Στις 6 Ιουνίου του 1944, η περίφημη D-DAY του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, έλαβε χώρα στις ακτές της Νορμανδίας μια γιγαντιαία πολεμική επιχείρηση, η μεγαλύτερη στο είδος της και σε όλη την ιστορική διαδρομή της ανθρωπότητας. Η Συμμαχική Απόβαση κάλυψε μέτωπο περίπου 100 χλμ. Την ημέρα εκείνη 156.000 άνδρες – 73.000 Αμερικανοί και 83.000 Βρετανοί, Καναδοί, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί (είναι χωρίς αμφιβολία η τελευταία φορά που οι Βρετανοί παίζουν στο ίδιο επίπεδο με τους Αμερικανούς) – με 1.200 πολεμικά πλοία, 10.000 αεροπλάνα, 4.126 αποβατικά σκάφη, 804 μεταγωγικά πλοία και εκατοντάδες τεθωρακισμένα άρματα αμφιβίων και άλλων αποστολών, ξεκίνησαν «την υπέρτατη μάχη», κατά το Στρατηγό Ντε Γκωλ, για την απελευθέρωση της Γαλλίας και της υπό ναζιστική κατοχή Ευρώπης. Έτσι, μέσω των 5 αιγιαλών και των 2 τεχνιτών λιμένων, παρά τις δυσχέρειες από τις καιρικές συνθήκες, κατέστη δυνατή κατά την πρώτη εβδομάδα η απόβαση 250.000 ανδρών με μέρος του υλικού τους στους δύο αμερικανικούς αιγιαλούς και άλλων 326.000 ανδρών, 24.000 οχημάτων και 104.000 τόνων υλικού στους 3 αγγλικούς αιγιαλούς.
Η επέτειος αυτή υπήρξε η αφετηρία της οριστικής κατάρρευσης του Γ΄ Ράιχ, που πιεζόμενο δυτικά από τις αγγλοαμερικανικές δυνάμεις, οι οποίες αποβιβάστηκαν στην Νορμανδία – επιχείρηση «Επικυρίαρχος» (Operation Overlord) – και ανατολικά από τη σοβιετική προέλαση, έντεκα μήνες αργότερα (11 Μαΐου 1945) οδηγήθηκε σε συνθηκολόγηση άνευ όρων.
Η ημέρα αυτή, που δυστυχώς έως σήμερα, μας είναι λίγο γνωστή στις λεπτομέρειές της, παρόλο που υπήρξε το σημείο εκκίνησης μιας μακράς πορείας μέχρι τη τελική νίκη, ανήκει σε όλους εκείνους που συμμετείχαν στην απόβαση.
Αν και η περιγραφή της μεγάλης αυτής επιχείρησης ανάγεται στην αρμοδιότητα ειδικών στρατιωτικών αναλυτών, εντούτοις, η υπενθύμιση μερικών πλευρών της, ιδιαίτερα στις ημέρες μας, είναι χρήσιμη.
Αντικειμενικός σκοπός της απόβασης ήταν να δημιουργήσει προγεφύρωμα από την Καν έως το Χερβούργο, μέσω του οποίου οι Σύμμαχοι θα περνούσαν στρατεύματα από την Μεγάλη Βρετανία στην Ηπειρωτική Ευρώπη ούτως ώστε, αφενός μεν να απελευθερωθούν οι κατεχόμενες χώρες, αφετέρου δε να ανακουφιστεί το Ανατολικό Μέτωπο από τη Γερμανική πίεση. Η επιχείρηση «Overlord» τελείωσε στις 19 Αυγούστου 1944 όταν τα Συμμαχικά στρατεύματα πέρασαν τον Σηκουάνα, με αποκορύφωμα την απελευθέρωση των Παρισίων, στις 25 Αυγούστου 1944.
Ο απολογισμός των Συμμαχικών Δυνάμεων εκτιμάται σε 226.386 θύματα, 4.101 αεροπλάνα και 4.000 τεθωρακισμένα άρματα. Οι γερμανικές απώλειες ήταν από 288.695 έως 530.000 θύματα, 2.127 αεροπλάνα και 1.500 έως 2.400 τεθωρακισμένα άρματα.
Η συμμαχική απόβαση σε Ευρωπαϊκό έδαφος αποκρυσταλλώθηκε στη Διάσκεψη της Καζαμπλάνκας, τον Ιανουάριο 1943, όταν διαπιστώθηκε ότι το κλίμα είχε εξελιχθεί πλέον έτσι που να επιτρέπει το σχεδιασμό μιας μεγάλης αποβατικής επιχείρησης στην Ευρώπη. Οι Βρετανοί πίεζαν από νωρίς για κάτι τέτοιο, αλλά οι Αμερικανοί ήταν πολύ περισσότερο επιφυλακτικοί, γιατί γνώριζαν ότι μια επιχείρηση τέτοιου μεγέθους χρειαζόταν πολύ προσεκτική προετοιμασία, για να μην καταλήξει σε τραγική αποτυχία, όπως είχε συμβεί στη Διέππη με τους Καναδούς το 1942. Έτσι αποφασίστηκε τότε ότι προείχε η κατάληψη ολόκληρης της Βόρειας Αφρικής πριν γίνει δυνατή μια απόβαση σε οποιοδήποτε σημείο της Ευρώπης.
