίδα, εδοξάσθησαν οι πολεμικοί μας, καί εφημίσθημεν κοντά εις όλα τα γένη. Όσαις δε φοραίς δεν εισακούσθησαν αι συμβουλαί της Διοικήσεως, καθώς την περασμένην άνοιξιν, όπου με προκηρύξεις, με συμβουλάς, με γράμματα σας επροσκάλεσεν οι Διοίκησις να εκστρατεύσητε κατά των εχθρών, να εβγήτε εις την ‘Ρούμελην, καί τους εκεί αδελφούς μας να σώσητε, καί την Πελοπόννησον να φυλάξητε, είδατε εις ποίον μέγαν κίνδυνον κατηντήσαμεν. Οι εχθροί αγγεληδόν εμβήκαν εις την Πελοπόννησον, καί δια περισσοτέραν ατιμίαν μας, χωρίς να απαντήσωσι πουθενά τουφέκι, εξουσίασαν αρκετόν μέρος της Πατρίδας, καί μας άρπαξαν από τας χείρας μας την Κόρινθον, το προπύργιον της Πελοποννήσου καί το Ναύπλιον, το οποίον ήτο σχεδόν εις την εξουσίαν μας, καί δια την αταξίαν καί την ταραχήν, ώ της ατιμίας μας, τριάκοντα μόνον καί εννέα Τούρκοι εσκόρπισαν την πολυάριθμον πολιορκίαν του Ναυπλίου. Ταύτα γεννά η αταξία, ταύτα γίνονται, όταν εν καιρώ πολέμου, μένουν ανέτοιμοι οι άνθρωποι, ως εις καιρόν ειρήνης· καί τί εκ τούτων, φυσικόν ιδίωμα είναι των ανθρώπων εις τας δυστυχίας να πασχίζη καθείς να φορτώνη το σφάλμα του εις τον άλλον, καί ο μικρότερος κατηγορεί τον μεγαλύτερον, καί καθένας όλους, καί όλοι τον ένα καί γίνεται πυργοποιΐα προς αφανισμόν των αθώων, καί όλου του γένους. Καί τα μεν του καλοκαιρίου δεινά θαλάσσης καί ξηράς, με την θείαν βοήθειαν, καί όχι με ανθρώπινον δύναμιν τα απαντήσαμεν, καί τους εχαλάσαμεν, καί το Ναύπλιον εις την εξουσίαν μας πάλιν ελάβομεν αλλά τι με τούτο, μήπως εκερδήσαμεν κατά πάντα τον σκοπόν μας; Μήπως κατετροπώθη ο εχθρός; Μήπως ησφαλίσαμεν τα υπάρχοντα καί τα πλούτη μας; Όχι βέβαια! Ακόμη ήμεθα εις κίνδυνον, καί κίνδυνον μέγαν, καί τα πλούτη μας να χάσωμεν καί την δόξαν μας να αμαυρώσωμεν, καί θυσία της απρομηθείας μας να γείνωμεν, επειδή οι τώρα εν Κορίνθω πεινώντες, καί κατακρυωμένοι εχθροί, αν αφεθώσιν απολέμητοι ακόμη μερικόν καιρόν, επειδή, τις οίδε, τι τέξεται η επιούσα, δύνανται να μας βλάψωσιν όχι ολίγον· αυτοί οι οποίοι τώρα εάν κτυπηθώσιν, ίσως ζητήσωσι συνθήκας, γίνονται θηρία, αφ’ ού μάθωσι τας νέας ετοιμασίας του τυράννου
Στρατηγοί, Χιλίαρχοι, Καπεταναίοι, Στρατιώται καί πάς ο λαός της Πελοποννήσου, μάθετε, ότι τεσσαράκοντα Ορτάδες Γιανιτσαρέων, εξεστράτευσαν από Κωνσταντινούπολιν, αυτοί όθεν απερνούσιν από τα σερχάτια καί πόλεις, θέλει συνάξουν, όλους τους συστρατιώτας των, καί πλήθος θέλει καταντήσουν εναντίον μας. Εις Θεσσαλονίκην όλα τα ισνάφια δουλεύουσιν εις όσα χρειάζονται διά μέγα στράτευμα. Ό στόλος του Μεχμέτ Άλή, καί τών Όντζακείων έστάλη εις Αλεξάνδρειαν διά να φορτώση τροφάς, καί κατά τήν χρείαν νά τάς