Για την εκστρατεία στην Τροία υπήρχαν πολλοί χρησμοί. Όπως αυτός που έλεγε ότι ο πρώτος Αχαιός που θα πατούσε στην ασιατική ακτή θα έπεφτε νεκρός και επιβεβαιώθηκε με τον Πρωτεσίλαο. Στο ξεκίνημα της Τρωικής εκστρατείας συγκεντρώθηκαν οι Αχαιοί και με επικεφαλής τον Αγαμέμνονα, σάλπαραν από την Αυλίδα για την Τροία. Υπήρχε όμως ακόμα ένας χρησμός που έλεγε ότι ο στόλος των Αχαιών θα έπρεπε να σταματήσει σ’ ένα νησί μεσοπέλαγα και εκεί να θυσιάσουν στο βωμό μιας θεότητας με το όνομα Χρύση. Από όλους τους συμμετέχοντες μόνο ένας γνώριζε τον τόπο του ιερού. Ήταν ο Φιλοκτήτης που ήταν βασιλιάς σε κάποιες πόλεις της Μαγνησίας, στη Θεσσαλία. Το νησί ήταν η Λήμνος. Το όνομα Φιλοκτήτης σημαίνει «εκείνος που του αρέσει να αποκτά». Κάποτε περνώντας από την Οίτη, ο Φιλοκτήτης έτυχε να δει τον Ηρακλή να ζητά από το γιο του Ύλλο να ανάψει την πυρά, για να τον κάψει, αλλά εκείνος δίσταζε. Τότε, μόνο ο Φιλοκτήτης, απ’ όλους τους παρευρισκόμενους, πήρε την πρωτοβουλία να το κάνει κι ο Ηρακλής για να τον ευχαριστήσει, πριν καεί, του χάρισε το τόξο του και τα φαρμακερά βέλη του που έγιναν χαρακτηριστικό γνώρισμα του Φιλοκτήτη. Επίσης ο Φιλοκτήτης, ήταν παρών σε μια θυσία που είχε προσφέρει ο Ηρακλής στο ιερό της νησιώτικης θεότητας Χρύσης.
Φυσικά ο Φιλοκτήτης οδήγησε τους Αχαιούς στο νησί. Καθώς πλησίασαν όμως στο ιερό, ένα φίδι δάγκωσε τον Φιλοκτήτη στο πόδι. Κι αφού δεν υπήρχε τρόπος θεραπείας και το τραύμα στη φτέρνα του δεν βελτιωνόταν, οι υπόλοιποι Αχαιοί αποφάσισαν να τον αφήσουν στη Λήμνο για να αποθεραπευτεί και συνέχισαν την εκστρατεία για την Τροία, χωρίς αυτόν. Ο τραυματίας Φιλοκτήτης έμεινε στη Λήμνο ζώντας σε άθλιες συνθήκες λόγω του χρόνιου τραυματισμού του. Για να επιβιώσει κυνηγούσε ζώα και πουλιά.
Αφού ο πόλεμος είχε φτάσει στον ένατο χρόνο του και δεν διαμορφώνονταν οι προϋποθέσεις για τον τερματισμό του, οι Αχαιοί αποθαρρημένοι μετά τον θάνατο του Αχιλλέα, αναζητούσαν κάποιον χρησμό για να μάθουν για τις εξελίξεις. Ο μάντης Κάλχας είπε στους Αχαιούς ότι μόνο ο μάντης Έλενος, γιος του Πριάμου, μπορούσε να χρησμοδοτήσει για το πώς θα κυρίευαν την Τροία. Έτσι ο Οδυσσέας παρακολουθώντας, πέτυχε τον Έλενο εκτός των τειχών της Τροίας και τον αιχμαλώτισε. Τον οδήγησε στο στρατόπεδο των Αχαιών και τον ανάγκασε, να αποκαλύψει αυτά που γνώριζε. Ο χρησμός του μάντη Έλενου έθετε τέσσερις προϋποθέσεις για την κατάληψη της Τροίας από τους Αχαιούς. Σύμφωνα με τον χρησμό:
• Θα έπρεπε να πολεμήσει με τους Αχαιούς ο γιος του Αχιλλέα, ο Νεοπτόλεμος.
• Τα οστά του Πέλοπα θα έπρεπε να έρθουν στην Τροία.
• Θα έπρεπε οι Αχαιοί να κλέψουν από την Τροία το θαυματουργό ουρανόσταλτο Παλλάδιον.
• το τόξο και τα βέλη του Ηρακλή θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν στον πόλεμο εναντίον της Τροίας.
Ο πρώτος όρος
Ο Νεοπτόλεμος ήταν γιος του Αχιλλέα και της Δηιδάμειας, κόρης του βασιλιά της Σκύρου Λυκομήδη, βασιλιά των Δολόπων. Για την εκπλήρωση των προϋποθέσεων του χρησμού του Έλενου, οι Αχαιοί έστειλαν τον Οδυσσέα αρχικά στη Σκύρο, μαζί με τον παιδαγωγό του Αχιλλέα Φοίνικα και τον Διομήδη, για να φέρουν στην Τροία τον Νεοπτόλεμο. Ο Νεοπτόλεμος υπήρξε το δόλωμα του Οδυσσέα, για να πειστεί ο Φιλοκτήτης να τους ακολουθήσει. Όταν έφτασαν στην Τροία ο Οδυσσέας παρέδωσε τα άρματα του Αχιλλέα στον Νεοπτόλεμο και ο νεαρός ανέπτυξε μεγάλη δράση στο πεδίο της μάχης θυμίζοντας στην ορμή και την τόλμη τον πατέρα του. Ο Νεοπτόλεμος ήταν ένας από τους Αχαιούς που μπήκαν στην Τροία με τον Δούρειο Ίππο. Μετά τη λήξη του πολέμου ο Νεοπτόλεμος θυσίασε πάνω από τον τάφο του πατέρα του, την Πολυξένη, την κόρη του Πριάμου και της Εκάβης.
[Ο δεύτερος όρος
Οι Αχαιοί φρόντισαν από τα οστά του Πέλοπα, που φυλάσσονταν σε χάλκινη υδρία στην Πίσα ή τη Λαίτρινα της Ήλιδας, να φτάσει στην Τροία η ωμοπλάτη του. Έτσι εκπληρώθηκε και ο δεύτερος όρος του χρησμού του Έλενου.
Ο τρίτος όρος
Στη μυθολογία ο Τρίτωνας, ήταν θεότητα του νερού, γιος του Ποσειδώνα και της Αμφιτρίτης. Κατοικούσε στον βυθό της θάλασσας ή στις λίμνες και τα ποτάμια και χαρακτηρίζεται και ως ιχθυοκένταυρος αφού το κορμί του κατέληγε σε ουρά ψαριού. Η θεά Αθηνά ανατράφηκε από τον Τρίτωνα, στις όχθες της λίμνης Τριτωνίδας, στις εκβολές του ποταμού Νείλου, μαζί με την κόρη του, την Παλλάδα. Οι δυο νεαρές κοπέλες ήταν φίλες, έπαιζαν και γυμνάζονταν μαζί, ακόμα και με πολύ βίαιες ασκήσεις. Κάποια φορά, κατά τη διάρκεια πολεμικών ασκήσεων, η Παλλάδα είχε βρεθεί σε πλεονεκτική θέση και ετοιμαζόταν να καταφέρει ισχυρό χτύπημα στην Αθηνά. Ο Δίας που παρακολουθούσε τα παιγνίδια τους, φοβήθηκε μήπως από το χτύπημα της Παλλάδας πάθει κάτι η δική του κόρη και για να την προστατέψει πέταξε ανάμεσά τους μια δερμάτινη ασπίδα, την αιγίδα. Η Παλλάδα τρόμαξε και αιφνιδιάστηκε και η Αθηνά βρήκε την ευκαιρία να της καταφέρει αυτή ένα δυνατό χτύπημα. Όμως, χωρίς να το θέλει, το χτύπημα ήταν καίριο και η Παλλάδα έπεσε νεκρή.
Η Αθηνά συγκλονίστηκε από την απώλεια της αγαπημένης φίλης της. Έτσι θρηνώντας, έφτιαξε ένα ομοίωμα της νεκρής Παλλάδας, το Παλλάδιον. Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο τον Αθηναίο, «ήταν ένα άγαλμα ύψους τριών πήχεων και παρίστανε τη θεά με τα πόδια ενωμένα και στο δεξιό χέρι της κρατούσε ένα δόρυ όρθιο και στ’ αριστερό ρόκα και αδράχτι». Το ανέβασε στον ουρανό και το τοποθέτησε δίπλα στον θρόνο του πατέρα της, του Δία. Μετά από καιρό ο Δίας αποπλάνησε μία από τις Πλειάδες, την Ηλέκτρα. Αυτή, στην προσπάθειά της να σωθεί, αγκάλιασε το Παλλάδιον. Ο Δίας θύμωσε από την κίνηση της Ηλέκτρας που τη θεώρησε μιαρή και πέταξε το αγαλματίδιο της Παλλάδας από τον ουρανό. Αυτό έτυχε να προσγειωθεί στην Τροία την ίδια στιγμή που ο Ίλος, που είχε νικήσει στο αγώνισμα της πάλης, έψαχνε να βρει τόπο για να δέσει την αγελάδα που είχε κερδίσει ως έπαθλο. Η αγελάδα σταμάτησε στον λόφο της Άτιδος όπου έκπληκτος είδε να προσγειώνεται μπροστά του το Παλλάδιον. Στο σημείο που ο Ίλος βρήκε το ουρανοκατέβατο Παλλάδιον έχτισε την πόλη του, το Ίλιον. Αυτή ήταν η πόλη της Τροίας ενώ έχτισε και ναό της Παλλάδας Αθηνάς για τη στέγαση του ιερού Παλλαδίου, που ήταν ο προστάτης της πόλης.
Σύμφωνα με τον τρίτο όρο του χρησμού του Έλενου, οι Αχαιοί έπρεπε να αποκτήσουν με κάθε τρόπο το Παλλάδιον. Ετσι ανέθεσαν στον Οδυσσέα την κλοπή του. Αυτός αποφάσισε να μπει στην Τροία ως κακοποιημένος επαίτης, ντυμένος με κουρέλια. Μπήκε στην πόλη και ζήτησε προστασία επειδή δήθεν τον καταδίωκαν οι Αχαιοί. Ουσιαστικά όμως είχε σκοπό τη συλλογή πληροφοριών για το Παλλάδιον. Περιπλανώμενος συνάντησε την Ελένη. Αυτή φυσικά τον αναγνώρισε αλλά του ορκίστηκε ότι δεν θα τον προδώσει. Της μίλησε για το σχέδιο της κατάληψης της Τροίας και την αποστολή του για την κλοπή του Παλλάδιου. Ο Οδυσσέας, με τη βοήθεια της Ελένης, κατάφερε να κλέψει το ξόανο, αφού εξουδετέρωσε τους φρουρούς του ναού. Έφυγε από την Τροία και το μετέφερε στα πλοία με την βοήθεια του Διομήδη.
Αφού εκπληρώθηκαν οι προϋποθέσεις που είχε θέσει ο χρησμός του Έλενου, και έπεσε η Τροία, ανέκυψε το θέμα του Παλλάδιου. Ποιος θα το έπαιρνε στην πατρίδα του; Σε ποιον ανήκε; Ο Αίας θεωρούσε τον εαυτό του ως τον καλύτερο πολεμιστή του πολέμου και συνεπώς ότι το ξόανο του ανήκε. Όμως το Παλλάδιο το είχε κλέψει ο Οδυσσέας, με τη βοήθεια του Διομήδη. Και αυτοί θεωρούσαν ότι τους ανήκε και ζήτησαν να το πάρουν μαζί τους. Αυτή ήταν και η αιτία της αντιπαράθεσής τους με τον Αίαντα και όχι η πανοπλία του Αχιλλέα. Προκλήθηκε αναστάτωση και την επόμενη μέρα ο Αίας αυτοκτόνησε πέφτοντας πάνω στο ξίφος που του είχε δωρήσει ο Έκτορας. Ο Οδυσσέας φοβήθηκε ότι θα κατηγορηθεί για τον θάνατό του και απέπλευσε, αφήνοντας το Παλλάδιο στον Διομήδη.
Όταν επέστρεφαν από την εκστρατεία οι Αργείοι του Διομήδη, έκαναν λάθος και βγήκαν νύχτα στην Αττική. Εκεί ο γιος του Θησέα, ο Δημοφών, αγνοώντας ότι αυτοί ήταν Αργείοι, τους επιτέθηκε και τους πήρε το Παλλάδιο. Το τοποθέτησε σε ναΐσκο στην Ακρόπολη, στο βόρειο πτερό του κατοπινού Παρθενώνα. Το ξόανο της Αθηνάς που είχε μεταφερθεί από την Τροία απεικονίστηκε αργότερα, στη βόρεια μετόπη του Παρθενώνα. Ανατολικά του ναΐσκου, υπήρχε και βωμός του ξόανου. Υπάρχει ακόμα μια θεωρία, σύμφωνα με την οποία, το Παλλάδιον κατέληξε στο Άργος, αφού το έκλεψε από την Αθήνα ο Εργίνος, απόγονος του Διομήδη.
Ο τέταρτος όρος
Για να πετύχει αυτόν τον τέταρτο στόχο, ο Οδυσσέας γυρνώντας από τη Σκύρο με τον νεαρό Νεοπτόλεμο έφτασε στη Λήμνο, όπου βρήκε τον Φιλοκτήτη εξαθλιωμένο και κουτσό. Του ζήτησε να πάει μαζί τους αλλά ο Φιλοκτήτης δεν είχε καμιά διάθεση να βοηθήσει τους Αχαιούς, αφού αυτοί τον είχαν εγκαταλείψει εκεί, από την αρχή της εκστρατείας. Ο Οδυσσέας έπεισε τον Νεοπτόλεμο, που δεν γνώριζε ο Φιλοκτήτης, να τον ξεγελάσει για να του πάρουν τα όπλα του. Όμως ο Νεοπτόλεμος άλλαξε γνώμη και ζήτησε να διασώσουν τον Φιλοκτήτη. Τότε παρουσιάστηκε μπροστά τους ο Ηρακλής, και ο Φιλοκτήτης συνόδευσε τους Αχαιούς πίσω στην Τροία, όπου αργότερα σκότωσε τον Πάρη και γιατρεύτηκε από τα παιδιά του Ασκληπιού, τον Μαχάονα και τον Ποδαλείριο.
[Φωτογραφία: Ο Φιλοκτήτης στη Λήμνο. Αττική ερυθρόμορφη λήκυθος. Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης (the MET)]