ΛΙΑΠΠΑ ΦΡΙΝΤΑΣ
ΛΙΑΠΠΑ ΦΡΙΝΤΑ
Σκηνοθέτης και συγγραφέας, γεννήθηκε στη Μεσσήνη το 1948 όπου και έμεινε μέχρι το 1964. Σπούδασε Φιλολογία στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και παρακολούθησε μαθήματα κινηματογράφου στην London Film School. Πήρε ενεργά μέρος στον αντιδικτατορικό αγώνα μέσα από τις γραμμές του «Ρήγα Φεραίου», συνελήφθη και βασανίστηκε. Δικάστηκε το Νοέμβριο του 1968 με άλλους αγωνιστές (Νίκος Κιάος, Παύλος Κλαυδιανός, Νίκος Γιανναδάκης, Κώστας Καρυωτάκης, Κωστής Γιούργος, Ανδρέας Σαββάκης, Αντώνης Μαργαρίτης, Γιώργος Μποτζάκης, Αριστείδης Θεοδωρίδης, Νικηφόρος Σταματάκης, Νίκος Μαργαρίτης, Βασίλης Σβαννάς).
Καταδικάστηκε σε 6 χρόνια φυλακή με αναστολή.
Πρωτοδημοσίευσε έργα της το 1966. Το 1974-1976 υπήρξε μέλος της
συντακτικής επιτροπής του περιοδικού «Σύγχρονος Κινηματογράφος» και μέχρι το 1980 έγραφε κινηματογραφική κριτική στο περιοδικό «Αντί».
Τρεις ταινίες της μικρού μήκους βραβεύτηκαν στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: «Μετά σαράντα μέρες» (1972), «Μια ζωή σε θυμάμαι να φεύγεις» (1977), «Απεταξάμην» (1980). Το 1981 η ταινία της «Οι δρόμοι της αγάπης είναι νυκτερινοί» πήρε βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη, γυναικείας ερμηνείας, φωτογραφίας, μοντάζ στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και Βραβείο της Πανελλήνιας Ενωσης Κριτικών. Με την ίδια ταινία συμμετείχε στα φεστιβάλ Βερολίνου, Λονδίνου, Μόντρεαλ, Βαλένθιας κ.ά. Το 1983 γύρισε την τηλεταινία «Το νερό της βροχής». Τρία χρόνια αργότερα η ταινία της «Ενας ήσυχος θάνατος» κερδίζει βραβείο γυναικείας ερμηνείας, φωτογραφίας, μοντάζ, ήχου και σπέσιαλ εφέ στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ενώ απέσπασε το βραβείο Ciga του Φεστιβάλ Σαν Σεμπαστιάν. Συμμετείχε στα Φεστιβάλ Βαλένθιας, Aγκυρας και αλλού, όπως και στο αφιέρωμα Ευρωπαίων γυναικών
σκηνοθετών της Ταινιοθήκης Βαρκελώνης. Το 1990 γύρισε την ταινία «Τα χρόνια της μεγάλης ζέστης» με την οποία το 1991 συμμετείχε στα Φεστιβάλ Βερολίνου, Μαδρίτης και Βαλένθιας όπου πήρε το βραβείο καλύτερης φωτογραφίας. Μια σκηνή της ταινίας αυτής προκάλεσε έντονες συζητήσεις στο χώρο του κινηματογράφου καθώς το υπουργείο Πολιτισμού «την έκοψε» από τα κρατικά βραβεία. Ενα πλήθος καλλιτεχνών υπέγραψε κείμενα συμπαράστασης στη Φρίντα Λιάππα, ενώ πολλοί σκηνοθέτες -και ανάμεσά τους ο Θόδωρος Αγγελόπουλος και ο Παντελής Βούλγαρης- παραιτήθηκαν από το
Σωματείο Σκηνοθετών για την στάση που είχε τηρήσει απέναντι στο φαινόμενο έμμεσης λογοκρισίας. Ταινίες της συμμετείχαν στο μεγάλο αφιέρωμα ελληνικού κινηματογράφου Cine Mythology, που έγινε στη Νέα Υόρκη και σε 20 πόλεις της Αμερικής, σε Αυστραλία και Ευρώπη.
Πλούσιο ήταν και το συγγραφικό της έργο: «Λυρικός επίλογος της οδού Πατησίων» (1980), «Τα ήσυχα ποιήματα και τα κυνηγετικά σκυλιά» (1981), «Η μυστηριώδης ασθένεια» (1985), «Ερωτηίδος μάρτυρος» (1990) και «Τα χρόνια της μεγάλης ζέστης» (1992).
Χτυπημένη από ανίατη ασθένεια, πέθανε σε ηλικία 46 χρονών στις 28 Νοεμβρίου 1994.
ΛΙΜΝΟΧΩΡΙΟΥ
ΛΙΜΟΧΩΡΙ
Το όνομα αυτό έφερε κατά τη λαϊκή παράδοση από την εποχή της
Τουρκοκρατίας, η μεγάλη συνοικία στην περιοχή του Αγίου Δημητρίου. Από τους πρώτους ιστοριογραφούντες για την περιοχή θεωρήθηκε ότι σε αυτή την περιοχή περιοριζόταν αρχικώς το Νησί, και πως το όνομα προκύπτει από παραφθορά της λέξης «Λιμνοχώρι» επειδή υπήρχαν τέλματα και λίμνες.
Πρόκειται για αυθαίρετα συμπεράσματα τα οποία επαναλαμβάνονται από ορισμένους ακόμη και σήμερα. Το τοπωνύμιο κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται και από την λέξη «λειμών» η οποία σημαίνει λιβάδι και παρά το γεγονός ότι είναι λόγια, βρισκόταν σε χρήση κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Και υπήρχε λόγος παραφθοράς καθώς το «Λειμων-χώρι» λογικά μεταπίπτει σε «Λειμοχώρι» που σημαίνει έναν τόπο με πολλά λιβάδια. Αυτός ήταν άλλωστε ο λόγος για τον οποίο μετοικούσαν οι ορεινοί πληθυσμοί το χειμώνα στο Νησί μεταφέροντας τα ζώα τους. Ενισχυτικό της άποψης αυτής είναι ότι η περιοχή γύρω από το «Λειμοχώρι», ονομάζεται Παλιολίβαδα.
Πρέπει να σημειωθεί ακόμη ότι οικισμοί και τοπωνύμια με το όνομα «Λιμνοχώρι» υπάρχουν σε πολλά σημεία της Ελλάδας χωρίς να έχει σημειωθεί παραφθορά καθώς η λέξη είναι εύηχη και η «λίμνα» είναι εξαιρετικά διαδεδομένη ως λέξη με αποτέλεσμα να μην δικαιολογείται δυσκολία στην προφορά.
Το τοπωνύμιο εμφανίζεται για πρώτη φορά στην απογραφή του Ενετού
Προβλέπτη Γκριμάνι το 1700 ως «Nixi Limocori» και ήταν μια από τις τρεις συνοικίες της πόλης «Νixi».
ΛΙΜΝΩΝ
ΛΙΜΝΑΙ
Σύμφωνα με το σκεπτικό της ονοματοθεσίας του 1996 «πρόκειται για
την πιθανότατα αρχαία ονομασία της ιδίας της σημερινής Μεσσήνης». Χωρίς καμία αμφιβολία, πρόκειται περί (επαναλαμβανόμενου) ιστορικού λάθους.
Με διαφορετικές παραλλαγές έχει παρουσιαστεί κατά το παρελθόν από τον Θεόδ. Τσερπέ με βάση απόσπασμα από τα «Μεσσηνιακά» του Παυσανία σύμφωνα με το οποίο «... έστι δ' εν τη μεσογαίω κώμη Καλάμαι και χωρίον Λίμναι. Εν αυτώ Λιμνάτιδος ιερόν εστί Αρτέμιδος».
Το πρώτο που χρειάζεται να διευκρινιστεί είναι το γεγονός ότι «χωρίον» εν προκειμένω σημαίνει «τοποθεσία» και όχι «χωριό», δηλαδή οικισμό σύμφωνα με την τρέχουσα έννοια. Και ακόμη ότι ο Πολύβιος (τον οποίο επικαλείται ο Θεόδ. Τσερπές) δεν αναφέρει «κώμην Καλάμας και χωρίον Λίμναι» αλλά μόνον «χωρίον Καλάμαι» (και στη συγκεκριμένη περίπτωση με την έννοια της οχυράς θέσης).
