Μιλήσαμε μαζί της για πολλά: για τις σκοτεινές και τις φωτεινές σελίδες των βιβλίων της, για τον μόχθο της γλώσσας, για την ανάδειξη του ταπεινού ανθρώπου και του υποφωτισμένου σκηνικού, για τους γενέθλιους τόπους, για το οικείο που γίνεται ξένο και το ξένο που γίνεται οικείο, για τα βουβά κύματα που μας σαρώνουν, για τη λογοτεχνία που γίνεται ζώσα κίνηση και εικόνα. Είναι μεγάλη μας χαρά που μοιραζόμαστε μαζί σας μια τόσο μεστή συνομιλία με μια τόσο δεινή εργάτρια της γραφής - και ελπίζουμε να την απολαύσετε.
- Ανάμεσα στα θέματα που πραγματεύεστε κυριαρχεί νομίζω η μοναξιά, η εσωτερική μοναξιά. Αν και πρόκειται πιθανόν για δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, εσείς την αντιμετωπίζετε κυρίως ως ατομικό ψυχολογικό φαινόμενο ή ως κοινωνικό;
Σε καμία περίπτωση δεν είναι μόνο το ένα ή μόνο το άλλο. Στους χαρακτήρες όπως προσπαθώ να τους πλάσω, είτε πρόκειται για πρωταγωνιστικούς ή για δευτεραγωνιστικούς, είτε για ανθρώπους που η συμμετοχή τους στην πλοκή είναι πολύ μικρή, σίγουρα θέλω να βρω τους λόγους που πολλές φορές βυθίζονται σε μια φάση ατομικής μοναξιάς. Σε πολλές περιπτώσεις συμβάλλει και η γενικότερη κοινωνική συνθήκη. Σαν πότε η ζωή να τους φιλοξενεί και πότε να τους αποδιώχνει, πότε να ευθύνεται το προσωπικό, το οικογενειακό, και πότε το ευρύτερο περιβάλλον τους, πότε οι σχέσεις τους να είναι πιο λειτουργικές και πότε δυσλειτουργικές... και κάπου χάνονται μέσα σε όλα αυτά οι άνθρωποι.
- Ενα συγγενές θέμα που αναδεικνύετε -με αφορμή τις ιστορίες των ναυτικών αλλά όχι μόνο- είναι η πατρίδα, ο τόπος, το σπίτι, που παύουν να είναι οικεία, όταν δικό σου έχει γίνει πια το ξένο, το μακριά… Γιατί αυτό το αίσθημα μοιάζει τόσο διαχρονικό και τόσο επίκαιρο;
Ο γενέθλιος τόπος του καθενός πιστεύω ότι είναι η συναισθηματική πρωτεύουσα όλης της ζωής του. Διότι εκεί ζει τα θεμελιακά παιδικά και εφηβικά του χρόνια, κατά κανόνα, και εκεί αποκτά για πρώτη φορά αίσθηση του εαυτού, του άλλου, της οικογένειας, της γειτονιάς, του ορίζοντα του ανοιχτού - κι όλα αυτά είναι πρωτόγνωρες εμπειρίες για το άτομο. Νομίζω πως αυτός είναι και ο λόγος που πολλές φορές ο γενέθλιος τόπος, ακόμα κι αν πρόκειται για ένα πολύ μικρό νησί, μια πολύ περιορισμένη κοινωνία, με ενδιαφέρει στα βιβλία. Γιατί προσπαθώ να εμβαθύνω στη σχέση με τον τόπο, και ο μικρός τόπος με βοηθάει να μη μου διαφύγουν μείζονα πράγματα. Να περιγράψω και το ανθρώπινο και το φυσικό τοπίο, το ηχητικό, το ιστορικό…
Οι ναυτικοί όταν φεύγουν, φεύγουν για λόγους βιοπορισμού οι περισσότεροι, δεν είναι τυχοδιώκτες που αναζητούν την περιπέτεια. Δεν μιλάμε για τις λίγες περιπτώσεις: Οι περισσότεροι φεύγουν για να μπορέσουν να θρέψουν την οικογένειά τους - και τον τόπο τους, όπου κι αν πάνε, στην άλλη άκρη του πλανήτη να βρίσκονται, στους πέντε ωκεανούς, το νησί τους το κουβαλάνε μέσα τους. Αλλά βέβαια, μέσα στα βιβλία δεν είναι μόνον ο νόστος για τον τόπο: είναι ο νόστος για ανθρωπιά, για τις ανθρώπινες σχέσεις, την τρυφερότητα, την αγάπη.
