Όμως τα απαιτούμενα έξοδα για έναν τόσο εκτεταμένο αγώνα ήταν μεγάλα και τα έσοδα σχετικά μικρά και βασίζονταν στα μηδαμινά δημόσια έσοδα, στη λαφυραγωγία και στις συνεισφορές των πλουσίων Ελλήνων. Αυτό όμως όπως ήταν φυσικό δεν μπορούσε να συνεχιστεί. Οι λαφυραγωγούμενοι Τούρκοι αποχωρούσαν και οι γενναιόδωροι Έλληνες λιγόστευαν.
Για την εξεύρεση πόρων, η κυβέρνηση που είχε προκύψει από την Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου ξεκίνησε τις διαδικασίες να βρει έσοδα από δανεισμό. Και αφού οι προσπάθειες για εσωτερικά, ακόμα και υποχρεωτικά δάνεια από τους «έχοντες» δεν απέδιδαν, άρχισε να στέλνει ανθρώπους της, κυρίως στην Ευρώπη για την εξεύρεση δανειστών και να εξετάζει ακόμα και περιπτώσεις αυτεπάγγελτων χρηματομεσιτών που κατέφθαναν στην Ελλάδα.
Έτσι όταν η τετραμελής πια ελληνική αντιπροσωπεία για το συνέδριο της Βερόνα, βρισκόταν ακόμα στην Ανκόνα, αναμένοντας την απέλασή της από το ιταλικό έδαφος και την επιστροφή στην Ελλάδα, ο Ανδρέας Μεταξάς μετά από σύσκεψη με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό αποφάσισε να στείλει τον Jean-Philippe-Paul Jourdain στο Παρίσι για την ανεύρεση εκεί δανείου. Όμως αυτός πριν αναχωρήσει, επιχείρησε να επικοινωνήσει με τον καρδινάλιο Consalvi για να συζητήσουν το ενδεχόμενο μιας συνεργασίας της ελληνικής κυβέρνησης με το τάγμα των Ιωαννιτών ιπποτών. Στις 28 Δεκεμβρίου μάλιστα, έστειλε επιστολή στον Consalvi και του ζήτησε να συναντηθούν επειδή αυτά που επιθυμούσε να συζητήσουν δεν εμπιστευόταν να τα στείλει γραπτώς. Ο Consalvi όμως αρνήθηκε, κυρίως επειδή ο Jourdain ήταν τελείως άγνωστος στο Βατικανό. Την ίδια στιγμή και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, με εντολή της κυβέρνησης, προσπάθησε να φύγει για τη Ρώμη για να συναντηθεί με τον Ποντίφικα και ενδεχομένως να παραμείνει στην παπική αυλή, με στόχο τη σύσφιξη των σχέσεων της ελληνικής κυβέρνησης με τον πάπα και το αίτημα της μεσολάβησής του για μια δανειοδότηση στην ελληνική κυβέρνηση.
Μετά την αναχώρηση του Jourdain για το Παρίσι και τουλάχιστον μέχρι στις 9 Φεβρουαρίου 1823, τα υπόλοιπα τρία μέλη της ελληνικής επιτροπής, εξακολουθούσαν να βρίσκονται στην Ανκόνα προσπαθώντας να επιτύχουν μια συνάντηση με τον πάπα. Τελικά ο Παλαιών Πατρών Γερμανός αν και δεν έγινε δεκτός στην παπική αυλή στη Ρώμη παρέμεινε στην Ιταλία τουλάχιστον για ενάμισι χρόνο, μέχρι το 1824. Εκεί περιδιαβαίνοντας είχε επαφές με σημαίνοντες πολιτικούς, στρατιωτικούς και ιερωμένους της Ελλάδας, με ομογενείς και προύχοντες στην Ιταλία, Βλαχία, Ρωσία και αλλού, με τον Καποδίστρια που βρισκόταν τότε στην Ελβετία, τον μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο στην Πίζα και άλλους. Ο Γερμανός επέστρεψε στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1824 και εγκαταστάθηκε στη Γαστούνη, αφού λόγω των συνθηκών δεν μπορούσε να εγκατασταθεί στην έδρα του, στην Πάτρα. Αμέσως μετά την επιστροφή του κι αφού είχε ήδη ξεσπάσει ο πρώτος εμφύλιος έπεσε σε δυσμένεια από την κυβέρνηση Κουντουριώτη και ήρθε σε αντιπαράθεση με τους Ρουμελιώτες του Γιάννη Γκούρα.
Στόχος της αποστολής του Jourdain στο Παρίσι, ήταν η μεσολάβησή του για την εξεύρεση δανείου για τις ανάγκες του αγώνα. Φθάνοντας στο Παρίσι ο Jourdain επιδίωξε και τελικά συνάντησε τον Raoul, δικηγόρο του τάγματος του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ. Του συστήθηκε ως απεσταλμένος της ελληνικής κυβέρνησης, εντεταλμένος για την εξεύρεση δανείου. Το τάγμα, μετά τη σαρωτική επικράτηση του Ναπολέοντα, το 1805 είχε μεταφέρει την έδρα του από τη Μάλτα στην Catania της Σικελίας και αναζητούσε νέα βάση στη Μεσόγειο. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Raoul, οι Ιππότες δέχονταν να δανειοδοτήσουν την Ελλάδα με αντάλλαγμα την παραχώρηση σε αυτούς της κυριαρχίας κάποιων νησιών του αρχιπελάγους (Ρόδος, Κάρπαθος, Αστυπάλαια) που δεν είχαν απελευθερωθεί ακόμα, και προσωρινά μέχρι να γίνει αυτό την παραχώρηση της Σχίζας και της Σαπιέντζας στη Μεθώνη και της Σύρου στο Αρχιπέλαγος. Η συμφωνία υπογράφτηκε στις 10 Ιουλίου και επικυρώθηκε στις 18 Ιουλίου 1823. Είναι εντυπωσιακοί οι όροι μιας συνθήκης που βέβαια δεν υπογράφτηκε ποτέ από την ελληνική κυβέρνηση:
ΜΥΣΤΙΚΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΡΧΟΥ ΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΗΣ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΥΔΡΑΣ
Άρθρο 1ο. Το κυρίαρχο τάγμα του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ αναγνωρίζει την ανεξαρτησία του Ελληνικού έθνους.
Άρθρο 2ο. Θα υπάρξει διαρκής συμμαχία, επιθετική και αμυντική, μεταξύ του κυρίαρχου τάγματος του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ και του ελληνικού έθνους, σε κάθε περίπτωση ή αν κάποιο από τα συμβαλλόμενα μέρη βρισκόταν ή επρόκειτο να βρεθεί σε πόλεμο με τους Μουσουλμάνους.
Άρθρο 3ο. Τα δύο συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν να αλληλοβοηθούνται με κάθε τρόπο στην επίτευξη της κοινής υπόθεσης.
Άρθρο 4ο. Επίσης υποχρεούνται να μην συνθηκολογούν με τους εχθρούς της Χριστιανοσύνης, εκτός εγκεκριμένων μεταξύ τους περιπτώσεων και μετά από αμοιβαία συμφωνία.
Άρθρο 5ο. Τα δύο υψηλά συμβαλλόμενα μέρη εγγυώνται αμοιβαία την ακεραιότητα της υφιστάμενης επικράτειάς τους, καθώς και αυτής που θα μπορούσαν να αποκτήσουν στη συνέχεια.
Άρθρο 6ο. Το κυρίαρχο τάγμα του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ, επιθυμώντας να συμβάλει με τον πιο αποδοτικό τρόπο στη στερέωση της ένωσης την οποία τα κοινά ενδιαφέροντα έχουν καθιερώσει μεταξύ των δύο κυβερνήσεων, παραιτείται από τώρα, απ’ όλα τα δικαιώματα και τις αξιώσεις που θα μπορούσε να ασκήσει στην Ελλάδα, και ειδικότερα από την κατοχή των στρατοπέδων της Εύβοιας και της Πελοποννήσου.
