Κι οι πειρατές ήταν άνθρωποι. Ρεσάλτα κι ενέδρες αλλά και παράκτια πειρατεία έκρυβαν και γι’ αυτούς πόνο και αίμα. Παρ’ ότι στα μάτια των θυμάτων τους φάνταζαν σκληροί κι ανίκητοι είχαν κι αυτοί τις αγωνίες και τις ανησυχίες της σκληροτράχηλης ζωής τους. Φυσικά είχαν και τα κρυσφύγετά τους. Ένα γνωστό πειρατικό καταφύγιο στον ελληνικό χώρο, ήταν η Γραμβούσα με το βενετικό κάστρο της, στο βορειοδυτικό άκρο της Κρήτης. Η Κρήτη είναι σταυροδρόμι των θαλάσσιων δρόμων της ανατολικής Μεσογείου και η κατοχή εδαφών της ήταν διαχρονικά μια πρόκληση για τους γειτονικούς λαούς αλλά και…. τους πειρατές. Όποιος κατείχε τη Γραμβούσα είχε την εποπτεία όλου του θαλάσσιου εμπορίου που περνούσε από το πέρασμα μεταξύ των νότιων ακτών της Πελοποννήσου και των Αντικυθήρων και των βόρειων ακτών της Κρήτης.
Η Γραμβούσα ήταν απρόσιτη και σχεδόν απρόσβλητη από κάθε είδους επιθέσεις. Οι Βενετοί, μετά την κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους το 1669, κράτησαν κι οχύρωσαν για λογαριασμό τους, την Γραμβούσα, τη Σούδα και τη Σπιναλόγκα. Έτσι κατάφεραν να διατηρήσουν μια βάση στα νερά της Κρήτης. Στη Γραμβούσα μάλιστα έχτισαν κι μια εκκλησία αφιερωμένη στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Μετά από είκοσι τρία χρόνια, το 1692, οι Βενετοί έχασαν τα τρία μικρά νησιά από τους Τούρκους. Φυσικά αυτά και κυρίως η Γραμβούσα, έγιναν και πάλι άντρα πειρατείας.
Στα πρώτα χρόνια της ελληνικής Επανάστασης, το 1823, η Γραμβούσα έγινε το πρώτο κομμάτι της Κρήτης που πάτησαν πάνω του Έλληνες επαναστάτες. Έφτασαν εκεί επίσημα, με επικεφαλής τον εκπρόσωπο της ελληνικής κυβέρνησης Μανώλη Τομπάζη. Δεν κατάφεραν όμως να το κρατήσουν. Δυο χρόνια αργότερα, το 1825, τετρακόσιοι Κρητικοί και Μωραΐτες που έφτασαν στη Γραμβούσα με επικεφαλής τους Δημήτριο Καλλέργη και Εμμανουήλ Αντωνιάδη κατάφεραν να την ελευθερώσουν ξανά. Την έκαναν βάση τους και από εκεί ενίσχυαν τα απελευθερωτικά κινήματα της Κρήτης. Ήταν η «περίοδος της Γραμβούσας». Τότε συγκεντρώθηκαν πάνω στο νησί περισσότεροι από τρεις χιλιάδες ντόπιοι επαναστάτες που λόγω και του δίχρονου αποκλεισμού επιδόθηκαν στην πειρατεία. Φυσικά οι Τούρκοι είχαν οχυρώσει τα απέναντι παράλια και παρά τον αποκλεισμό της νησίδας δεν έδειχναν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για να την καταλάβουν.
Πρώτος πειρατής της Γραμβούσας αναδείχθηκε ο απεσταλμένος της ελληνικής κυβέρνησης, επικεφαλής των επαναστατημένων Εμμανουήλ Αντωνιάδης. Αυτός για να καλύπτει τις πράξεις του έστελνε γράμματα στην Ελλάδα «διαμαρτυρόμενος» τάχα για την ανυπακοή των ανδρών του που κατέφευγαν συστηματικά στην πειρατεία. Αναφέρεται ότι μόνο το δίμηνο Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου 1827 οι πειρατές της Γραμβούσας είχαν «χτυπήσει» 81 πλοία.
Οι επαναστατημένοι που είχαν συγκεντρωθεί στο νησί όρισαν προσωρινή διοίκηση και αφού είχαν πάρει μαζί τους και τις οικογένειές τους, για τις ανάγκες των παιδιών τους ίδρυσαν και σχολείο. Κι επειδή κι οι ντόπιοι πειρατές είχαν την ανάγκη της καταφυγής στο θείο για να γαληνέψουν την ταραγμένη ψυχή τους, απέκτησαν πάνω στο νησί κι ένα δικό τους εκκλησάκι, μια δική τους, ολόδική τους Παναγία, την Παναγία την «κλεφτρίνα ή κλεφτρινή»! Την είχαν για να τους συγχωρεί για τις μεγάλες αμαρτίες τους από την πειρατική δράση τους. Πιθανώς ήταν το εκκλησάκι που είχαν χτίσει παλιότερα στη Γραμβούσα οι Βενετοί.
Αφού έφτασε όμως ο κυβερνήτης Καποδίστριας στην Ελλάδα, η πειρατική ασυδοσία στη Γραμβούσα έληξε. Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος μαζί με συμμαχικά γαλλικά και αγγλικά πλοία έφτασαν εκεί και με επτακόσιους άνδρες υπό τον Χατζημιχάλη Νταλιάνη σκόρπισαν το άντρο της πειρατείας και το νησί πέρασε στα χέρια των Άγγλων.
Ήταν 19 Ιανουαρίου του 1828.