Από κει και μετά στη λογοτεχνία, ξέρετε, και το ξένο γίνεται οικείο. Χωρίς να γνωρίζουμε από κοντά τις πολύ μικρές πόλεις όπου διαδραματίζονται για παράδειγμα οι ιστορίες του Ρέιμοντ Κάρβερ, της Αννυ Πρου, της Αλις Μονρό, οι ιστορίες αυτές μας “πιάνουν” και συμμετέχουμε ψυχή τε και σώματι. Η λογοτεχνία έχει αυτή τη δυνατότητα: να κάνει το παλιό καινούριο, το ξένο οικείο. Διαβαίνει σύνορα, και εθνικά και φυλετικά και θρησκευτικά...
Καμιά φορά, ο δικός μας τόπος μπορεί να μας πληγώνει επειδή τον πονάμε ιδιαίτερα και δεν αντέχουμε κάτι που συμβαίνει εκεί.
- Αραγε και ο θάνατος (που λειτουργεί ως καταλύτης στις “Χίλιες Ανάσες” αλλά υπήρξε και έναυσμα παλιότερων βιβλίων σας, όπως η “Μικρά Αγγλία”) δεν δημιουργεί κι αυτός τέτοιες ανοίκειες συνθήκες μέσα στις οικείες, αναδιατάσσοντας τον ζωτικό μας χώρο ανάμεσα στο παρόν και στη μνήμη;
Ναι. Πόσω μάλλον όταν πρόκειται για το θάνατο πολύ αγαπημένου προσώπου, που είναι ένα οριστικό πια γεγονός και σε αυτή την περίπτωση οι άνθρωποι δεν κλείνουν την υπόθεση σ’ ένα φάκελο που θα τον βάλουν στο συρτάρι. Γιατί ο θάνατος του αγαπημένου προσώπου κατά κάποιο τρόπο προκαλεί ανακεφαλαιώσεις, απολογισμούς, επανακαθορίζει τη σχέση, την εμβαθύνει και την περιφρουρεί για πάντα. Δεν πιστεύω ότι ο αγαπημένος νεκρός λησμονιέται ή πρέπει να λησμονιέται, όσο και να μαζεύουν οι άνθρωποι τα κομμάτια τους για να πάνε παρακάτω. Πιστεύω ότι είναι αναντικατάστατος ο κάθε δικός μας άνθρωπος - απεχθάνομαι τη φράση “ουδείς αναντικατάστατος”.
Από την άλλη, καταλαβαίνω ότι στα βιβλία μου πιάνω “σκοτεινά” θέματα - αλλά νομίζω ότι υπάρχουν και οι διακόπτες που τους πατάς και ρίχνουν φως. Δεν κλειδώνω τον αναγνώστη σ’ ένα πνιγηρό λαγούμι χωρίς έξοδο. Δουλειά του καλλιτέχνη, και του λογοτέχνη συνεπώς, είναι να έχει οξυδέρκεια στον πόνο, στο φόβο, στα δύσκολα συναισθήματα, στη φτώχεια, στη βαριά αρρώστια... κι ακόμα κι όταν ψυχανεμιζόμαστε ότι θα λυγίσουμε, προσπαθούμε να τραβήξουμε όσο μπορούμε πιο βαθιά μέσα στην ανθρώπινη περιπέτεια. Αλλά δεν είμαστε και θανατολάγνοι, να το πω έτσι, ενδιαφερόμενοι για πεισιθάνατες σελίδες! Νομίζω μάλιστα πως και το γεγονός ότι κάθε σοβαρός στη δουλειά του αφιερώνει ένα, δύο, πέντε χρόνια για να γράψει ένα βιβλίο, όλος αυτός ο μόχθος, δοξαστικός της ζωής είναι σε τελευταία ανάλυση. Γιατί νιώθεις ότι ακόμα και στα πολύ δύσκολα θέματα, όταν είναι με προσοχή και σοβαρότητα επεξεργασμένα, μέσα σε μια συλλογή διηγημάτων ή σε ένα μυθιστόρημα που είναι ευρύτερη σύνθεση, πιο περίπλοκη, υπάρχουν αυτές οι παράγραφοι, αυτές οι σελίδες που μας βοηθούν να καταλάβουμε. Να ξεμπλοκάρουμε “το θολωμένο μας μυαλό” που έλεγε κι ο Ακης Πάνου, να κατανοήσουμε περισσότερο τα κλειδιά της ζωής. Και αυτό είναι μια μικρή λύτρωση, μια ανακούφιση και μια εμψύχωση για τα παρακάτω.
- Τη Μικρά Αγγλία -δηλαδή την ίδια την Ανδρο του περασμένου αιώνα, αλλά και το βιβλίο σας- την κυβερνούσαν οι γυναίκες, την ιστορία των οποίων βγάλατε από τη σκιά στο φως. Στις “Χίλιες Ανάσες” πρωταγωνιστούν επίσης 3 γυναίκες με φόντο ένα νησί. Τι ήταν αυτό που νιώσατε πως έπρεπε να φωτιστεί για τη σύγχρονη ιστορία των γυναικών;
Εχουν περάσει πολλά χρόνια, είναι πολύ διαφορετικές οι συνθήκες, ωστόσο ο πυρήνας των σχέσεων δεν είναι τόσο διαφορετικός. Και εκεί και εδώ χρησιμοποιώ έναν μικρό τόπο, σαν μικρογραφία πλήρους κοινωνίας. Εκεί ήταν το γυναικομάνι, ο γυναικόκοσμος εφόσον οι άντρες έλειπαν στο ταξίδι. Εδώ είναι κάτι διαφορετικό, αλλά διαπνέεται νομίζω πάλι από τη ραχοκοκαλιά των σχέσεων, οικογενειακών και προσωπικών. Επιμένω να γράφω για τις ανθρώπινες σχέσεις, που ποτέ δεν είναι ολόχαρες ή μόνο με προβλήματα. Δοκιμάζονται, αποσταθεροποιούνται, επανακαθορίζονται, εμπλουτίζονται, από λογιώ λογιώ εμπειρίες. Και στη σημερινή εποχή, αυτές οι 3 γυναίκες πότε δαμάζονται από τα κύματα της σκληρής πραγματικότητας στα οποία βολοδέρνουμε όλοι τα τελευταία χρόνια, και πότε αποζητούν, ανάσα την ανάσα, τη συμπόρευσή τους, την αλληλεγγύη η μία στην άλλη· να κατανοήσουν καλύτερα αυτό που συμβαίνει, να σταθούν πιο κοντά σε αυτούς που έχουν ανάγκη.
- Η επιλογή του νησιού στα έργα σας έχει μήπως και μια υπαρξιακή διάσταση, εντείνοντας ίσως την έννοια της απομόνωσης, της φαινομενικής έστω αποστασιοποίησης των ηρώων;
Μπορεί να είναι και αυτό που λέτε - εννοείτε το περίκλειστο που έχει ένα νησί εφόσον από θάλασσα... Από την άλλη μεριά, δεν είναι και κελί, διότι υπάρχει ουρανός και ορίζοντας. Απλώς εμένα μου επιτρέπει, και μου επιβάλλει αν θέλετε, να μην αφήσω κατά το δυνατόν τίποτα να πάει χαμένο. Να πιάσω τις μικρές λεπτομέρειες, τα παραπεταμένα, αυτά που ένας τουρίστας δεν θα προσέξει ποτέ, δεν θα αφεθεί να τα νιώσει, να τα μάθει. Εκεί, μπορώ να αφουγκραστώ, να περπατήσω, να παρακολουθήσω, να ακολουθήσω τους ανθρώπους, να κάνω πρωταγωνιστές σε κάποιες σελίδες ακόμη κι αυτούς που δεν είναι οι πυλώνες της πλοκής. Γιατί αυτό νομίζω πως κάνω, πάνω κάτω, σε όλα τα βιβλία: Κοιτάζω τους ανθρώπους που δεν ξεχωρίζουν, που δεν είναι οι επιδραστικοί στην κοινωνία, δεν είναι ηγετικές μορφές. Το ταπεινό με ανάβει. Το ταπεινό και το τετριμμένο. Αυτοί οι άσημοι πολίτες, οι σπαρμένοι σε κοινωνίες που δεν είναι φωτισμένες από τις φωταψίες της επικαιρότητας.
- Θα μπορούσε λοιπόν να πει κανείς ότι το σουέλ, το βουβό κύμα, πέρα από τίτλος ενός από τα βραβευμένα σας βιβλία, περιγράφει επίσης το ύφος και τους ήρωές σας. Σαν όλη η ουσία, η δράση -και τα αδιέξοδά της- να συμβαίνουν στο βάθος, χωρίς ηχηρά ξεσπάσματα. “Ιψενικά”. Είναι έτσι;
Το σουέλ είναι το βουβό κύμα του ωκεανού, αλλά είναι και το βουβό κύμα της συνείδησης, το βουβό κύμα της μνήμης, το βουβό κύμα της αποσιώπησης θεμάτων του παρελθόντος, τα οποία πιέζουν πάντοτε το μέλλον. Είναι ο αχός του ωκεανού και των μποφόρ που ο καθένας μπορεί να έχει μέσα στην ψυχή του.
