Παρασκευή, 21 Νοεμβρίου 2025 07:52

Ξεκινά το 11ο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Πελοποννήσου - Η Ντόρα Γιούνγκ στην “Ε” για την ταινία "Abundance"

Γράφτηκε από την

Ξεκινά το 11ο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Πελοποννήσου - Η Ντόρα Γιούνγκ στην “Ε” για την ταινία "Abundance"

Το 11ο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Πελοποννήσου ξεκινά σήμερα, με ένα εντυπωσιακό και πολυδιάστατο πρόγραμμα που υπόσχεται να καθηλώσει το κοινό.

Η τελετή έναρξης θα πραγματοποιηθεί στις 9 μ.μ., στο αμφιθέατρο Θεόδωρος Αγγελόπουλος του Εργατικού Κέντρου Καλαμάτας. Το φεστιβάλ διοργανώνεται από το Κέντρο Δημιουργικού Ντοκιμαντέρ Καλαμάτας, με την οικονομική υποστήριξη του ΕΚΚΟΜΕΔ και της Ένωσης Δήμων Πελοποννήσου, και σε συνδιοργάνωση με τον Δήμο Καλαμάτας, τους Δήμους Τρίπολης, Ήλιδας και Ξυλοκάστρου, καθώς και με τους πολιτιστικούς φορείς των άλλων πόλεων του δικτύου και το ΠΙΟΠ. Θα διαρκέσει έως την Κυριακή, 30 Νοεμβρίου.

Με αφορμή το αφιέρωμα στην Αλληλεγγύη και τιμώντας τον Μάνο Χατζιδάκι, θα παρουσιαστεί, το θεατρικό δρώμενο «Με λένε Αζίζ» σε σκηνοθεσία της Κλεώνης Φλέσσα. Επίσης, δημιουργήθηκε το ντοκιμαντέρ «Το δέντρο που φυτέψαμε» για τα 50 χρόνια του Μορφωτικού Συλλόγου Μεσσηνίας. Το σημερινό πρόγραμμα περιλαμβάνει τα ντοκιμαντέρ: "Return to Homeland" (127') στις 3 μ.μ., "Rap Like Grandma: Suni & 7 Princesses" (30') στις 5.30 μ.μ., "The Granny and Fishes" (30') στις 6 μ.μ., "Survivors" (18') στις 6.30 μ.μ., "8 Seconds" (78') στις 7 μ.μ., "Το δέντρο που φυτέψαμε" (15') και "Με λένε Αζίζ" (10') στις 7 μ.μ., "Wind Has No Tail" (60') στις 10 μ.μ. Την Κυριακή, στις 5 μ.μ., αξίζει να παρακολουθήσετε το «Abundance» της Ντόρα Γιούνγκ. Η ταινία αυτή καταγράφει την ξεχωριστή εξέλιξη και παραγωγή του Φεστιβάλ Χορού Βελιγραδίου, ενός από τα πιο σημαντικά φεστιβάλ σύγχρονου χορού στον κόσμο. Χάρη σε αυτό το φεστιβάλ, το Βελιγράδι έχει γίνει σημαντικός σταθμός στις ζωές καλλιτεχνών που διαμορφώνουν τις τάσεις στον σύγχρονο χορό και θέατρο. Αμέσως μετά, στις 6 μ.μ., θα πραγματοποιηθεί ανοιχτή συζήτηση με θέμα «Επικοινωνιακή Πολιτική και Βιωσιμότητα των Φεστιβάλ», με επίσημες καλεσμένες την καλλιτεχνική διευθύντρια του Φεστιβάλ Χορού της Σερβίας, Anja Jung, και τη διεθνή επιμελήτρια/δραματουργό και καλλιτεχνική συνεργάτιδα του Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου, κυρία Stefanie Carp.

Με αφορμή την προβολή της ταινίας "Abundance" και παρουσία της σκηνοθέτιδας Ντόρα Γιούνγκ, ακολουθεί συνέντευξη μαζί της.