Αρχικά συγκροτήθηκε (Δεκέμβριος 1942) μια μικτή ομάδα η οποία ονομάστηκε «COSSAC» από τα αρχικά των λέξεων «Chief of Staff to Supreme Allied Commander» (Αρχηγός Επιτελείου Ανώτατης Συμμαχικής Διοίκησης).
Όμως, μετά από πολλές προτάσεις, αποφασίσθηκε ότι η απόβαση θα λάβει χώρα στη Νορμανδία και δη σε 2 περιοχές της, την Άνω και την Κάτω. Τελικώς τα επιχειρήματα της ομάδας που συγκροτήθηκε για την επιλογή της ακριβούς θέσεως της Νορμανδίας, επεκράτησαν και επιλέχθηκαν οι περιοχές της χερσονήσου του Κοταντέν και του Καλβαντός ως οι πλέον κατάλληλες.
Ο βρετανός πρωθυπουργός, σερ Ουίνστον Τσώρτσιλ, η αδιαμφισβήτητη κορυφαία φυσιογνωμία του Πολέμου, διαβλέποντας από νωρίς ότι οι Αμερικανοί θα αξίωναν την ηγεσία της επιχείρησης Όβερλορντ, πράγμα που δεν θα μπορούσε να τους αρνηθεί, πήρε την πρωτοβουλία και πρότεινε στον Αμερικανό πρόεδρο, Φραγκλίνο Ρούσβελτ, κατά την διάσκεψη του Κεμπέκ (11 έως 24 Αυγούστου 1943), τον διορισμό Αμερικανού επικεφαλής της επιχείρησης, αγνοώντας το γεγονός, ότι είχε ήδη προτείνει, στον άγγλο επιτελάρχη σερ Άλαν Μπρουκ την ηγεσία της. Ο Ρούσβελτ, φυσικά, συμφώνησε αμέσως και, ενώ αρχικά προόριζε ως επικεφαλής τον Στρατηγό Τζορτζ Μάρσαλ, τελικά επικράτησε ο Ντουάιτ («Άικ») Αϊζενχάουερ. Ο επίσημος διορισμός του έγινε τον Ιανουάριο του 1944 και ο «Άικ» εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο δημιουργώντας το «Ανώτατο Αρχηγείο Συμμαχικών Εκστρατευτικών Δυνάμεων». Το COSSAC εντάχθηκε στο SHAEF.
Ο Στρατάρχης Αεροπορίας Σερ Άρθουρ Τέντερ ορίστηκε Υπαρχηγός του «Άικ», ο Στρατηγός Μπέρναρντ Μοντγκόμερυ αρχηγός δυνάμεων Στρατού Ξηράς, ο Στρατάρχης Αεροπορίας Σερ Τράφφορντ Λι-Μάλλορι Αρχηγός Αεροπορικών Δυνάμεων, ο Ναύαρχος Σερ Μπέρτραμ Ράμσεϊ Αρχηγός Ναυτικών δυνάμεων, ο Στρατηγός Όμαρ Μπράντλεϊ επικεφαλής 1ης Αμερικανικής Στρατιάς, ο Στρατηγός Μάιλς Ντέμπσεϊ επικεφαλής 2ης Βρετανικής Στρατιάς. Ο θρύλος του Β΄ Π.Π. Στρατηγός Τζόρτζ Πάτον τέθηκε επικεφαλής της 3ης Στρατιάς.
Από την πλευρά των Γερμανών, δύο διάσημοι στρατιωτικοί ηγήτορες, ο Στρατάρχης Γκερντ φον Ρούντστεντ ανέλαβε Γενικός Διοικητής των στρατευμάτων στο Δυτικό Μέτωπο και ο Στρατάρχης Έρβιν Ρόμελ, ως διοικητής της Ομάδας Στρατιών Β, ανέλαβε την περιφρούρηση των γαλλικών ακτών και την ενίσχυση του «Τείχους του Ατλαντικού».
Η μεγαλειώδης αυτή επιχείρηση τοποθετεί την Απόβαση της 6ης Ιουνίου 1944 στις μεγαλύτερες στιγμές της παγκόσμιας Ιστορίας, σηματοδοτούσα έκτοτε τις συνειδήσεις των ελεύθερων ανθρώπων όπου γης.
Η χώρα μας, έχοντας επιλέξει την σωστή πλευρά της Ιστορίας, ήδη από το 1940, δια των τότε ιθυνόντων της, ήταν παρούσα στο ιστορικό γεγονός της Αποβάσεως.
Συμμετείχε με δύο πολεμικά πλοία του τότε Βασιλικού Ναυτικού, με τις κορβέτες «Τομπάζης» και «Κριεζής», με πλήρωμα 155 ανδρών.
Κυβερνήτες του πρώτου Β.Π. ήταν ο πλωτάρχης Γεώργιος Παναγιωτόπουλος και του δεύτερου ο πλωτάρχης Δημήτριος Κιοσσές, μετέπειτα αντιναύαρχοι και αρχηγοί του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού.
Η ελληνική εμπορική ναυτιλία ήταν επίσης παρούσα στην Απόβαση με πέντε πλοία της, κορυφαίοι δε εκπρόσωποί της, όπως ο Σταύρος Νιάρχος και ο Φώτης Λυκιαρδόπουλος υπηρετούσαν στα μνημονευθέντα πολεμικά πλοία την ημέρα της Αποβάσεως.
* Ο Ιωάννης Θεοδωρόπουλος είναι πτυχιούχος του Ινστιτούτου Ανωτάτων Ευρωπαίκών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου.