Στη Βενετία, στο «τσέντρο στόρικο», με τα πολλά κανάλια και τις όμορφες γέφυρές τους, πλησιάζει η αλλαγή του χρόνου. Η «Γαληνότατη» ετοιμάζεται να υποδεχτεί τη νέα χρονιά. Φτιασιδωμένη για αιώνες, πάνω στη λιμνοθάλασσα με τα ελώδη νερά και τις γόνδολες, προσμένει την αλλαγή. Αν και η πόλη έχει εξοικειωθεί με τις πλημμύρες και την παλίρροια που διαχρονικά την ταλαιπωρούν, σήμερα όλοι ελπίζουν ότι δεν θα βρέξει.
Το απόγευμα, ξεκινώντας από την εμβληματική πλατεία του Αγίου Μάρκου και την πιατσέτα σε μια περιπλάνηση προς τα ανατολικά, μες’ στα σοκάκια και τα κανάλια, με προορισμό το Αρσενάλε, έρχεσαι σε επαφή με τη μακραίωνη ιστορία της πόλης των δόγηδων.
Το βενετσιάνικο Αρσενάλε (οπλοστάσιο) είναι ένα συγκρότημα κτηρίων στα πρώην ναυπηγεία και τις αποθήκες όπλων της πόλης της Βενετίας. Το Αρσενάλε, την εποχή της θαλασσοκράτειρας Βενετίας, ήταν υπεύθυνο για τον εφοδιασμό και τη συντήρηση του μεγαλύτερου μέρους της ναυτικής δύναμης της Βενετικής Δημοκρατίας, από τον ύστερο Μεσαίωνα έως την πρώιμη σύγχρονη εποχή.
Το 1684, ο Francesco Morosini με την Αρμάδα κατέβηκε στο Ιόνιο και μέσα σε περίπου δυο χρόνια κατάφερε, με τη βοήθεια και 11.000 μισθοφόρων, να ανακαταλάβει πολλές οχυρές θέσεις στη δυτική Ελλάδα αλλά και τον Μοριά. Αφού ολοκλήρωσε την κατάκτηση, ήταν φυσικό ο ενθουσιασμός των Βενετών να φθάσει στα ουράνια. Η ίδρυση του «Regno di Morea», του βασιλείου του Μοριά, έδωσε μια νέα διάσταση στον έλεγχο της Ανατολής από τους Βενετούς. Αυτοί αναγνωρίζοντας το επίτευγμα, προχώρησαν στην «αποθέωση» του «Πελοποννησιακού» Morosini.
Οι αλλεπάλληλες νίκες του στην Ελλάδα πανηγυρίστηκαν στη Βενετία και η προτομή του στήθηκε στην «αίθουσα των Δέκα» του Palazzo Ducale. Ακόμα στο μέσον του Campo dell’ Arsenale, στην ορειχάλκινη βάση για τη σημαία του Αγίου Μάρκου, ο δόγης πια, Francesco Morosini, εμφανίζεται ως άλλος Ποσειδώνας με την επιγραφή «Francisco Maurogeno Peloponnesiaco – 1693». Μπροστά στο Arsenale τοποθετήθηκε κι ένα θαυμάσιο αρχαιοελληνικό γλυπτό, ο τρίμετρος «Λέων του Πειραιώς», που αρχικά στόλιζε τον Πειραιά και έδινε το όνομα στο λιμάνι του, Porto Leone για τους Λατίνους και Aslan liman για τους Οθωμανούς . Το γλυπτό το έκλεψε ο Morosini και το «φυγάδευσε» στη Βενετία το 1688. Tο πρώτο λιοντάρι που στέκεται σήμερα στην αριστερή πλευρά της μνημειακής «πόρτας της ξηράς» στο Αρσενάλε, είναι αυτός ακριβώς ο «Λέων του Πειραιώς», που έφερε στη Βενετία, μαζί με άλλα τρία λιοντάρια που επίσης «μάζεψε» από την Πελοπόννησο και την Αττική γη ο Francesco Morosini, μετά την εκστρατεία της Αρμάδας του 1684-87.
Πλησιάζοντας στη συνοικία Castello, μέσα στο σούρουπο που απλώνεται σιγά-σιγά, μαζί με τους ήχους του «Χειμώνα» του Αντόνιο Βιβάλντι, ακούγεται από τη μεριά του Αρσενάλε ξέμακρα κι ένα βαθύ παραπονεμένο κλάμα, ένα μακρόσυρτο κλάμα, ένας θρήνος. Πλησιάζοντας, διαπιστώνεις ότι έρχεται από τα αριστερά της μνημειακής πύλης. Το λιοντάρι του Πειραιά κλαίει! Κλαίει, χωρίς δάκρυα αφού τα μάρμαρα είναι σκληρά, κλαίει εκεί μπροστά στα άλλα τρία λιοντάρια ίσως επειδή θυμήθηκε τον τόπο του, το λιμάνι του! Ίσως επειδή μας «ένιωσε», ίσως επειδή κατάλαβε από πού ερχόμαστε. Και ενώ όλοι στη Βενετία, όπως σχεδόν σ’ όλο τον κόσμο, είναι χαρούμενοι προσμένοντας την καινούργια χρονιά, αυτό είναι θλιμμένο και κλαίει. Όπως τότε, που ενώ στεκόταν αγέρωχα, φρουρός του λιμανιού του Πειραιά, κάποιοι βόρειοι, Βαράγγοι μισθοφόροι, δηλαδή Σκανδιναβοί στρατιώτες που βρέθηκαν στον Πειραιά το 1018 με την ακολουθία του Βυζαντινού αυτοκράτορα Βασίλειου Β΄του Βουλγαροκτόνου, του χάραξαν πάνω στους δυο ώμους του, τις δυο επιγραφές με τα ονόματά τους.
Το λιοντάρι κλαίει, πιο πολύ, επειδή δεν βλέπει να `ρχεται από κάπου η ελπίδα της επιστροφής στη γη του. Στη θέση του οι Πειραιώτες συμπατριώτες του έφτιαξαν και τοποθέτησαν ένα, ας πούμε αντίγραφό του. Αφού δεν γνώριζαν ακριβώς την αρχική θέση του λιονταριού, τοποθέτησαν στο τέλος της Ακτής Ξαβερίου κοιτάζοντας προς το κεντρικό λιμάνι, απέναντι από το κλειστό γυμναστήριο, εκεί στο τέρμα των λεωφορείων, ένα κομμάτι μάρμαρο που «υποδύεται» αυτό το αρχαίο σύμβολο του Πειραιά, το λιοντάρι του που «λείπει» στη Βενετία.
Υπάρχουν στιγμές που και τα «σύμβολα» κλαίνε και ζητάνε το αυτονόητο. Απ’ όλους. Κι ας είναι και παραμονή Πρωτοχρονιάς.