Το Νησί ουδέποτε ήταν "Λιμνοχώρι". Εδώ όμως τα πράγματα παρουσιάζουν πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον καθώς σχετίζονται με τη συνοικία Λιμοχώρι στην περιοχή του Αγ. Δημητρίου. Η οποία μαρτυρείται ιστορικά για πρώτη φορά στα τέλη του 17ου αιώνα στην απογραφή των Ενετών (28). Στις αρχές του 20ού αιώνα στην τοπική ιστοριογραφία εμφανίζεται ένα κείμενο του Θεόδ. Γούνα όπου για πρώτη φορά υποστηρίζεται ότι το όνομα Λιμοχώρι προέρχεται εκ παραφθοράς από το "Λιμνοχώρι" το οποίο είχε ονομασθεί έτσι λόγω «των τότε πολλών τελμάτων» (29). Από τότε επαναλαμβάνεται διαρκώς χωρίς να υπάρχει η ελάχιστη τεκμηρίωση. Θεωρούμε απίθανη την παραφθορά, καθώς δεν υπάρχει κανένας λόγος, ενώ σε όλη τη χώρα συναντούμε ένα πλήθος από Λιμνοχώρια, συνήθως δίπλα σε λίμνες. Αντίθετα βάσιμα μπορούμε να υποθέσουμε ότι το όνομα προέρχεται από παραφθορά του "λειμων-χωρι", το οποίο πράγματι δύσκολα προφέρεται. Και σημαίνει περιοχή με λιβάδια, κάτι το οποίο πρωτίστως την χαρακτηρίζει σε όλη την ιστορική διαδρομή μέχρι τους νεότερους χρόνους. Η εκδοχή αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι η περιοχή γύρω από το Λιμοχώρι μέσα και έξω από το σχέδιο πόλης (δεξιά και αριστερά του εθνικού δρόμου) ονομάζεται Παλιολίβαδα όπως προκύπτει από ένα πλήθος συμβολαίων. Από την αναζήτηση τοπωνυμίων σε όλη την Ελλάδα, συναντήσαμε άλλο ένα που είναι ταυτόσημο. Είναι το τοπωνύμιο "Λειμούρια" που εντοπίσαμε σε τοπικό λεξικό της Αγιάσου Λέσβου (30). Πρόκειται για λιόφυτη περιοχή της περιφέρειας αυτής σε μια κατηφορική πλαγιά. Σύμφωνα με την ερμηνεία «από τα πολλά νερά η πλαγιά λασπώνεται και μετατρέπεται σε ένα χλοερό λιβάδι (λειμώνας) εξ ου και η ονομασία της περιοχής [λειμών > λειμ + ουρι (κατάληξη όπως στήθος > στηθούρι) > λειμούρια]». Μια τέτοια παραδοχή οδηγεί και σε χρονολόγηση της ηλικίας του οικισμού. Γιατί η λέξη "λειμών" μπορεί να προέρχεται από την αρχαία και να εμφανίζεται ως λόγια σήμερα, ως "λειμώνας" όμως είναι στοιχείο της δημοτικής μεσαιωνικής γλώσσας (31). Μπορούμε συνεπώς να συμπεράνουμε ότι το Λιμοχώρι ήταν μεσαιωνικό χωριό και έχει μεγάλο ενδιαφέρον η προσπάθεια να τοποθετηθεί ακριβέστερα στο χρόνο. Τη λύση ενδεχομένως θα μπορούσε να δώσει η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, που φαίνεται ότι είναι ο πυρήνας γύρω από τον οποίο αναπτύχθηκε το χωριό. Σε ανύποπτο χρόνο έχουμε καταγραφές οι οποίες χρονολογούν την εκκλησία από το 12ο αιώνα. Κατ’ αρχήν υπάρχει η καταγραφή της επιστημονικής αποστολής των Γάλλων στην Πελοπόννησο το 1829, με επικεφαλής τον Μπορύ ντε Σαιν-Βενσάν, η οποία εντοπίζει την εκκλησία και στη σχετική έκδοση σημειώνονται τα εξής: «Η εκκλησία, πιο σημαντική από όσες είχαμε ακόμη δει στο Μοριά, ήταν ολόκληρη κτισμένη από πέτρες κλεμμένες από κάποιες αρχαίες πόλεις των περιχώρων, πιθανόν τη Θουρία ακόμη και τη Μεσσήνη» (32). Η συνέχεια είναι αποκαλυπτική για μια σειρά ζητήματα που αφορούν στην τοπική ιστορία: «Με αυτόν τον τρόπο στην Ελλάδα τα υλικά των κτηρίων περνούν από τον έναν τόπο στον άλλο. Κανένας δεν κοπιάζει εδώ και καιρό πια να λαξεύσει ένα κομμάτι μάρμαρο ή το παραμικρό κομμάτι οποιασδήποτε οικοδομής, αλλά θα ψάξει να βρει τις απαραίτητες μάζες έτοιμες εκεί που η αρχαιότητα τις είχε πρωταρχικά τοποθετήσει, και οι ναοί που είχε κτίσει, για τόσο καιρό αντικείμενο λατρείας των παλιών, δεν είναι πια για τους σύγχρονους παρά ένα είδος λατομείου». Υπάρχει όμως και μια ακόμη αναφορά του σπουδαίου αρχιτέκτονα Αμπελ Μπλουέ που ήταν ο διευθυντής Αρχαιολογίας και Αρχιτεκτονικής της αποστολής, στην οποία σημειώνονται τα εξής: «Παρατηρούμε στην πόλη μια μεσαιωνική εκκλησία, αρκετά αξιόλογη αλλά και άλλες εκκλησίες μικρότερης σημασίας» (33). Οπως φαίνεται η εκκλησία κάνει εντύπωση σε ειδικούς αλλά και στρατιωτικούς που επισκέπτονται την περιοχή συμμετέχοντας στην επιστημονική αποστολή.
Θα περάσουν κάποια χρόνια για να συναντήσουμε την επόμενη και πολύ συγκεκριμένη αναφορά για την εκκλησία. Ο σπουδαίος Γάλλος συγγραφέας και ιστορικός Ιωάννης-Αλέξανδρος Μπυσόν που ερεύνησε τα μνημεία της περιοχής την περίοδο 1840-1841 γράφει: «Επισκεφθήκαμε την εκκλησία του Νησιού, η οποία είναι βυζαντινής κατασκευής, του 12ου αιώνα, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον» (34). Μετά από πολλά χρόνια ο Αθαν. Πετρίδης συνεχίζει να παρατηρεί ότι το μοναδικό μνημείο της πόλης είναι «ο ναός του Αγίου Δημητρίου φέρων τύπον βυζαντινόν» (35). Ο βυζαντινολόγος Μπον που πέρασε από την περιοχή τη δεκαετία του 1950, αναφέρεται στην εκτίμηση του Μπυσόν και τονίζει ότι δεν είδε «καμία αρχαία εκκλησία» (36). Το παράδοξο έχει τη δική του ερμηνεία: Ο Μπον δεν γνωρίζει ότι η εκκλησία που αντικρίζει είναι κτισμένη σε δύο φάσεις. Η ανατολική πλευρά είναι αυτή στην οποία αναφέρονται όλοι οι ερευνητές του 19ου αιώνα, ενώ η δυτική που είναι και υψηλότερη, αποτελεί επέκταση της εκκλησίας τη δεκαετία του 1920.
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, η εκκλησία που κινεί το ενδιαφέρον όλων είναι αυτή του Αγίου Δημητρίου. Οι μαρτυρίες συγκλίνουν σε αυτό και αποτυπώνονται ευκρινώς στο σχέδιο πόλης του 1875, στο οποίο φαίνεται ο Αγ. Δημήτριος ως η μοναδική εκκλησία που υπήρχε στην πόλη και μάλιστα στις διαστάσεις της βυζαντινής της μορφής.
Η χρονολόγηση της εκκλησίας το 12ο αιώνα (με όση ακρίβεια θα μπορούσε να γίνει αυτή), υποδηλώνει ότι στην περιοχή υπήρχε έντονη ανθρώπινη δραστηριότητα εκείνη την εποχή. Με δεδομένο το γεγονός ότι ήδη η κατάληξη "-χωρι" χρησιμοποιείται ευρέως το 13ο-14ο αιώνα (37) μπορούμε να υποθέσουμε πως το Λιμοχώρι εμφανίζεται σχεδόν παράλληλα με το Νησί και τελικά ενσωματώνεται σε αυτό. Ενδεχομένως επειδή το Νησί ήταν και το σημείο αναφοράς των Φράγκων λόγω του κάστρου στο οποίο έμενε κατά καιρούς η Ιζαμπώ.
Τελικά το Νησί ήταν και το πρώτο όνομα της πόλης που καταγράφηκε στην ιστορία. Αναφέρεται για πρώτη φορά στη γαλλική εκδοχή του "Χρονικού του Μορέως". Ο Αδ. Αδαμαντίου παρουσιάζοντας τα "Χρονικά", σημειώνει ότι σε σχέση με τις γαλλικές ονομασίες «ιδιαιτέρως σημειωτέον το Isle, το οποίον είναι μετάφρασις της σημερινής ονομασίας Νησί. Καθόλου όμως παρατηρώ ότι δύσκολον είναι ν’ αποφανθώμεν μετά τινός ασφαλείας, πριν ή επιτελεσθή εξηκριβωμένη των τοιούτων έρευνα, πότε οι Γάλλοι κατακτηταί μετέτρεψαν όνομα τι ελληνικόν προϋπάρχον εις το κατ’ αυτούς ιδίωμα, και πότε γασμούλος χρονογράφος έδωκεν εις τα υπό των Φράγκων κατά πρώτον τεθέντα ονόματα τύπον ελληνικόν, τον οποίον αυτός έπλασεν ή εύρεν επιχωριάζοντα» (38). Τέτοια έρευνα ασφαλώς δεν έγινε και είναι εξαιρετικά δύσκολο από γραπτές πηγές να οδηγηθούμε σε ασφαλή συμπεράσματα. Ομως νομίζουμε ότι με την συνδρομή της λαϊκής παράδοσης, των τοπωνυμικών της Πελοποννήσου και της Γλωσσολογίας μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για ελληνική λέξη. Η πρώτη σκέψη γεννήθηκε στην αναζήτηση στοιχείων για να δημιουργηθεί ένα πρόπλασμα για τοπικό γλωσσάρι. Αναζητήσαμε αντίστοιχα αρκαδικά και διαπιστώσαμε ότι "νησί" στην λαϊκή γλώσσα σημαίνει «παραποτάμια περιοχή με πυκνή βλάστηση» (39). Συνεχίσαμε αναζητώντας επιβεβαίωση αυτής της έννοιας και διαπιστώσαμε ότι δίπλα στο Λάδωνα υπάρχει τοποθεσία "Νησιά", ιδιαίτερης φυσικής ομορφιάς (40). Επόμενος σταθμός τα "Νησιά" του Πηνειού στην Ηλεία και μάλιστα στην εδαφική περιφέρεια της Γαστούνης η οποία μοιάζει εξαιρετικά με το Νησί. Σύμφωνα με τον Τάσο Γριτσόπουλο, τα "Νησιά" είναι «έκτασις παραποτάμια, που όταν ο Πηνειός εξεχείλιζε, αύτη η κτηματική έκτασις, διεκρίνετο γιατί ήταν υψηλότερα» (41). Μετά από όλα αυτά είναι φανερό πλέον ότι το τοπωνυμικό "Νησί" έχει συγκεκριμένη έννοια για την Πελοπόννησο, συναντάται σε τρεις νομούς και σε διαφορετικά ποτάμια. Ως εκ τούτου πρόκειται για τοπωνύμιο ελληνικής προέλευσης, το οποίο έδωσε και το όνομα στη μεσαιωνική πόλη καθώς είναι γνωστό ότι κατά κανόνα το τοπωνύμιο προϋπάρχει του οικισμού που το φέρει.
Στην πορεία διαπιστώσαμε ότι η άποψη αυτή υποστηρίζεται επιστημονικά και από τον διαπρεπή Μεσσήνιο γλωσσολόγο Δ. Γεωργακά ο οποίος γράφει:
"Νήσος" ονομαζόταν ένα τμήμα της πόλης των Συρακουσών και ακόμη και σήμερα υπάρχει στη Σικελία τοπωνύμιο "Νάσο". Νήσος είναι όνομα χωριού στην Ηπειρο και στην Κύπρο υπάρχει χωριό που λέγεται "η Νήσου", το οποίο περιβάλλεται στο μεγαλύτερο μέρος του από ποτάμι (ονομάστηκε "Nison" από τους Φράγκους). Στην υποσημείωση αναφέρεται ότι κατά πάσα πιθανότητα η μορφή σε γενική "η Νήσου" προέρχεται από την έκφραση "εις της Νήσου (την περιοχήν)".
Υπάρχει όνομα πόλης "Νησί" στη Μεσσηνία, τρεις φορές όνομα χωριού στην Κρήτη και δύο φορές στη Μακεδονία. Ως όνομα τόπου απαντάται συχνά, συγκεκριμένα δύο φορές στη Χίο η λέξη "Νησίν", "Νησί" στη Ζάκυνθο, κοντά στα Καλάβρυτα, στην Τριφυλία, "Ν’σί" στην Παρνασσίδα, ο δε πληθυντικός "τα Νησιά" χρησιμοποιείται για όνομα τόπου στη Φθιώτιδα, "Αν’ ’σά" στην Ηπειρο (βορείως των Ιωαννίνων).
Από την ίδια οικογένεια προέρχονται τοπωνύμια υποκοριστικά: "Νησάκι" στην Τριφυλία και Αρκαδία, "Νησέλλι" στη Μακεδονία, "Νησελλούδι" επίσης στη Μακεδονία. Με τη σλαβική κατάληξη -iste απαντάται χωριό "Νησίστα" στην περιοχή Αρτας-Φιλιππιάδας. Ορισμένα τοπωνύμια προερχόμενα από το ουσιαστικό "νήσος" προσδιορίζουν πράγματι ένα νησί ή έναν τόπο/μέρος με νησιωτικό χαρακτήρα στη θάλασσα ή στην ακτή, όπως π.χ. "νησί" ένας μικρός όρμος στη Φολέγανδρο, "Νησί" στην Πελοπόννησο ένα μικρό ακρωτήρι που σχηματίζει το μικρό λιμάνι του Λεωνιδίου, "νησί" ένα απότομο ύψωμα στην ακτή της Σκύρου, "Πέρα νησί" ένα τοπωνύμιο σε ακρωτήρι της Ζακύνθου, "Νησάκα" (η) ένας ύφαλος στην ακτή του Πανόρμου, "Νησακούλλι" ένας ύφαλος (ή βράχια στη θάλασσα) στην Τριφυλία (Γαργαλιάνοι) κ.α. Τα τοπωνύμια αυτά γίνονται κατανοητά χωρίς περαιτέρω επεξήγηση. Οταν, ωστόσο, έχουμε τα ίδια ή παρόμοια τοπωνύμια ή ονόματα πόλεων στην ενδοχώρα, δεν είναι εύκολο να κατανοήσουμε γιατί προσδιορίζονται με τη λέξη "νησί" ή παράγωγες λέξεις. Πολλοί έχουν προσπαθήσει να εξηγήσουν το φαινόμενο λέγοντας ότι οι τοποθεσίες αυτές παρουσιάζουν ομοιότητες με νησιά. Π.χ. "Ν’σί" στην Παρνασσίδα, ένας λοφίσκος στη μέση μιας επίπεδης περιοχής λόγω της ομοιότητάς του με αναδυόμενο νησί, "Αν’ ’σά" όνομα χωραφιών/λιβαδιών στην Ηπειρο διότι από μακριά δίνουν την εντύπωση νησιών κ.ο.κ. Η εξήγηση αυτή είναι βέβαια φυσιολογική αλλά μου φαίνεται ότι το ζήτημα έγκειται αλλού. Στην πρώτη πινακίδα της Ηράκλειας* απαντάται το ουσιαστικό "νάσος" και "Νάσο" ονομάζεται μία κωμόπολη δυτικά της Μεσσήνης της Σικελίας (με τη μορφή "Νάσος" σε πηγή του 1182), επίσης συναντάμε τις μορφές "νασίδα" (στο Reggio, Bova), "νασύδα" σε πηγή του 1042 και "νασίτα" (κοντά στη Μεσσήνη της Σικελίας). "Νασίδα" στο Reggio, Bova σημαίνει "λωρίδα καλλιεργούμενης γης κατά μήκος ποταμού" και "νασίτα" σημαίνει "καλλιεργούμενο κτήμα δίπλα σε ποτάμι". Την ίδια σημασία έχει και η λέξη "νάσος" στην πινακίδα της Ηράκλειας. Παρόμοιες σημασίες απαντώνται και σε άλλες ελληνικές περιοχές: στην Τραπεζούντα η λέξη "νησίν" ή "νεσίν" σημαίνει χωράφι, στην Τριφυλία η λέξη "νησάκι" δηλώνει τόπο ευρισκόμενο ανάμεσα σε πολλές πηγές, ενώ "Νησάκι" στην Αρκαδία σημαίνει κτήμα, αγροτεμάχιο δίπλα σε ποταμό. Μπορούμε εν προκειμένω να αντιπαραβάλουμε το ελληνικό "νασίδα" με τις αντίστοιχες λέξεις των ρωμανικών (λατινογενών) γλωσσών, π.χ. "isula" στη Σικελία σημαίνει "γόνιμη παραποτάμια λωρίδα, φυτεμένη με κηπευτικά", "isclo" στα νεοπροβηγκιανά σημαίνει "προσχωματικό έδαφος, με θάμνους και δενδρύλλια κατά μήκος ποταμών", "isca" στα βορειοκαλαβρέζικα "λωρίδα γης με θάμνους κατά μήκος ποταμού", επίσης η λέξη "iscia" στη Βενετία και το γερμανικό "Insel" που σημαίνει νησί αλλά και "λωρίδα γης κατά μήκος ποταμού". Μπορούμε να πούμε, ως εκ τούτου, ότι φαίνεται να πραγματοποιήθηκε παράλληλα η σημασιολογική εξέλιξη της λατινικής λέξης "insula" στις λατινογενείς γλώσσες και της ελληνικής λέξης "νήσος - νησίον" στα μεσαιωνικά και νέα ελληνικά, καθώς και στις νεοελληνικές διαλέκτους. Πρέπει επίσης να διευκρινιστεί ότι η μεσαιωνική ελληνική κωμόπολη "Νησίον" (σήμερα είναι μια μικρή πόλη) στη Μεσσηνία ονομάστηκε έτσι λόγω της θέσης της δίπλα στον ποταμό Πάμισο, διότι ο ποταμός αυτός υπερχείλιζε / πλημμύριζε συχνά και όχι επειδή η πόλη περιβαλλόταν από το ποτάμι και έδινε την εντύπωση νησιού, όπως είχε υποτεθεί.
* Οι δύο μεγάλες μπρούντζινες πλάκες, γνωστές ως Πινακίδες της Ηράκλειας, ανακαλύφθηκαν το 1732 και βρίσκονται τώρα στο Μουσείο της Νάπολης. Η μία πλευρά τους είναι χαραγμένη στα ελληνικά (σε δωρική διάλεκτο) ενώ η άλλη στα λατινικά, σε κείμενο που γράφτηκε αρκετά χρόνια αργότερα. Πρόκειται για δύο διατάγματα του τέλους του 4ου αι. π.Χ. για τη χρήση γης που ανήκε σε ναούς της περιοχής (42).
Ενισχυτική της άποψης για την ελληνικότητα του ονόματος, είναι η άποψη που εκφράζει ο Ουίλιαμ Μίλλερ στο κλασικό έργο του για την εποχή της Φραγκοκρατίας καθώς αναφέρει "το κάστρο του Νησιού ή L’ Ille, όπως το μετέφραζαν οι Φράγκοι" (43).
------------------------------------------
28. Β. Παναγιωτόπουλου "Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου, 13ος-18ος αιώνας"
29. Στράτου Ν. Κτεναβέα "Μεσσηνιακή Επετηρίς" 1908
30. Δημήτρη Ι. Παπάνη, Γιάννη Δ. Παπάνη "Λεξικό της Αγιασώτικης διαλέκτου" 2000.
Η αναζήτηση έδωσε δύο ακόμη χωριά με το όνομα Λιμοχώρι, τα οποία όμως "έσβησαν" από το χάρτη και δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για την προέλευση αυτού του ονόματος. Το χαρακτηριστικό και των δύο είναι ότι βρίσκονταν σε υψώματα με θέα προς τη θάλασσα. Η αναζήτηση στο Διαδίκτυο με ελληνικούς χαρακτήρες δεν απέδωσε αποτελέσματα. Αντιθέτως όμως έδωσε πληροφορίες η αναζήτηση με λατινικούς χαρακτήρες (ως limohori). Η πρώτη πηγή είναι τουρκική και αφορά βιλαέτια, σαντζάκια, καζάδες και χωριά της Κρήτης κατά την Τουρκοκρατία και στον καζά του Τέμενους υπάρχει το Λιμοχώρι (www.formatlantis.com/19-yy-sonu-girit-vilayetinin-sancak-kaza-ve-koyleri-t36140.html). Σήμερα το χωριό δεν υπάρχει και η περιοχή ανήκει στην εδαφική περιφέρεια των Βασιλειών Ηρακλείου. Η δεύτερη πηγή είναι αλβανική, υπάρχει σε πολλές ιστοσελίδες που αναφέρονται σε αρβανίτικες ζώνες στην Ελλάδα και στην Κορινθία περιλαμβάνει το Λιμοχώρι (http://pashtriku.org). Η αναζήτηση στα ελληνικά δεν στάθηκε δυνατό να δώσει αποτέλεσμα καθώς το 1928 για άγνωστο λόγο μετονομάστηκε σε Ελληνοχώρι.
31. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας "Λεξικό δημώδους μεσαιωνικής γραμματείας (1100-1669)"
32. Bory de Saint-Vincent: Relation du voyage de la commission scientifique de Moree - Προβολή στο Google Books - Μετάφραση αποσπασμάτων Κώστας Βρακάς
33. Abel Blouet "Expedition scientifique de Moree: Architectures, sculptures, inscriptions" - Ψηφιακή βιβλιοθήκη Πανεπιστημίου Χαϊδελβέργης - Μετάφραση αποσπασμάτων Μαρία-Ειρήνη Μπιτσάνη
34. J. A. Buschon "La Grece continentale et la Moree" 1843 - Προβολή στο Google Books - Μετάφραση αποσπασμάτων Μαρία-Ειρήνη Μπιτσάνη
35. Αθ. Πετρίδη "Περί των εν Μεσσηνία μεσαιωνικών πόλεων Ανδρούσης και Νησίου" - Περιοδικό "Παρνασσός" τ. 10, αρ. 1 (1886) - Ψηφιακή βιβλιοθήκη Πανεπιστημίου Πατρών
36. A. Bon "Le Peloponnese Byzantin jusque ‘en 1204"
37. Peter Topping "The Post-Classical Documents" - The Minnesota Messenia Expedition
38. Αδ. Αδαμαντίου "Τα Χρονικά του Μορέως" 1906 - Σπάνια βιβλία στη Λαϊκή Βιβλιοθήκη Καλαμάτας
39. arcadia.ceid.upatras.gr/arcadia
40. www.levidionline.com/ladonas και σε πολλές ακόμη ιστοσελίδες που αναφέρονται στην περιοχή του Λάδωνα.
41. Τάσου Γριτσόπουλου "Ιστορία της Γαστούνης" - Πελοποννησιακά ΚΓ’ 1998.
42. D. Georgakas "Griechische ortsnamen - Byzantinische Zeitschrift" 1942 -
Το σπάνιο αυτό κείμενο πρόσφερε ο φίλος Ν. Ζερβής - Ιδιαίτερες ευχαριστίες για τη μετάφραση στη Σικελία Κωνσταντακοπούλου
43. William Miller "Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα"