«… Την δε επαύριον ο Κολοκοτρώνης, αφήσας ολίγους συντρόφους του εν τη κώμη, μετέβη τα χαράγματα εις το προς τον Άγιον Αθανάσιον στενόν, παραφυλάττων τους αναμενόμενους εχθρούς. Οι εχθροί εφάνησαν μετ’ ολίγον ερχόμενοι και αποτελούντες μακράν γραμμήν εξ αιτίας του πλήθους των φορτωμάτων και της στενοτοπίας. Ιδόντες δε μακρόθεν ότι οι Έλληνες προκατέλαβον την δίοδον, ήλθαν έμπροσθεν όλοι οι ένοπλοι, και πλησιάσαντες εμάχοντο έξ ώρας. Αύτη ήτον η πρώτη εν τάξει μαχη της πελοποννησιακής επαναστάσεως μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, και συνεκροτήθη κατά τύχην υπό τον Πολέμαρχον της Πελοποννήσου, Κολοκοτρώνην. Οι Τούρκοι επολέμησαν γενναίως εις σωτηρίας των γυναικών και τέκνων, και εις διαφύλαξιν της περιουσίας. Οι Μανιάται διέπρεψαν επίσης πολεμούντες ολίγοι προς πολλούς· μέχρι δε της μεσημβρίας εσκοτώθησαν 15 Τούρκοι και 6 Μανιάται· επληγώθησαν και εκ των αρχηγών αυτών ο Βοϊδής, και ο Δουράκης. Οι Μανιάται καταναλώσαντες περί την μεσημβρίαν τα φυσέκιά των, αφήκαν ήν έως τότε κατείχαν θέσιν και απεσύρθησαν εις τι παρακείμενον πετρώδες ύψωμα παρά την γέφυρας του ποταμού· τινές δε εξ αυτών ανεχώρησαν συνοδεύοντες τους πληγωθέντας εις τα ίδια….»
Για το ίδιο περιστατικό με τους Φαναρίτες Τούρκους που κατευθύνονταν στην Καρύταινα για την ενίσχυση των εκεί πολιουρκούμενων ομοεθνών τους, στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής Αθηνών (τομ. 12, σελ. 94) υπάρχει ανάλογη περιγραφή:
«… Στις 29 Μαρτίου τα χαράματα φάνηκαν οι Τούρκοι να προχωρούν σε μακριά γραμμή, που το μήκος της εκτεινόταν «επί δίωρον διάστημα», όπως ο δρόμος ήταν στενός. Στη μέση είχαν τοποθετήσει τα γυναικόπαιδα και τα ζώα, και στις άκρες είχαν ταχθήκαμε οι ένοπλοι. Μόλις οι Τούρκοι αντιλήφθηκαν την ομάδα του Κολοκοτρώνη που είχε πιάσει τη διάβαση του Αγίου Αθανασίου πήραν θέση μάχης. Πεισματικά επί 6 ώρες 300 Έλληνες Μανιάτες αντιστάθηκαν στις ορμητικές εφόδους 1700 Τούρκων. «Οι Σπαρτιάτες έκαναν τότε έναν πόλεμο, που μιμήθηκαν τον Λεωνίδα» αφηγείται ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης. Μετά από 6 όμως ώρες σώθηκαν τα ελληνικά φυσέκια και οι γραμμές των Μανιατών εξασθένησαν όταν τραυματίσθηκαν οι οπλαρχηγοί τους Πιέρρος Βοϊδής Μαυρομιχάλης και Αθανάσιος Δουράκης και σκοτώθηκαν και 5-6 συμπατριώτες τους. Κατόρθωσαν τότε οι Τούρκοι να περάσουν τη δύσκολη αυτή διάβαση του Αγίου Αθανασίου και να προχωρήσουν προς τη γέφυρα του Ρουφιά (Αλφειού). Τότε ο Κολοκοτρώνης όρμησε με 20 άνδρες και πρόλαβε να καταλάβει τη γέφυρα….