έβγάζη εις όποια παραθαλάσσια πλησιάζει τό στράτευμα, διότι ό εχθρός φαίνεται απ’ εκείνα, όπου έπαθεν, έλαβε γνώσιν, καί δεν άφίνεται πλέον, εις μόνην την ξηράν νά θρέψη τό στράτευμά του, καί νά πάθη, καθώς έπαθε πέρισυ, καί ταύτα μέν τά τού έχθρού. Ημείς δέ τί πρέπει νά κάμωμεν διά να άπαντήσωμεν αυτά, καί νά φανώμεν νικηταί καθώς ήδη δύο χρόνους; Ή Διοίκησις, καθώς έκαμε τό χρέος της τό μητρικόν, καί σάς έφανέρωσεν εκείνα, ιδού σάς συμβουλεύει καί τά αντιφάρμακα διά νά μή προφασίζησθε πάλιν, ότι έσφαλεν η παλαιά ή η νέα Διοίκησις, παρά αν κάμητε τά πρέποντα καί φυλάξει Κύριος, κακοπάθητε, νά κατηγορήτε τον ίδιον εαυτόν σας καί όχι άλλους άνωφελώς. Καί αν κάμητε τά πρέποντα νά φυλαχθήτε καί νά σωθήτε, καί τήν περιουσίαν σας νά χαρήτε, καί την δόξαν νά άπολαύσηται· καί ποια είνε αυτά, όσα πρέπει νά κάμητε; ιδού, νά άφήσητε τά τζάβαλα τών έχθρών, καί νά όρμήσητε κατά τών έν Κορίνθω τυράννων, νά τούς έξολοθρεύσητε, προτού να φθάσωσιν οι άλλοι να περάσητε εις την ‘Ρούμελην, και ν’ αγωνισθήτε μαζύ με τους εκεί αδελφούς μας, διά νά φυλαχθώσι καί εκείνοι, καί οί εχθροί να μη πλησιάσουν εις την Πελοπόννησον. Ή κ’άν είς το άναντίον, όπερ φυλάξοι Κύριος, τραβούμενοι και εκείνοι μαζύ σας να φυλάξωμεν την Πελοπόννησον· το κέντρον του ‘Ελληνικού γένους, καί διά νά φυλαχθή σιγουρότερα εύθύς χωρίς νά χάσωμεν στιγμήν άνδρες καί γυναίκες νά τρέξωμεν νά κτίσωμεν καί όχυρώσωμεν τά Δερβένια, μέ πύργους, μέ διπλά καί τριπλά ταμπούρια, νά ετοιμασθώσιν αί άναγκαίαι τροφαί, να στενογωρηθή ή πολιορκία της παλαιάς Πάτρας, νά προμηθευθώσι και ένδυναμωθώσι τά κάστρα Μονεμβασία, Νεόκαστρον και μάλιστα τό Ναύπλιον. ότι αυτό δέν τό υποφέρει ό Σουλτάνος νά το βλέπη εις τήν εξουσίαν μας, καί προς αύτό θά κάμη τάς μεγαλειτέρας όρμάς του, ή φρουρά των νά ήναι από ανθρώπους συνειθισμένους ν’ άκούωσι τον κρότον των κανονίων καί νά μή κρεμώνται έν καιρώ κινδύνου άπό τά τείχη, καί φεύγωσι, καθώς τά έπάθαμεν εις τήν Κόρινθον, καί ολίγον έλειψε νά τό πάθωμεν καί εις το Νεόκαστρον, αν δέν ευρίσκοντο εκεί κατά θείαν συνέργειαν οί τεσσαράκοντα οκτώ τακτικοί μετά του μακαρίτου Νορμάν, καί επειδή ό εχθρός κινείται καί διά θαλάσσης ανάγκη καί ημείς νά έτοιμασθώμεν νά τον άπαντήσωμεν καί έκείθεν, αλλά τούτο διά νά γίνη χρειάζονται άσπρα καί αύτά πρέπει νά τά οίκονομήσωμεν, και νά τά έχωμεν έτοιμα διά νά πλεύσωμεν τό ναυτικόν μας, καί να φυλάξωμεν καί τον Κορινθιακόν κόλπον, διά νά μή λάβωσι τροφάς οι έν Πάτρα, οί είς τά Καστέλια Ναύπακτον καί Κόρινθον εχθροί, καί να χάσωσι τήν ελπίδα των οί Αλβανοί, ότι έχουν δρόμον νά ελθωσι ν’ άρπάξωσι καί νά σκλαβώσωσιν εις τήν Πελοπόννησον.
Επειδή ό λόγος έφθασεν έως εδώ, μάθετε καί τούτο Πελοποννήσιοι, ότι (αν, μή δώσοι ό Κύριος) συμβή ή δυστυχία μας. όλος ό κόσμος θά σάς κατακρίνη, ωσάν οπού δέν ήθελήσετε νά έξοδεύσητε ολίγα διά νά φυλάξητε τά πολλά, τά τέκνα σας, τάς γυναίκας σας, τούς γονείς σας, τήν πατρίδα, τήν πίστιν καί την ζωήν σας, καί τόσον ή Διοίκησις, όσον καί ή Γερουσία, θέλει έχουν έλευθέραν τήν συνείδησίν των, επειδή ή μεν Γερουσία μέ δηλοποίησιν μάς έφανέρωσεν, ότι δέν έσύναξε περισσότερον άπό έξακοσίας χιλιάδας γρόσια, ή δέ Διοίκησις πάλιν καί αυτή διά προκηρύξεων σάς τό είπε, καί είνε έτοιμη μέ λογαριασμούς νά σάς πληροφορήση, ότι πολλά μικρά πράγματα έπληρώσατε, όσα σχεδόν μία μόνη επαρχία έπλήρωνεν εις τόν καιρόν των τυράννων, Ένώ είς την Πελοπόννησον, εδώ εις τήν Πελοπόννησον, έμειναν όλα τά πλούτη των Τούρκων κινητά καί ακίνητα, χωρίς νά άφήσητε κάν μέρος έξ αυτών, διά νά φυλαχθώσι τά πολλά καί σείς οι ίδιοι,
Έν ’Ερμιόνη τή 29 10βρίου αωκβ καί β΄ τής ’Ανεξαρτησίας.
Ο ’Αντιπρόεδρος του ’Εκτελεστικού
Αθανάσιος Κανακάρης.
Ο Αρχιγραμματεύς τής ’Επικρατείας
Μινίστρος των έξωτερ. Υποθέσεων
Θ. Νέγρης.
Από:
ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΝΤΑ ΜΕΝ ΥΠΟ ΦΩΤΙΟΥ ΧΡΥΣΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ ή ΦΩΤΑΚΟΥ πρώτου υπασπιστού του Θ. Κολοκοτρώνη ΕΚΔΟΘΕΝΤΑ ΔΕ ΥΠΟ ΣΤΑΥΡΟΥ ΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΥ Αρεοπαγίτου
Η προκήρυξη δεν είχε κάποιο αποτέλεσμα. Η ανώμαλη κατάσταση που επικρατούσε στις σχέσεις των επαναστατημένων είχε δημιουργήσει μεγάλες έριδες και αντιπαραθέσεις μεταξύ προυχόντων και στρατιωτικών, Μωραϊτών και Ρουμελιωτών, κυβερνητικών και απλού λαού. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία τριών κομμάτων. Του στρατιωτικού που ακολουθούσε τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, του κόμματος των κοτζαμπάσηδων και αυτού των μεγάλων καραβοκύρηδων που εκπροσωπούσαν οι αδελφοί Κουντουριώτη (κυρίως ο Λάζαρος και ο Γεώργιος) και ο Μαυροκορδάτος. Φυσικά το κάθε κόμμα υποστήριζε τα συμφέροντα αυτών που εκπροσωπούσε.
Οι κοτζαμπάσηδες συνήθως κρατούσαν εχθρική στάση απέναντι στην κυβέρνηση θέλοντας να κρατήσουν οι ίδιοι τα τουρκικά τσιφλίκια κάτι που ανάγκασε την κυβέρνηση να ψηφίσει, στις 26 Απριλίου 1822, νόμο που θέσπισε ότι τα τουρκικά κτήματα ήταν εθνική περιουσία. Ο νόμος δεν εφαρμόστηκε αφού οι προύχοντες δεν υπάκουσαν και εξακολουθούσαν να συμπεριφέρονται όπως και οι προκάτοχοί τους Τούρκοι. Κι επειδή ο Κολοκοτρώνης σε κάποιες περιπτώσεις συνεργάστηκε με τους κυβερνητικούς οι κοτζαμπάσηδες δεν τον αναγνώριζαν ως στρατιωτικό αρχηγό. Για αυτή την κατάσταση ο Κολοκοτρώνης γράφει στους αδελφούς Κουντουριώτη:
«…´Εχω πολλάς και μεγάλας αφορμάς δια να σας γράψω και πρωτίστως είναι το να βλέπω την πατρίδα εις κατάσταση κακήν να την βλέπω να κινδυνεύει…
Λυπούμαι όμως οπού όλη η Πελοπόννησος είναι εσχισμένη εις σχίσματα και τούτο έφερε και φέρει όλας τας δυσκολίας….
Δεν είνε, όχι τα στρατιωτικά αξιώματα η αιτία του κακού…
η αιτία είνε ότι οι Άρχοντες, όχι φιλότιμοι, ουδέ τόσον φιλόδοξοι, όσον φιλόπλουτοι (διότι ένας πλούσιος είνε ως φίλαυτος και φιλόζωος και δεν εμβάλλει τον εαυτόν του εύκολα εις κίνδυνον) κατακρατούν τα άρματα όχι δια να πολεμήσουν αλλά δια να υπερασπιστούν τα πλούτη των και κοντά εις τούτο σφετερίζονται και όλα της πατρίδος τα δικαιώματα και αύτη είναι η καθαυτό αιτία του κακού και της δυσοικονομίας. Ο σκοπός μου δεν είναι να κατηγορήσω τους άρχοντας αλλά να σας δώσω ιδέαν των εσωτερικών της Πελοποννήσου, δια να μην τ’ ακούετε διαφορετικά…»
Τη 19 Οκτωβρίου 1822 από Μύλους.
Ο πατριώτης και αδελφός
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ»
Αρχεία Λάζαρου και Γεωργίου Κουντουριώτη, τόμος Α´, σελ. 113-114.
Λίγο αργότερα, ο Κολοκοτρώνης συμμάχησε με τους κοτζαμπάσηδες.
Και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης ήταν όμως δυσαρεστημένος. Από τη μια ο Κολοκοτρώνης μετά τα Δερβενάκια είχε ονομαστεί αρχιστράτηγος και από την άλλη ο Πετρόμπεης ζητούσε από την κυβέρνηση ως φέουδο, την Εύβοια (Εύριπο):
«…ας μοί δώσωσι την Εύριπο για να πέραν τα εισοδήματά της και να ζω αξιοπρεπώς…»
Νικολάου Σπηλιάδη, Απομνημονεύματα, τομ. Α´, σελ. 285.
Κι αφού φυσικά κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να γίνει, ο Πετρόμπεης με τους Μανιάτες συνεργαζόταν αναγκαστικά με τους κοτζαμπάσηδες. Με αυτές τις συνθήκες ο εμφύλιος ήταν αναπόφευκτος.