Πώς προέκυψε η ιδέα για το Abundance; Τι σας ενέπνευσε να αφηγηθείτε την ιστορία του Φεστιβάλ Χορού Βελιγραδίου;

Η ιδέα για το Abundance γεννήθηκε από μια μακρόχρονη έλξη μου προς τη σχέση ανάμεσα στην κίνηση και την ταυτότητα. Μεγαλώνοντας μέσα στο Φεστιβάλ Χορού Βελιγραδίου, είδα πώς καλλιτέχνες από εντελώς διαφορετικούς πολιτισμούς μεταμορφώνουν την ίδια σκηνή σε έναν κοινό χώρο ενσυναίσθησης και αντίστασης. Ήθελα να αποτυπώσω αυτή την ένταση — ανάμεσα στην πειθαρχία και το συναίσθημα, την επανάληψη και τη υπέρβαση — μέσα από τον κινηματογράφο.

Ο τίτλος Abundance προέκυψε από την παρατήρησή μου ότι η δημιουργικότητα στον χορό συχνά γεννιέται μέσα από τον περιορισμό. Η Σερβία δεν είναι εύκολος τόπος για να συντηρήσει κανείς τη σύγχρονη τέχνη, κι όμως κάθε άνοιξη το φεστιβάλ αυτό φέρνει μια πλημμυρίδα ζωής, ποικιλίας και γενναιοδωρίας. Ήθελα η ταινία να μεταφέρει αυτό το αίσθημα ζωτικότητας μέσα στον περιορισμό, αυτή την αίσθηση υπερχείλισης της ανθρώπινης ύπαρξης που μπορεί να προκαλέσει η κίνηση, ακόμα και σε εποχές πολιτιστικής λιτότητας.

Ποιο ήταν το αρχικό σας όραμα για το ντοκιμαντέρ και πώς εξελίχθηκε στη διάρκεια της διαδικασίας;

Το Φεστιβάλ Χορού Βελιγραδίου ήταν πάντα για μένα κάτι περισσότερο από πολιτιστικό γεγονός· είναι ένας ζωντανός οργανισμός που διαμόρφωσε την κατανόησή μου για την τέχνη. Έχοντας μεγαλώσει μέσα του, είδα πώς έγινε ένα ζωτικό σημείο σύνδεσης ανάμεσα στη Σερβία και τη διεθνή σκηνή χορού. Υπό τη καλλιτεχνική διεύθυνση της μητέρας μου, Άγια Γιουνγκ, το Φεστιβάλ εξελίχθηκε σε μία από τις πιο σεβαστές πλατφόρμες χορού στην Ευρώπη, φέρνοντας στο Βελιγράδι καλλιτέχνες όπως τον Δημήτρη Παπαϊωάννου, τον Όχαντ Ναχαρίν, τον Άκραμ Καν και πολλούς άλλους. Για μένα, το Φεστιβάλ ενσαρκώνει τον διάλογο ανάμεσα στην απομόνωση και τη σύνδεση. Λαμβάνει χώρα σε μια χώρα που συχνά θεωρείται περιφερειακή, κι όμως συγκεντρώνει καλλιτέχνες που επαναπροσδιορίζουν τη διεθνή γλώσσα της κίνησης. Η κινηματογράφηση δεν αφορούσε μόνο τις παραστάσεις, αλλά και την αόρατη εργασία, το συναίσθημα και την ευθραυστότητα που στηρίζουν αυτό το πολιτιστικό οικοσύστημα.

Γιατί πιστεύετε ότι αυτό το φεστιβάλ αξίζει να αποτυπωθεί σε ταινία;

Επειδή το Φεστιβάλ Χορού Βελιγραδίου αποτελεί ένα σπάνιο πολιτιστικό φαινόμενο — χτισμένο και διατηρημένο σε μια περιοχή που σπάνια δίνει προτεραιότητα στη σύγχρονη τέχνη. Εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια, έχει συνδέσει το Βελιγράδι με τη διεθνή σκηνή, φέρνοντας καλλιτέχνες παγκόσμιας κλάσης σε ένα κοινό που διαφορετικά ίσως να μην είχε ποτέ αυτή την εμπειρία. Το Φεστιβάλ ενσαρκώνει την αντοχή και το όραμα: έναν ανεξάρτητο θεσμό που συνεχίζει να ευδοκιμεί παρά τα εμπόδια. Η κινηματογράφηση του σήμαινε να αποτυπώσω όχι μόνο τα καλλιτεχνικά του επιτεύγματα, αλλά και την ανθρώπινη επιμονή που τα συντηρεί — τη μακρόχρονη, αθόρυβη εργασία που το κρατά ζωντανό κάθε χρόνο.

Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη χορογραφία ή παράσταση που, για εσάς, αποτυπώνει το πνεύμα του φεστιβάλ;

Ναι — στην πραγματικότητα, αρκετές στιγμές. Η εμπειρία του έργου του Δημήτρη Παπαϊωάννου στο Βελιγράδι ήταν καθοριστική. Η προσέγγισή του στην κίνηση, το φως και τη μορφή του ανθρώπινου σώματος αντικατοπτρίζει απόλυτα αυτό που αντιπροσωπεύει το Φεστιβάλ: πειθαρχία, φαντασία και ρίσκο.

Με ποιους τρόπους ο σύγχρονος χορός στο Βελιγράδι αντανακλά την ταυτότητα της πόλης και των ανθρώπων της;

Ειλικρινά, η σκηνή του σύγχρονου χορού στη Σερβία σχεδόν δεν υπάρχει. Επιβιώνει μέσα από λίγους ανεξάρτητους καλλιτέχνες και μικρές πρωτοβουλίες που εργάζονται υπό εξαιρετικά περιορισμένες συνθήκες. Δεν υπάρχει ουσιαστική υποδομή, θεσμική στήριξη ή μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση. Αυτό που την κρατά ζωντανή είναι η επιμονή λίγων ανθρώπων που συνεχίζουν να δημιουργούν παρά τις περιστάσεις.

Με αυτή την έννοια, το Φεστιβάλ Χορού Βελιγραδίου είναι ταυτόχρονα ένα παράθυρο και ένας στόχος. Είναι η μοναδική στιγμή του χρόνου όπου το Βελιγράδι συνδέεται με τον διεθνή κόσμο του χορού, αλλά ταυτόχρονα αποκαλύπτει και το χάσμα ανάμεσα στα παγκόσμια πρότυπα και την τοπική πραγματικότητα. Υπάρχει μια μικρή, αλλά έντονη ομάδα ανθρώπων που επικρίνουν το Φεστιβάλ απλώς επειδή λειτουργεί — επειδή φέρνει ορατότητα, πειθαρχία και συνέχεια σε έναν χώρο που σπάνια ανέχεται την επιτυχία.

Αυτή η ένταση, για μένα, είναι μέρος της ταυτότητας του Βελιγραδίου. Η πόλη είναι γεμάτη αντιφάσεις: παθιασμένη, ταλαντούχα, αλλά συχνά αυτοκαταστροφική. Το Φεστιβάλ αντικατοπτρίζει αυτή την ενέργεια — αναπτύσσεται μέσα από την αντίσταση, και αυτή η αντίσταση το κρατά ζωντανό.

Πώς έχει συμβάλει το φεστιβάλ στη διαμόρφωση της πολιτιστικής ταυτότητας του Βελιγραδίου;

Το Φεστιβάλ δεν διαμόρφωσε την πολιτιστική ταυτότητα του Βελιγραδίου από τη μια μέρα στην άλλη — αποκάλυψε πόσο εύθραυστη ήταν. Όταν ξεκίνησε, δεν υπήρχε σχεδόν κανένα πλαίσιο για τον σύγχρονο χορό, ούτε κοινό, ούτε θεσμική στήριξη. Ό,τι υπάρχει σήμερα έχει σε μεγάλο βαθμό χτιστεί γύρω από τη συνέπεια του Φεστιβάλ. Δημιούργησε ορατότητα, συνέχεια και ένα αίσθημα προτύπου σε έναν τόπο που σπάνια διατηρεί μακροπρόθεσμες πολιτιστικές δομές.

Ταυτόχρονα, το Φεστιβάλ ανέδειξε τη βαθιά αμφιθυμία της χώρας απέναντι στον πολιτισμό. Εδώ ήταν πάντοτε ευκολότερο να επιβραβεύεις την αποτυχία παρά την αντοχή. Αντί να θεωρείται η επιτυχία συλλογική πρόοδος, συχνά αντιμετωπίζεται με καχυποψία. Γι’ αυτό το Φεστιβάλ έχει σημασία — επειδή επιμένει στον επαγγελματισμό, τον διάλογο και τη σύνδεση μέσα σε ένα περιβάλλον που συχνά ανταμείβει το αντίθετο.

Κατά μία έννοια, η μεγαλύτερη προσφορά του δεν είναι μόνο καλλιτεχνική αλλά και ψυχολογική. Απόδειξε ότι κάτι σοβαρό και διεθνώς σημαντικό μπορεί να υπάρξει εδώ χωρίς συμβιβασμό. Είτε αυτό αρέσει είτε όχι, το Φεστιβάλ Χορού Βελιγραδίου έγινε ένας καθρέφτης — που αντικατοπτρίζει τόσο το δυναμικό όσο και την αντίσταση αυτής της πόλης.

Υπήρξαν συγκεκριμένες προκλήσεις κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων στο Βελιγράδι ή στην αποτύπωση της ατμόσφαιράς του;

Το Βελιγράδι είναι οπτικά ισχυρό αλλά απρόβλεπτο. Ο καιρός, η αρχιτεκτονική και η ενέργειά του αλλάζουν συνεχώς, οπότε τα γυρίσματα απαιτούσαν ευελιξία. Δουλέψαμε κυρίως με φυσικό φως, χρησιμοποιώντας τις αντανακλάσεις και τις υφές της πόλης ως μέρος του οπτικού ιστού της ταινίας.

Η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν να αποτυπώσουμε τον παλμό της πόλης χωρίς κλισέ. Ήθελα η πόλη να εμφανίζεται όχι ως φόντο, αλλά ως οργανισμός — ένα ζωντανό σώμα που αναπνέει μαζί με τους χορευτές. Αυτό απαιτούσε υπομονή και συγχρονισμό: να κινηματογραφήσουμε τη στιγμή που η πόλη αποκαλύπτει τον ρυθμό της αντί να τον επιβάλλει.

Πώς αντιδρά το τοπικό κοινό στον σύγχρονο χορό και στους διεθνείς καλλιτέχνες που προσελκύει το φεστιβάλ;

Με τα χρόνια, το τοπικό κοινό έχει αναπτύξει εξαιρετική περιέργεια και ευαισθησία απέναντι στον σύγχρονο χορό. Οι άνθρωποι έρχονται όχι μόνο για να διασκεδάσουν, αλλά για να βιώσουν κάτι μεταμορφωτικό. Αντιδρούν στην κίνηση ως μια συναισθηματική αλήθεια που υπερβαίνει τη γλώσσα.

Παράλληλα, πολλοί διεθνείς καλλιτέχνες λένε ότι το κοινό του Βελιγραδίου είναι από τα πιο ενεργά που έχουν συναντήσει — θερμό, άμεσο και ανοιχτόμυαλο. Αυτή η ανταλλαγή έντασης ανάμεσα στη σκηνή και το κοινό δίνει στο Φεστιβάλ τον μοναδικό του χαρακτήρα.

Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίσατε κατά την παραγωγή;

Η κύρια πρόκληση ήταν να βρω συναισθηματική απόσταση. Όταν κινηματογραφείς κάτι που γνωρίζεις τόσο καλά, είναι εύκολο να το προστατεύεις υπερβολικά. Έπρεπε να κάνω πίσω και να αφήσω το υλικό να μιλήσει από μόνο του.

Σε πρακτικό επίπεδο, ο γρήγορος ρυθμός του Φεστιβάλ σήμαινε ότι έπρεπε να προσαρμοζόμαστε συνεχώς — πρόβες, εγκαταστάσεις και παραστάσεις συνέβαιναν ταυτόχρονα σε πολλούς χώρους. Δεν υπήρχε δεύτερη λήψη. Το συνεργείο έπρεπε να γίνει αόρατο, να κινείται αθόρυβα ανάμεσα σε σκηνές και πόλεις, αποτυπώνοντας στιγμές χωρίς να διαταράσσει τη ροή της δημιουργίας.

Πώς προσεγγίσατε την ισορροπία ανάμεσα στις συνεντεύξεις, την παρατήρηση και το καλλιτεχνικό υλικό — τον χορό, τις εικόνες και τη μουσική;

Ήθελα η ταινία να παραμένει κοντά στη σωματική εμπειρία του να βρίσκεσαι εκεί. Αυτό σήμαινε ελάχιστες εξηγήσεις. Χρησιμοποίησα συνεντεύξεις μόνο όταν πρόσθεταν μια οπτική που δεν μπορούσε να εκφραστεί μέσω της εικόνας ή του ήχου.

Το υπόλοιπο προήλθε από την παρατήρηση — μακρές, ήσυχες στιγμές όπου μπορείς να νιώσεις τη συγκέντρωση, την εξάντληση ή την ανακούφιση. Η μουσική χρησιμοποιήθηκε με φειδώ· στηριχθήκαμε κυρίως στους φυσικούς ήχους — αναπνοές, βήματα, ήχους της σκηνής. Ο στόχος ήταν να παραμείνει η ταινία ειλικρινής, ώστε οι θεατές να αισθανθούν ότι βρίσκονται μέσα στον χώρο, όχι ότι τον παρακολουθούν από απόσταση.

Τι θα θέλατε να νιώσουν ή να σκεφτούν οι θεατές μετά την προβολή του «Abundance»;

Ελπίζω οι θεατές να φύγουν με ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης — όχι μόνο για τον χορό, αλλά για την ανθρώπινη ικανότητα να δημιουργεί νόημα μέσα σε δύσκολες συνθήκες. Ο τίτλος Abundance αναφέρεται σε αυτό το παράδοξο: πώς η ομορφιά συχνά αναδύεται από την έλλειψη. Αν η ταινία καταφέρει να κάνει το κοινό να νιώσει την αόρατη εργασία και την αφοσίωση πίσω από την τέχνη, και να αναγνωρίσει τη σιωπηλή δύναμη της επιμονής, τότε έχει εκπληρώσει τον σκοπό της.

Πιστεύετε ότι αυτή η ταινία μπορεί να επηρεάσει τον τρόπο που αντιλαμβάνεται διεθνώς ο σύγχρονος χορός των Βαλκανίων;

Το ελπίζω. Τα Βαλκάνια συχνά παρουσιάζονται μέσα από το πρίσμα της πολιτικής ή της σύγκρουσης, σπάνια μέσα από τον πολιτισμό. Ωστόσο, η περιοχή είναι γεμάτη εξαιρετικούς καλλιτέχνες που αξίζουν ορατότητα. Παρουσιάζοντας το Φεστιβάλ και τους καλλιτέχνες του σε διεθνές πλαίσιο, η ταινία συμβάλλει στο να επαναπροσδιοριστεί η εικόνα αυτής της περιοχής της Ευρώπης: όχι ως περιφέρεια, αλλά ως πηγή δημιουργικής ενέργειας που εμπλουτίζει τη διεθνή σκηνή.

Αν έπρεπε να περιγράψετε την ουσία του ντοκιμαντέρ με μία λέξη, ποια θα ήταν;

Ανθεκτικότητα. Επειδή το Abundance είναι τελικά μια ταινία για την επιμονή — των καλλιτεχνών, των διοργανωτών και του κοινού που συνεχίζουν να πιστεύουν στη μεταμορφωτική δύναμη της τέχνης. Είναι μια ταινία για τη δύναμη που γεννιέται μέσα από την ευαλωτότητα και τη σιωπηλή πεποίθηση ότι η ομορφιά εξακολουθεί να έχει σημασία.

BIOΓΡΑΦΙΚΟ

Η Ντόρα Γιούνγκ είναι γεννημένη στις 9 Ιουλίου του 1997 ατην Κέρκυρα, Ελλάδα. 

Το 2016 εγγράφηκε στη Σχολή Μέσων και Επικοινωνιών, τμήμα κινηματογράφου, όπου μέντορές της κατά τη διάρκεια των σπουδών της ήταν ο Vuk Ršumović και η Snežana Penev. Το 2019, έκανε ένα ντοκιμαντέρ μικρού μήκους για τη Φιλαρμονική του Βελιγραδίου με τίτλο "More Than Classics". Το 2021, γύρισε μια ταινία μικρού μήκους The Verdict, η οποία έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ca Foscari στη Βενετία. Το 2022, ξεκίνησε τα γυρίσματα ενός ντοκιμαντέρ για το Φεστιβάλ Χορού του Βελιγραδίου, η πρεμιέρα του αναμένεται το 2024.  

Δείτε περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το Φεστιβάλ και το πρόγραμμά του εδώ.