….Οι Τούρκοι που κινδύνευαν να βρεθούν περικυκλωμένοι, καθώς πλησίαζαν μάλιστα και οι Πλαπουταίοι, προτίμησαν να κατευθυνθούν προς μία άλλη διάβαση του ποταμού στη θέση Χαλήλαγα, όπου πίστευαν πως εύκολα θα περνούσαν. Τα χιόνια όμως είχαν λιώσει τότε και ο ποταμός ήταν αδιάβατος…. ……Προσπαθώντας να περάσουν οι Τούρκοι και ιδίως τα γυναικόπαιδα έπαθαν μεγάλη καταστροφή. Πολλοί πνίγηκαν και άλλοι σκοτώθηκαν από τους Έλληνες αγωνιστές που τους κτυπούσαν και από τις δύο όχθες του ποταμού. Οι απώλειες των Τούρκων σε ενόπλους και γυναικόπαιδα ήταν περίπου 500 ψυχές…..
Στη μάχη αυτή, στη γέφυρα του Αλφειού, κοντά στην Καρύταινα, οι Έλληνες κέρδισαν την πρώτη μάχη του Αγώνα….».
Όμως από τη μελέτη των πηγών φαίνεται ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι. Από τον Αθανάσιο Γρηγοριάδη στο βιβλίο του «Ιστορικαί Αλήθειαι» εντοπίζουμε την πρώτη μαχη του Αγώνα να διεξάγεται στις 27 Μαρτίου στη Λιγούδιστα.
Στις 23 Μαρτίου 1821, τίποτα δεν μπορούσε να σταματήσει το αφρισμένο ποτάμι του ξεσηκωμού. Μετά την αναίμακτη παράδοση της Καλαμάτας από τους Τούρκους της φρουράς της, ακολούθησε δοξολογία στον Νέδοντα.
Μετά την Καλαμάτα και τα Καλάβρυτα, ακολούθησε ο ξεσηκωμός σε όλο τον Μοριά. Από τις 22 Μαρτίου 1821 που διακόπηκαν οι επικοινωνίες, οι δρόμοι έκλεισαν και δεν λειτουργούσαν τα ταχυδρομεία. Οι Τούρκοι που κατοικούσαν μακριά από κάστρα, τρομαγμένοι από τις φήμες ότι για βοήθεια στον ξεσηκωμό των Ελλήνων «έφτασε η Φραγκιά», άφηναν τα χωριά ή τις πόλεις τους και κατέφευγαν για ασφάλεια στην Τριπολιτσά, τη Μονεμβασιά, τον Ακροκόρινθο, το Ναύπλιο, το Χλομούτσι, την Πάτρα, την Κορώνη, τη Μεθώνη και το Νιόκαστρο.
Τα νέα έφτασαν σχεδόν αμέσως και σε κάθε γωνία της μεσσηνιακής γης. Από την Κορώνη μέχρι τα Σουλιμοχώρια οι Έλληνες είχαν ξεσηκωθεί ενώ οι Τούρκοι είχαν ήδη φύγει από τις εστίες τους και είχαν ήδη καταφύγει ή κατευθύνονταν στα κάστρα ή την Τριπολιτσά. Από την άλλη πλευρά, οι για τόσα χρόνια καταπιεσμένοι Έλληνες, περισσότεροι αλλά και ανοργάνωτοι ακόμα πλευρά, οι για τόσα χρόνια καταπιεσμένοι Έλληνες, άρχισαν να τους καταδιώκουν. Τα ένστικτα οδήγησαν σε πράξεις αντεκδίκησης και ωμότητες. Το κυνήγι των Τούρκων αποσκοπούσε και στα λάφυρα. Οι Έλληνες, αφού αναθάρρησαν από τις επιτυχίες άρχισαν να συγκροτούν σε πολλά στρατηγικά μέρη, στρατόπεδα ατάκτων.
Μετά τη δοξολογία στον Νέδοντα, ο Κολοκοτρώνης με τον Παπαφλέσσα έφυγαν από την Καλαμάτα και κατευθύνθηκαν βόρεια. Επιτελικός στόχος του Κολοκοτρώνη ήταν ο αποκλεισμός και η κατάληψη της Τριπολιτσάς. Όμως υπήρχαν κι άλλες απόψεις που ζητούσαν πρώτα την απελευθέρωση της Μεσσηνίας και την κατάληψη των φρουρίων του Νιόκαστρου και της Μεθώνης. Σύμφωνα με αυτές στη συνέχεια θα ακολουθούσε η πολιορκία της Τριπολιτσάς. Τελικά επικράτησε η άποψη του Κολοκοτρώνη.
Στις 24 Μαρτίου, από τη Σκάλα όπου βρίσκονταν ο Κολοκοτρώνης και ο Παπαφλέσσας, με επιστολή-προκήρυξη κάλεσαν τους Ντρέδες της βόρειας Μεσσηνίας να συστρατευθούν στον Αγώνα και τους καλούσαν να πάρουν ενεργό ρόλο στην Επανάσταση:
«Αδελφοί κάτοικοι της Αρκαδιάς!
Η ώρα έφθασε, το στάδιο της δόξης και της ελευθερίας ηνοίχθη . τα πάντα ιδικά μας και ο Θεός του παντός μεθ' ημών έσεται . μη πτοηθήτε εις το παραμικρόν. Σεις είσθε ατρόμητοι και των προγόνων μας απόγονοι . γενικώς οπλισθήτε με ανοικτά μπαϊράκια και τρέξατε εναντίον των εχθρών της πίστεως και της πατρίδος. Εντός ολίγων ημερών φθάνομεν και ημείς με 10.000 στρατεύματα. Σεις σφαλείσατε τους Αρκαδίους Τούρκους και μίαν ώραν αρχήτερα ως λέοντες να τους ξεσχίσετε και να τους στείλετε στα τάρταρα του 'Αδου. Μην καταδεχθήτε να σας κατηγορήση ο κόσμος και η ιστορία . αλλά ν' απαθανατίσετε τα ονόματά σας και να διαμείνετε αιωνίως εις την αθάνατον δόξαν και σας ευχόμεθα υγείαν και ανδρείαν συνηνωμένοι με την ομόνοιαν και την πειθαρχίαν . τας δε πράξεις σας να μας γράφετε με πρώτον προς οδηγίαν και ησυχίαν μας.
23 Μαρτίου, πρώτον έτος της ελευθερίας.
Καλαμάτα.
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος»
Την ίδια στιγμή οι Τούρκοι της Αρκαδιάς (δηλαδή της σημερινής Κυπαρισσίας), με περίπου δυο χιλιάδες ενόπλους, είχαν ενημερωθεί για τον ξεσηκωμό των Ελλήνων από επιστολές που έλαβαν από την Τριπολιτσά αλλά και από τον Αμβρόσιο Φραντζή που τους έστειλε «ενημερωτικό» γράμμα από τα Σουλιμοχώρια. Με αυτό τους «πληροφορούσε» για τη «δήθεν» έκρυθμη κατάσταση των γειτονικών χωριών, λέγοντας ότι «…κάμποι και βουνά είναι γεμάτα με αρματωμένους». Φυσικά εννοούσε τους ντρέδες.
Οι Τούρκοι, περίπου τέσσερις χιλιάδες άτομα μαζί με τα γυναικόπαιδα, με επικεφαλής τον αγά Mustafa Basioglou και τον μπέη Molla Halil, φοβισμένοι, αποχώρησαν με τις οικογένειές τους για το Νιόκαστρο και τη Μεθώνη. Λίγο πριν αναχωρήσουν, οι Έλληνες, δήθεν φοβισμένοι, ζήτησαν από τους αποχωρούντες Τούρκους ράι, δηλαδή ένα έγγραφο πιστοποιητικό για να αποδεικνύουν την πίστη τους στην τουρκική διοίκηση.
Στις 26 Μαρτίου η Αρκαδιά καταλήφθηκε κι αυτή από τους Έλληνες αναίμακτα.
Στις 27 Μαρτίου το πρωί, οι επαναστάτες ακολούθησαν τη διαδρομή των Τούρκων. Χίλιοι οκτακόσιοι ένοπλοι, στην πλειοψηφία τους ντρέδες, με επικεφαλής τον Αθανάσιο Γρηγοριάδη και οπλαρχηγούς τους Γιαννάκη και Κωνσταντίνο Μέλιο, Δημήτρη Παπατσώρη, Παναγιώτη Ντούφα, Γεώργιο Συράκο κ.α. «κατηφόρισαν» για το Νιόκαστρο και τη Μεθώνη.
Το απόγευμα της 27ης Μαρτίου, στη Λιγούδιστα, συνάντησαν ένα σώμα εξακοσίων ενόπλων Τούρκων που επέστρεφε στην Αρκαδιά με σκοπό να ξαναπάρει την εξουσία από τους Έλληνες επαναστάτες. Η σύγκρουση στη Λιγούδιστα ήταν σφοδρή και κράτησε περισσότερο από τρεις ώρες. Ουσιαστικά ήταν η πρώτη σύγκρουση των ντρέδων με τους Τούρκους και αυτή ήταν νικηφόρα. Κατάφεραν να τους αποκρούσουν και να τους καταδιώξουν μέχρι το Νιόκαστρο.
Γράφει ο Αθανάσιος Γρηγοριάδης:
… «Κατά τας αρχάς της Ελλην. Επαναστάσεως ο αριθμός των εν Κυπαρισσία Τούρκων στρατιωτών μαχητών συνεποσούτο εις 2.000 υπό αρχηγούς τον Μολά Χαλίλ Μπέην, τον Σουλή Αγάν, τον Κασδρά Αγάν, τον Χασάν Αγά και τον Ιμβραήμ Αγάν Μπασίογλου, (ήτον δε ούτος υιός του Μουσταφά Αγά Μπασίογλου).
Πάντων γενικός αρχηγός διετέλει ο Μουσταφά Αγάς Μπασίογλου. Όλοι δε ούτοι ανεχώρησαν εκ Κυπαρισσίας μετά 4.000 γυναικοπαίδων, και τινων γερόντων, και μεταβάντες ησφαλίσθησαν εις τα Μεσσηνιακά φρούρια Νεοκάστρου και Μεθώνης. Οι Τούρκοι με ολίγους Αλβανούς ανεχώρησαν εκ Τριφυλλίας την 23 Μαρτίου του 1821 και περί ώραν 5ην της πρωίας της ημέρας εκείνης.
Η σημαία της Ελλην. Επαναστάσεως εν Τριφυλλία υψώθη το πρώτον εις την Ζούρτσαν υπό του Αθανασίου Γρηγοριάδου, ακριβώς περί ώραν 10ην π.μ. της 25ης Μαρτίου, αφού ετελέσθη παράκλησις προς τον Θεόν υπό πολλών ιερέων προς αισίαν έκβασιν του Ιερού Ελληνικού Αγώνος. Την επιούσαν, ο Αθ. Γρηγοριάδης μεθ’ όλου του Ελληνικού στρατού, κινήσας εκείθεν εισήλθεν εις Κυπαρισσίαν την 11 π.μ. ώραν με αλαλαγμούς «Ζήτω η Ελευθερία. Θάνατος εις τους Τούρκους και τουφεκισμούς κηρύξας την επανάστασιν μετά του αδελφού του Γεωργίου, του Διονυσίου Παπαθεοδώρου (προς μητρός θείου των Γρηγοριαδών), του Δημητρίου Παπατσώρη με τους υιούς του Αναγνώστην και Αδάμ, του Ιωάννης. Μέλιου, του Παναγιώτου Ντούφα, του Κωνσταντίνου Μέλιου, του Γεωργίου Συράκου και λοιπών οπλαρχηγών και προυχόντων με 1800 στρατιώτας. Ανεγνωρίσθη δε τότε γενικός στρατιωτικός αρχηγός ο Αθ. Γρηγοριάδης. Ούτος με τους λοιπούς προύχοντας συνέστησαν Τριφυλλιακάς Εφορίας, ίνα φροντίσωσι προς προμήθειαν τροφών, όπλων και πολεμοφοδίων δια το γενικόν στρατόπεδον της πολιορκίας των φρουρίων Νεοκάστρου και Μεθώνης.
Την 27 Μαρτίου του έτους 1821 περί την 6ην της πρωίας εκ Κυπαρισσίας ο Γρηγοριάδης με τον αδελφό του Γεώργιον, τον θείον του Παπαθεοδώρου, τους Παπατσωραίους και λοιπούς οπλαρχηγούς και πολλούς καπιτάνους (αξιωματικούς) μετά 1.800 Αρκαδίων οπλιτών, φέρων κυανόλευκον σημαίαν έχουσαν σύμβολον μεν την εικόνα του Αγίου Γεωργίου επιγραφήν δε τας λέξεις «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Η ΘΑΝΑΤΟΣ» επορεύετο δια να πολιορκήση τα φρούρια του Νεοκάστρου και Μεθώνης. Και φθάσας την 4ην ώραν μετά μεσημβρίαν παρά την Λιγούδισταν κωμόπολιν της Τριφυλλίας, κειμένη προς βορράν και περί τας 4 ώρας απέχουσαν εκ του Νεοκάστρου, συνήντησεν καθ’ οδόν υπέρ τους 400 Τούρκους, και 200 Αλβανούς διωκουμένους από τον Χαλίλ Μπέην , Ιμβραήμ Μπασίογλου και Σαλή Αγά, ερχομένους εις Κυπαρισσίαν προς απόκρουσιν των Ελλήνων. Εκεί δε τότε μεταξύ των Αρκαδίων και των Τούρκων και Αλβανών, συνεκροτήθη μάχη πεισματώδης καθ’ ήν 5άκις λυσσωδώς εφορμήσαντες οι Τούρκοι και Αλβανοί κατά των Αρκαδίων, ίνα τους εκτοπίσωσιν από τας θέσεις των, απεκρούσθησαν γενναίως δια συνεχούς και πυκνού τουφεκισμού. Τέλος μετά 3 ωρών μάχην πεισματώδη, ηγουμένου του γενικού αρχηγού Γρηγοριάδου σπασάμενοι τα ξίφη και τα γιαταγάνια εφώρμησαν ατρομήτως εναντίον των εχθρών, τους έτρεψαν εις άτακτον φυγήν και τους κατεδίωξαν μέχρι του Νεοκάστρου, όπου και στενώσεως τους επολιόρκησαν.
Εις ταύτην την μάχην εφονεύθησαν από τους Αρκαδίους 12 και7 επληγώθησαν, διεκρίθησαν επ’ ανδρεία ο Αθανάσιος Γρηγοριάδης και ο σημαιοφόρος αυτού Ηλίας Γαλανόπουλος, ο Ι. Μέλιος και ο Αδάμ Παπατσώρης.
Από δε τους Τούρκους εφονεύθησαν 40 και επληγώθησαν 17 και εζωγρήθησαν 5 τους οποίους ο Γρηγοριάδης έπεμψεν εις Κυπαρισσίαν.»…
Η σύγκρουση έγινε στο στενό πέρασμα ανάμεσα στην Αγορέλιτσα, τον Πύργο και τη Λιγούδιστα, στο παλιό πέτρινο γεφύρι του Σέλα λίγο βορειότερα από το κατοπινό γεφύρι του Μανούσου. Αυτό είναι φανερό από τη μελέτη των χαρτών της εποχής, των δρόμων ή των στρατών της περιοχής. Το γεωφυσικό ανάγλυφο δείχνει ότι η πλαγιά πάνω από το μικρό γεφύρι που ήταν και το πέρασμα πάνω από τον Σέλα, ήταν ιδανική θέση για ενέδρα.
Οι Τούρκοι επιτέθηκαν στους οχυρωμένους στην πλαγιά Έλληνες, πέντε φορές. Η μάχη ήταν σφοδρή και κράτησε περισσότερο από τρεις ώρες. Οι Έλληνες κατάφεραν να τους αποκρούσουν και να τους καταδιώξουν ξιφήρεις μέχρι το Νιόκαστρο.
Ουσιαστικά αυτή ήταν η πρώτη ένοπλη σύγκρουση των Ελλήνων με τους Τούρκους και ήταν νικηφόρα.
Στη μάχη και στο πέρασμα των Ντρέδων από τη Λιγούδιστα, ενσωματώθηκαν στο ένοπλο ελληνικό σώμα και Χωραΐτες αγωνιστές που ακολούθησαν και αργότερα τους Ντρέδες υπό την αρχηγία του Μήτρου Αναστασόπουλου.