Από εκεί και ύστερα ο Θεόδ. Τσερπές επικαλείται τον «σοφό αρχαιολόγο Ληκ» και γράφει ότι σύμφωνα με αυτόν το «χωρίον Λίμναι βρίσκεται κάπου γύρω στο Νησί». Θα πρέπει να ανατρέξει όμως κανένας στο ίδιο το έργο του Ληκ, για να διαπιστώσει ότι περιγράφει διαφορετικά τα πράγματα. Στο πλέον χαρακτηριστικό απόσπασμα του έργου του, ο Ληκ αναφέρει: «Οι Λίμναι καταλάμβαναν περιοχή είτε στη Μακαρία, είτε στο Μεσσηνιακό Κάμπο, αριστερά του Παμίσου και ενδεχομένως σχεδόν απέναντι από τη σύγχρονη πόλη Νησί». Επομένως ακόμη και με τη θεωρία του Ληκ, δεν μπορεί να ταυτιστεί ούτε η τοποθεσία (και όχι χωριό) «Λίμναι» με τη σημερινή θέση της Μεσσήνης. Πολύ δε περισσότερο καθώς η περιοχή στην οποία τοποθετεί το χωρίον «Λίμναι» ο Ληκ, ήταν ελώδης και προφανώς ακατοίκητη.
Από εκεί και ύστερα, στο διάστημα που πέρασε από τότε έχει γίνει μεγάλη συζήτηση μεταξύ των αρχαιολόγων και των ιστορικών σχετικά με τις θέσεις που αναφέρει ο Παυσανίας. Η κρατούσα σήμερα άποψη είναι αυτή που διατυπώνει ο Ν. Παπαχατζής στα ερμηνευτικά σημειώματα της μετάφρασης του έργου του Παυσανία, σύμφωνα με την οποία η θέση «Λίμναι» βρισκόταν στη σημερινή τοποθεσία «Βόλυμος» ή «Βόλυμνος», βορειοδυτικά της Αρτεμισίας. Σημειώνει μάλιστα ότι παρά το γεγονός ότι η Λιμνάτις Αρτεμις λατρευόταν σε υγρούς χώρους, ιερά της έχουν βρεθεί και σε ορεινές θέσεις. Η κώμη «Καλάμαι» τοποθετείται στη θέση του σημερινού Ελαιοχωρίου.
Με την άποψη αυτή συμφωνεί και ο Χρ. Τσούντας, για τον οποίο ο Θεόδ. Τσερπές, όλως παραδόξως, γράφει ότι θεωρεί πως το χωρίον «Λίμναι» είναι κάπου γύρω στο Νησί.
Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Παυσανίας πέρασε και από τη σημερινή θέση της Μεσσήνης, χωρίς να κάνει αναφορά σε κάποιον οικισμό. Αντιθέτως κάνει εκτενή αναφορά στις εκβολές του Παμίσου, στις οποίες έφθασε μετά την επίσκεψη στην Αρχαία Μεσσήνη και καθ' οδόν προς την Αρχαία Κορώνη Πεταλίδι). Η διαδρομή αυτή απεικονίζεται σε ειδικό χάρτη τον οποίο έχει συντάξει ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Γιάννης Α. Πίκουλας στο πλαίσιο του Διεθνούς Συμποσίου «Στα βήματα του Παυσανία» που έγινε το 2007.
ΛΟΧΑΓΟΥ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ
ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΑΣΤ. ΑΝΤΩΝΙΟΣ
Λοχαγός, γεννήθηκε το 1889 στη Μεσσήνη. Υπηρετώντας στο 22ο Σύνταγμα Πεζικού έπεσε μαχόμενος στη Μικρά Ασία, στην προσπάθεια διάβασης του Σαγγάριου στις 12 Αυγούστου 1921.
ΛΟΧΑΓΟΥ ΠΕΤΡΟΥΛΑΚΗ
ΠΕΤΡΟΥΛΑΚΗΣ ΔΗΜ. ΗΛΙΑΣ
Αξιωματικός Πεζικού που γεννήθηκε στο Μαυρομάτι Παμίσου το 1926.
Υπηρετώντας ως υπολοχαγός στο 583 Τάγμα Πεζικού σκοτώθηκε στον εμφύλιο πόλεμο κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων στο Γράμμο στις 3 Απριλίου 1949.
ΜΑΝΙΑΚΙΟΥ
ΜΑΝΙΑΚΙ
Ονοματοθεσία σε ανάμνηση της μάχης κατά την οποία οι ελληνικές δυνάμεις με επικεφαλής τον Παπαφλέσσα αντιμετώπισαν τις ισχυρές δυνάμεις του Ιμπραήμ και έπεσαν μέχρις ενός. Το καλοκαίρι του 1824 είχε αρχίσει ο δεύτερος εμφύλιος στην ελληνική Επανάσταση που κορυφώθηκε τον Φεβρουάριο του 1825 όταν ο Κολοκοτρώνης, οι Δεληγιανναίοι, οι Νοταράδες, ο Σισίνης, ο Γρίβας, ο Φραντζής και άλλοι οδηγήθηκαν στις φυλακές. Την ίδια περίοδο ο Σουλτάνος συμμαχούσε με τον υποτελή αλλά ισχυρό πασά της Αιγύπτου Μωχάμετ Αλή, προκειμένου να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τους επαναστατημένους. Με αντάλλαγμα την Κρήτη και την Κύπρο και τη διοίκηση της Πελοποννήσου, ο Αιγύπτιος ηγεμόνας ανέθεσε στον γιο του Ιμπραήμ να εκστρατεύσει ως διοικητής του αιγυπτιακού στρατού και πασάς της Πελοποννήσου με ισχυρή δύναμη κατά της Πελοποννήσου. Τις επιχειρήσεις στην Κρήτη ανέλαβε ο Χουσεΐν μπέης, ο οποίος ηγείτο από το 1823 της στρατιωτικής δύναμης Τούρκων και Αιγυπτίων στο νησί. Ενισχυμένος με εκπαιδευμένα αιγυπτιακά στρατεύματα κατέστειλε τον αγώνα των ντόπιων οπλαρχηγών. Στους μήνες που ακολούθησαν το άρτια οργανωμένο κατά τα γαλλικά πρότυπα εκστρατευτικό σώμα των Αιγυπτίων κύκλωσε την Κάσο, την κατέλαβε και ακολούθησαν λεηλασίες και σφαγές (Μάιος 1824). Μερικές εβδομάδες μετά στόχος των τουρκικών ναυτικών δυνάμεων έγιναν τα Ψαρά (Ιούνιος 1824). Με επικεφαλής τον Χοσρέφ πασά οι Τούρκοι πέρασαν από τον Ελλήσποντο, αποβιβάστηκαν στα Ψαρά όπου ακολούθησε σφαγή χωρίς προηγούμενο που συγκλόνισε τον κόσμο και έμεινε στην ιστορία με τους πίνακες του Ντελακρουά και του Γύζη, αλλά και τους στίχους του Διονυσίου Σολωμού. Οταν στη συνέχεια αποπειράθηκαν να επικρατήσουν και στη Σάμο, οι δυνάμεις του τουρκικού ναυτικού αποκρούστηκαν από τον ελληνικό στόλο στη ναυμαχία της Μυκάλης. Ο Χοσρέφ πασάς κατευθύνθηκε τότε στην Κω, όπου ο στόλος του συναντήθηκε με το αιγυπτιακό ναυτικό του
Ιμπραήμ. Τη στιγμή εκείνη η τουρκοαιγυπτιακή θαλάσσια συμμαχία μετρούσε περίπου 400 πλοία, 2.500 κανόνια και 30.000 άνδρες. Γρήγορα εμφανίστηκε απέναντί τους και ο ελληνικός στόλος, που αριθμούσε 70 πλοία, 850 κανόνια και 5.000 άνδρες. Η κορύφωση των εχθροπραξιών ήλθε λίγες ημέρες αργότερα, στις 28 Αυγούστου 1824, στον κόλπο του Γέροντα στα μικρασιατικά παράλια. Το τέλος της ναυμαχίας βρήκε τους Ελληνες νικητές.
Ο Ιμπραήμ κατευθύνθηκε τότε στο λιμάνι της Σούδας, από όπου, αρχές Φεβρουαρίου 1825, κατέπλευσε με τον στόλο του (50 πλοία, 4.000 πεζοί και 500 ιππείς) στη Μεθώνη της Πελοποννήσου. Στη συνέχεια ενισχύθηκε με άλλους 6.000 πεζούς και 500 ιππείς. Από εκεί κινήθηκε προς την Κορώνη, την Πύλο και το Νιόκαστρο, τα οποία και πολιόρκησε.
Οι ελληνικές δυνάμεις αιφνιδιάστηκαν και ο Κουντουριώτης ξεκίνησε με 3.000 άνδρες προκειμένου να αντιμετωπίσει τον εχθρό. Σύντομα όμως εγκατέλειψε πριν εμπλακεί σε μάχη και όρισε αρχιστράτηγο τον πλοίαρχο Σκούρτη. Στη μάχη που έγινε στις 7 Απριλίου 1825 κοντά στα Κρεμμύδια οι ελληνικές δυνάμεις ηττήθηκαν, με περισσότερους από 600 Ελληνες νεκρούς στο πεδίο της μάχης. Στη συνέχεια 800 Ελληνες που ταμπουρώθηκαν στη Σφακτηρία δέχθηκαν καταιγισμό πυρών και σφαγιάστηκαν στις 26 Απριλίου από τους στρατιώτες του Ιμπραήμ. Στην αναμέτρηση αυτή χάθηκαν σημαντικές προσωπικότητες της Επανάστασης, μεταξύ των οποίων ο Αναγνωσταράς, ο Τσαμαδός και ο γνωστός Ιταλός φιλέλληνας Σανταρόζα. Ακολούθησε η πτώση του Νιόκαστρου στις 11 Μαΐου. Η Μεσσηνία εγκαταλείφθηκε από
τους πληθυσμούς και τις περισσότερες φρουρές της.
Η Επανάσταση είχε μπει σε κίνδυνο την ώρα που ο Κολοκοτρώνης και
άλλοι παρέμεναν έγκλειστοι στην Υδρα. Σε αυτή την κρίσιμη φάση, αποφασιστικό ηγετικό ρόλο ανέλαβε να διαδραματίσει ο Παπαφλέσσας. Ανέλαβε να οργανώσει ο ίδιος την ελληνική άμυνα στις αρχές του 1825 προκειμένου να ανακοπεί η προέλαση του Ιμπραήμ στην καρδιά της Πελοποννήσου. Βλέποντας τον κίνδυνο ζητούσε ματαίως την απελευθέρωση του Κολοκοτρώνη και των υπολοίπων οπλαρχηγών και τη χορήγηση αμνηστίας. Μετά από αυτά ο Παπαφλέσσας δήλωσε ενώπιον Βουλής και Εκτελεστικού ότι ήταν αποφασισμένος να αφήσει το Ναύπλιο και να κατευθυνθεί προς την Τριπολιτσά και εν συνεχεία προς τη Μεσσηνία με σκοπό να αναμετρηθεί με τη στρατιά του
Ιμπραήμ. Στην πρόσκλησή του ανταποκρίθηκαν σχεδόν 700 πολεμιστές, με τους οποίους κατευθύνθηκε στο Λεοντάρι, όπου και ενώθηκαν με τον ανιψιό του Παπαφλέσσα Δημήτρη Φλέσσα και 150 άνδρες. Ακολούθησαν οι οπλαρχηγοί Αναστάσης Κουμουνδούρος, Χρήστος Πατρινέλλης, Αδαμάκης Αποστολόπουλος, Παναγιώτης Μπούρας και Αναστάσης Κουλοχέρας με τις δυνάμεις τους. Στους Λάκκους προστέθηκαν ο Γιώργος Μπούτος και ο πολέμαρχος Καρακίτσος με τους άνδρες τους. Αργότερα ο Παπαφλέσσας πληροφορήθηκε ότι ο Πλαπούτας σκόπευε να προστρέξει σε βοήθειά του με περίπου 1.600 πολεμιστές του, ενώ και οι Αρκάδες οπλαρχηγοί του διεμήνυαν
ότι θα έσπευδαν προς ενίσχυση της ελληνικής στρατιάς με τουλάχιστον 2.000 άνδρες.
Ο Παπαφλέσσας ανέμενε ακόμη την άφιξη του αδελφού του Νικήτα με
700 στρατιώτες καθώς και την αρωγή του Ηλία Κατσάκου με άλλους 1.000 αγωνιστές. Από αυτούς οι περισσότεροι δεν εμφανίστηκαν ποτέ. Τελευταία στιγμή προστέθηκαν στην ελληνική δύναμη ο Ηλίας Κάρμας, ο Θανασούλας Καπετανάκης, ο Βοϊδής Μαυρομιχάλης, ο Ηλίας Τσαλαφατίνος, ο Σταύρος Καπετανάκης, ο Παναγιώτης Λίβας, ο Αναγνώστης Μπιτσάνης και ο αδελφός του Παπαφλέσσα Γεώργιος Δίκαιος.
Αφού συγκέντρωσε δύναμη περίπου 2.000 Ελλήνων αγωνιστών (1.500 ή
μόλις 1.200 κατ' άλλους) από την Αρκαδία, τη Μεσσηνία και τη Μάνη, ο Παπαφλέσσας κινήθηκε προς την περιοχή της Πυλίας και συγκεκριμένα κοντά στο Μανιάκι. Εκεί οχυρώθηκε στα υψώματα στις 16 Μαΐου και έστησε τρία πρόχειρα ταμπούρια για να μπορεί να ελέγχει την περιοχή από ψηλά. Στο ένα πρόχωμα επικεφαλής τοποθετήθηκε ο ανιψιός του, ο Δημήτριος Φλέσσας, με τους Μεσσήνιους, το άλλο ανέλαβαν να προστατεύσουν ο Βοϊδής Μαυρομιχάλης και οι Μανιάτες οπλαρχηγοί και στο τρίτο το πιο επικίνδυνο έμεινε ο ίδιος με μερικούς από τους άνδρες του.
Τα ξημερώματα της 20ής Μαΐου ο αιγυπτιακός στρατός πλησίαζε από
τον κάμπο. Στη θέα του πολυάριθμου αιγυπτιακού πεζικού και ιππικού - περί τους 6.000 άνδρες συνολικά (άλλοι μιλούν για 2.500 - 3.000 Αιγυπτίους) ορισμένοι εξέφρασαν την άποψη ότι το σημείο δεν ήταν κατάλληλο για άμυνα, πόσω μάλλον για αναμέτρηση των άνισων αριθμητικά στρατών, με συνέπεια να εμφανιστούν φαινόμενα λιποταξίας.
Ο Παπαφλέσσας απέμεινε να υπερασπιστεί τις θέσεις του με μόνο 600 ή
500 ή κατ' άλλες ιστορικές πηγές 300 πιστούς συντρόφους, κυκλωμένος από τουλάχιστον 3.000 Αιγυπτίους πεζούς και ιππείς. Την προέλαση της αιγυπτιακής στρατιάς καθοδηγούσε ο Γάλλος εξωμότης συνταγματάρχης Ντε Σεβ Σουλεϊμάν μπέης μαζί με τον ίδιο τον Ιμπραήμ πασά.
Οπως γράφει ο Φωτάκος «βλέπων δε ο Φλέσσας ότι εκυκλώθησαν υπό του εχθρικού ιππικού, ενόμιζε τούτο μεγάλον ευτύχημα, διά να συνέλθουν όλοι ομού οι Ελληνες και να πολεμούν καλλίτερα και αποφασιστικώτερα, και να μη λιποτακτούν. [...] Αφού δε συνήλθαν οι στρατιώται, τότε είδε κατά μέγα μέρος ηλαττωμένην την δύναμιν, και έμαθε την φυγήν των προειρημένων, εμέτρησεν έπειτα τους μείναντας και ηύρεν αριθμόν ολιγώτερον των χιλίων. [...] Αφού δε ο στρατός συνηθροίσθη [...] ο Φλέσσας ήλθεν εν τω μέσω των στρατιωτών και
εξεφώνησε λόγον, ενθαρρύνων αυτούς και υπενθυμίζων εις τους στρατιώτας τας πρότερον μάχας και τας νίκας του Βαλτετσίου, του Λεβιδίου, της Γράνας, των Βερβένων και των Δολιανών, την άλωσιν της Τριπολιτσάς, την καταστροφήν του πολυπληθούς στρατεύματος του Δράμαλη, και τους παρέστησε νίκην άφευκτον, διότι τους είπεν ότι έρχονται τόσα στρατεύματα εις βοήθειαν εντός ολίγου τα οποία θα υπερβούν τας 15.000, ότι έρχεται ο Πλαπούτας και όλοι οι
Αρκαδινοί, ο αυτάδελφός του Νικήτας, ο Κατσάκος και άλλοι Μανιάτες, ότι όλοι ούτοι θα φθάσουν μετά μίαν ώραν και θα είναι εδώ ολοτρίγυρα του Ιμβραήμ να τον κτυπούν από τις πλάτες και τελειώνων είπεν ότι: "Σήμερον η πατρίς περιμένει από ημάς την δόξαν της διά της νίκης ταύτης!"».
Εκείνη τη στιγμή παρενέβησαν και μερικοί εκ των οπλαρχηγών του Παπαφλέσσα, οι οποίοι πρότειναν τη διάσπαση του κλοιού που είχε σχηματίσει το αιγυπτιακό ιππικό και τη μετακίνησή τους σε καταλληλότερο σημείο. Ελπίζοντας στην άφιξη πολυάριθμων στρατιωτικών ενισχύσεων ο Παπαφλέσσας επέμεινε να παραμείνουν στο σημείο αυτό. Τα μοιρασμένα σε λόχους αιγυπτιακά τάγματα βάδιζαν σταθερά σε στήλες με κατεύθυνση τα χαρακώματα των λιγοστών Ελλήνων υπερασπιστών. Η λιποταξία από την ελληνική
πλευρά συνεχιζόταν. Οι τάξεις του στρατού φυλλορροούσαν. Μολαταύτα η μάχη μαινόταν για περισσότερες από οκτώ ώρες και η αντίσταση των λιγοστών Ελλήνων στα αναχώματα υπήρξε σθεναρή. Μεσούσης της μάχης πλησίαζε στο σημείο η δύναμη του Πλαπούτα. Δεν ενεπλάκη όμως στη μάχη.
Περιορίστηκε σε μια διαταγή να πέσουν ομαδικές τουφεκιές για να αναθαρρήσουν οι άνδρες του Παπαφλέσσα και να «πτοηθούν» οι Αιγύπτιοι.
Υστερα από αλλεπάλληλες βολές του αιγυπτιακού πυροβολικού και από
σειρά εφόδων του ιππικού το πρώτο οχύρωμα που έπεσε ήταν αυτό του Παπαφλέσσα και στη συνέχεια αυτό του Βοϊδή. Ακολούθησε δραματική μάχη σώμα με σώμα. Αφού προξένησαν τη μέγιστη δυνατή φθορά στις δυνάμεις των Αιγυπτίων -περισσότεροι από 600 νεκροί- οι υπερασπιστές του Μανιακίου έπεσαν μέχρις ενός.
Η υπόθεση αυτή συγκίνησε τους φιλέλληνες της Ευρώπης και μερικές εβδομάδες μετά τη μάχη στο Μανιάκι κυκλοφόρησε στο Παρίσι λιθογραφία με φανταστική σύνθεση που απεικονίζει την κορύφωση της σύγκρουσης, στην οποία αναγράφεται η φράση: «Η εν Μανιακίω της Πυλίας μάχη, καθ' ην ο Γρηγόριος Παπαφλέσσας, ηρωικώς μαχόμενος, έπεσε ως νέος Λεωνίδας».
Τρεις ημέρες πριν τη μάχη η κυβέρνηση χορήγησε γενική αμνηστία αλλά οι Πελοποννήσιοι οπλαρχηγοί δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν τον Παπαφλέσσα στο Μανιάκι, καθώς ήταν αδύνατον να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους και να μετακινηθούν σε τόση απόσταση σε ελάχιστο χρόνο.
Από το βιβλίο του Ηλία Μπιτσάνη
«Το Νησί (Μεσσήνη)
στο χώρο και το χρόνο»
Η συνέχεια το επόμενο Σάββατο