Άρθρο 7ο. Η ελληνική κυβέρνηση, γνωρίζοντας από την πλευρά της τη νομιμότητα των δικαιωμάτων ή αξιώσεων που δηλώνονται από το τάγμα του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ, αποδέχεται την παραίτησή του και εγγυάται, ως αποζημίωση, την πλήρη και ολική κυριαρχία και κυριότητα των νησιών της Ρόδου, της Καρπάθου και της Αστυπάλαιας, με τα εξαρτώμενα νησιά και τις ακτές, που ευρίσκονταν στην κατοχή του τάγματος του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ.
Άρθρο 8ο. Η ελληνική κυβέρνηση υποχρεώνεται να θέσει στην κατοχή του τάγματος του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ χωρίς καθυστέρηση τα προλεγόμενα νησιά και τα εξαρτώμενά τους διαθέτοντας τις απαραίτητες χερσαίες και θαλάσσιες δυνάμεις για να τα κυριεύσει αν αυτό δεν έχει ήδη γίνει.
Άρθρο 9ο. Κατά τη διάρκεια της αναμονής για την εγκατάσταση στα νησιά που σημειώνονται παραπάνω, η ελληνική κυβέρνηση παραχωρεί στην πλήρη ιδιοκτησία και κυριαρχία στο τάγμα του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ τα νησιά Σαπιέντζα και Σχίζα, με τα εξαρτώμενα νησάκια τους, που βρίσκονται στη Δυτική ακτή της Πελοποννήσου, απέναντι από την Κορώνη και τη Μεθώνη και το νησί της Σύρου στο Αρχιπέλαγος, έτσι ώστε το τάγμα να μπορεί χωρίς καθυστέρηση να διαμορφώσει τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις και τον εξοπλισμό του.
Άρθρο 10ο. Οι τίτλοι ιδιοκτησίας, οι φάκελοι και άλλα δημόσια και ειδικά έγγραφα, ή ότι άλλο, θα δοθούν στο τάγμα.
Άρθρο 11ο. Οι ιππότες του κυρίαρχου τάγματος του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ θα εγκαταστήσουν την ηγεσία του τάγματος σε ένα από τα νησιά που αναφέρονται στο άρθρο 9, μέχρι να αποκτήσουν το νησί της Ρόδου, αφού αυτό τους παρέχει μεγαλύτερη άνεση να προσφέρουν την ένοπλη υποστήριξή τους στο ελληνικό έθνος.
Άρθρο 12ο. Η Ελληνική Κυβέρνηση επίσης αναλαμβάνει να διαθέσει στο Τάγμα του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ μια χερσαία και θαλάσσια δύναμη επαρκή να εξασφαλίσει την προστασία των προαναφερθέντων νησιών, μέχρι οι Ιππότες να μπορούν να οργανώσουν τον δικό τους τρόπο άμυνας. Αυτά τα στρατεύματα θα πληρώνονται από το Τάγμα, θα διοικούνται από τους Ιππότες, όλο το χρονικό διάστημα που θα παραμένουν στην υπηρεσία του Τάγματος. Η Ελληνική Κυβέρνηση εξ’ αρχής υποχρεώνεται να τα παραχωρήσει ολοκληρωτικά ή ένα μέρει, στην πρώτη ζήτηση του Τάγματος, και στο ποσοστό που θα υποδειχθεί.
Άρθρο 13ο. Για να βοηθήσει ισχυρότερα τις ευγενείς προσπάθειες της Ελληνικής Ανεξαρτησίας, το κυρίαρχο Τάγμα του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ, επιπροσθέτως στις στρατιωτικές δυνάμεις που θα διαθέσει στον παρόντα πόλεμο, αναλαμβάνει να χορηγήσει ένα δάνειο ύψους δέκα εκατομμυρίων φράγκων αφιερωμένο στα κοινά συμφέροντα της συμμαχίας.
Άρθρο 14ο. Το κυρίαρχο Τάγμα του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ θα παράσχει με τη μορφή επιδότησης, επιπλέον από αυτό το δάνειο, τέσσερα εκατομμύρια στην Ελληνική Κυβέρνηση, με το πλεόνασμα να χρεώνεται στα έξοδα της διαμόρφωσης του Τάγματος στη Σύρο, τη Ρόδο και τα άλλα νησιά που αναφέρονται παραπάνω.
Άρθρο 15ο. Το δάνειο αυτό θα έχει ιδιαίτερη υποθήκη στο νησί της Ρόδου και αλλά που σχετίζονται με το Τάγμα, και η αποπληρωμή του θα παραμείνει αποκλειστικά στην ευθύνη του Τάγματος. Αλλά οι συμφωνίες που έγιναν μεταξύ των δύο επιφανών συμβαλλομένων μερών απαιτούν την απόλυτη μυστικότητα για την επιτυχή υλοποίησή τους, με την κατανόηση μεταξύ τους ότι το δάνειο που διαπραγματεύτηκε για λογαριασμό του Τάγματος θα γίνει φαινομενικά για λογαριασμό της Ελληνικής Κυβέρνησης.
Άρθρο 16ο. Συνεπώς, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις που αναφέρονται στο άρθρο 15, και αμέσως μετά την επικύρωση της συνθήκης, οι δυο κυβερνήσεις θα ενεργήσουν από κοινού για την επιλογή του προσώπου που θα χρεωθεί με μια φαινομενική αντιπροσώπευση της Ελληνικής Κυβέρνησης για συνάψει το δάνειο προς το συμφέρον και υπό την άμεση διεύθυνση του κυρίαρχου Τάγματος του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ.
Άρθρο 17ο. Η επιδότηση των τεσσάρων εκατομμυρίων φράγκων, την οποία ορίζει το Τάγμα του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ υπέρ της Ελληνικής Κυβέρνησης, θα καταβληθεί ισόποσα, με τη γνωστοποίηση ότι:
Το 1ο τέταρτο ή ένα εκατομμύριο θα εκταμιευθεί τη στιγμή που η Ελληνική αποστολή βγει στη θάλασσα για να αναλάβει την κατάκτηση της Ρόδου και της Καρπάθου.
Το 2ο τέταρτο θα διευθετηθεί τρεις μήνες μετά την αποβίβαση των εκστρατευτικό δυνάμεων σ’ αυτά τα νησιά.
Η 3η πληρωμή θα πραγματοποιηθεί τρεις μήνες μετά τη δεύτερη, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι οι στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον αυτών των νησιών δεν θα έχουν ανασταλεί.
Το 4ο τέταρτο, τελικά, θα εκταμιευθεί τρεις μήνες μετά την πλήρη υπαγωγή και ολική μεταφορά αυτών των νησιών στους Ιππότες.
Άρθρο 18ο. Οι επιφανείς συμβαλλόμενοι συμφωνούν ότι, σε περίπτωση που η αποκατάσταση των νησιών στους Ιππότες του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ ακολουθούσε αμέσως μετά την ολοκλήρωση αυτής της συνθήκης, η βοήθεια των τεσσάρων εκατομμυρίων φράγκων που αναφέρθηκαν παραπάνω θα εξακολουθεί να αποδίδεται σε ίσες και τριμηνιαίες δόσεις. Αλλά τότε οι πληρωμές θα πραγματοποιηθούν σε δύο μηνιαίες περιόδους, από την ημερομηνία που θα λάβει χώρα, χωρίς ενδιάμεσο χρονικό διάστημα που το Τάγμα θα κατέχει αυτά τα νησιά, μέχρι την τελική και ολική εξόφληση του καθορισμένου ποσού.
Άρθρο 19ο. Κάθε φορά που οι δυνάμεις των δύο κυβερνήσεων θα συνδυάζονται σε περιόδους πολέμου, τα τρόπαια, τα λάφυρα και οι κρατούμενοι από τους εχθρό θα ανήκουν στα στρατεύματα που θα τα έχουν καταλάβει.
Άρθρο 20ο. Η κυβέρνηση του Τάγματος θα διαπιστεύσει έναν πράκτορα στην Ελληνική Κυβέρνηση για την αντιμετώπιση των συμφερόντων του και αντίστροφα..
Άρθρο 21ο. Τα θέματα του Τάγματος, σε όλες τις εμπορικές η πολιτικές σχέσεις τους με το Ελληνικό Κράτος, θα αντιμετωπίζονται με τον ευνοϊκότερο τρόπο, και, όταν το ζητούν, όπως τα ίδια τα θέματα του Κράτους. Τα Ελληνικά θέματα θα έχουν τα ίδια πλεονεκτήματα στις χώρες που υπόκεινται στην κυριαρχία του Τάγματος.
Άρθρο 22ο. Αυτή η συνθήκη συμμαχίας, επιθετική και αμυντική, δεν μπορεί να δημοσιοποιηθεί ούτε να κοινοποιηθεί σε οποιαδήποτε Εξουσία, παρά μόνο κατόπιν συμφωνίας των δύο συμβαλλομένων μερών.
Άρθρο 23ο. Οι διατάξεις που σχετίζονται με τα λεπτομερή μέτρα και την εκτέλεση, που ενδέχεται να μην είχαν προβλεφθεί από την παρούσα συνθήκη, θα ρυθμίζονται φιλικά από τους Επιτρόπους των δύο κυβερνήσεων.
Άρθρο 24ο. Η συνθήκη αυτή θα επικυρωθεί και οι επικυρώσεις θα ανταλλαχθούν εντός δύο μηνών, η νωρίτερα αν είναι δυνατόν.
Σε μαρτυρία αυτού, εμείς οι υπογράφοντες πληρεξούσιοι, βάσει των αντίστοιχων εξουσιών μας, έχουμε υπογράψει αυτή τη συνθήκη, και στη συνέχεια τη σφραγίσαμε με τη σφραγίδα των όπλων μας.
Έγινε στο Παρίσι, 10 Ιουλίου 1823.
Ο μαρκήσιος de Marcieu. Ο μαρκήσιος de Laporte. Jourdain.
Έχοντας συμφωνήσει την προλεχθείσα συνθήκη και κάθε σημείο που περιλαμβάνεται σε αυτήν, έχουμε αποδεχθεί, εγκρίνει, επικυρώσει και επιβεβαιώσει, στο όνομα του Τάγματος, υποσχόμενου να εκπληρώσει και να τηρήσει με ακρίβεια και με θρησκευτικό τρόπο το περιεχόμενό της.
Σε μαρτυρία αυτού, υπογράψαμε αυτή την επικύρωση και βάλαμε τη σφραγίδα της Θρησκείας.
Έγινε και εκδόθηκε στο Παρίσι, στο παλάτι του μεγάλου πριγκιπάτου της Auvergne, δεκαοκτώ Ιουλίου χίλια οκτακόσια και είκοσι τρία.
O αρχιερέας της Auvergne
Ο δικαστικός επιμελητής de Lasteyrie, πρόεδρος
Σε δύο αντίτυπα:
Ιππότης, μαρκήσιος της Saints-Croix-Molay, διοικητής του Chateaunef, διοικητής του Bertrand-Molleville, διοικητής της Dienne.
Σε δύο αντίτυπα:
J. -M. Roux, σύμβουλος του Τάγματος.
(Η μετάφραση του κειμένου της Μυστικής Συνθήκης έγινε από τον συγγραφέα)