- Μέχρι ποιο σημείο πιστεύετε πως η ρεαλιστική αποτύπωση και ανάλυση της πραγματικότητας βοηθά ένα λογοτεχνικό κείμενο, και πότε ίσως απειλεί να το αποδυναμώσει;
Δεν επιδιώκω να έχουν δοκιμιακό χαρακτήρα τα βιβλία μου. Μπορεί να διαβάζω πολύ όταν ετοιμάζω κάποιο θέμα, για να μην κάνω λάθη, για να ερευνήσω τα πραγματολογικά δεδομένα, τα θέματα που απαιτούν έρευνα - αλλά δεν είναι επιστημονικό δοκίμιο η λογοτεχνία. Πρέπει να θέλεις να κάνεις την υπέρβαση με το ρίσκο να σπάσεις τα μούτρα σου, αλλιώς δεν έχει και νόημα. Με ενδιαφέρει αυτά που γράφω (από τη στιγμή που δεν είναι προσωπικό ημερολόγιο που το κλειδώνω σ’ ένα συρτάρι, αλλά τα πάω στον εκδότη) να διαβαστούν. Με ενδιαφέρει συνεπώς ο αναγνώστης, που τον σκέφτομαι όταν πια κάνω το τέταρτο-πέμπτο χέρι (νωρίτερα... σκοτώνομαι με τον εαυτό μου, με αυτόν παλεύω).
Με ενδιαφέρει ο αναγνώστης να συμμετάσχει, έχω απαίτηση από τον αναγνώστη να ξεχωρίσει κάποιες φράσεις, να έχει τη δική του γνώμη, να πάει τα ερωτήματα τα δικά μου παραπέρα. Και θέλω να αντιληφθεί επίσης το βιβλίο σαν ένα μόχθο πάνω στη γλώσσα, πάνω στη γραφή. Δεν με ενδιαφέρει μόνο η έκβαση μιας πλοκής, ποιος παντρεύτηκε ποια, ποια κεράτωσε ποιον, ποιος αυτοκτόνησε και ποιος χρεοκόπησε. Μετράει η αίσθηση που παίρνεις από τη γλώσσα, που πάντα ψάχνω να είναι συμβατή με το θέμα μου, να είναι διαπεραστική, να είναι αισθαντική, να έχει όλα αυτά τα καλά που την κάνουν εντέλει σύμμαχο στη ζωή: Διότι αν έχεις τις λέξεις, το λεξιλόγιο και τις εκφράσεις, μπορείς να βάζεις διατύπωση σε αυτό που σε απασχολεί κάθε φορά. Αλλιώς πιο εύκολα γίνεσαι θύμα, είσαι πιο ευάλωτος στη ζωή.
- Μιλώντας η ίδια για τα βιβλία σας, αισθάνεστε ότι πλουτίζετε τη δική σας εμπειρία της συγγραφής αλλά και την αναγνωστική εμπειρία του κοινού σας - ή καμιά φορά ανησυχείτε μήπως “θολώσει” το έργο από αχρείαστες αναλύσεις; Ο καθένας είναι διαφορετικός, κι ένα βιβλίο ποτέ δεν είναι το ίδιο. Ούτε οι αναγνώστες που το αγάπησαν - γιατί ο καθένας το προσλαμβάνει με βάση τα δικά του βιώματα και την κατάστασή του τη συγκεκριμένη στιγμή που συναντιέται μαζί του.
Από τη στιγμή που θέλουν οι αναγνώστες να με συναντήσουν, εγώ είμαι απίκο. Οχι μόνο δεν μπορώ να πω πως αρνούμαι να έρθω, αλλά μακάρι να είχα και το χρόνο να περπατήσω μαζί τους στην πόλη τους, να μυρίσω την ιστορία του καθενός, να χωθώ για παράδειγμα στο κορμί της Καλαμάτας όπου ήρθα πρόσφατα.
Αυτή η συνάντηση με τους αναγνώστες, είτε πρόκειται για λέσχες ανάγνωσης είτε για πανεπιστήμια και σχολεία ή πολιτιστικά στέκια, έχει πολύ μεγάλη χρησιμότητα και για εμάς: Ακούμε απόψεις που διατυπώνονται από τους παρόντες, ή καλύτερα τις παρούσες - και το λέω αυτό γιατί άντρες και γυναίκες συγγραφείς κι εκδότες και βιβλιοπώλες ξέρουμε ότι η φιλαναγνωσία είναι κυρίως γυναικεία υπόθεση. Επιτρέψτε μου να το σημειώσω αυτό, γιατί πιστεύω ότι η φιλαναγνωσία είναι μια μορφή ενεργητικής συμμετοχής στη ζωή. Συμβάλλει στη διαμόρφωση προσωπικής άποψης για αυτό που συμβαίνει κάθε φορά.
Αν θεωρούσα λοιπόν ότι ήταν άχρηστες ή περιττές αυτές οι συναντήσεις, δεν είχα κανένα λόγο να πάω. Είναι όμως μια συμμετοχή στην αληθινή ζωή. Και είναι επίσης μια επαφή των ανθρώπων που αποτελούν τον κύκλο του βιβλίου, μια τιμή στην οποία θέλω να συμμετέχω - σ’ αυτή τη σύνδεση που έχουμε ο ένας με τον άλλο εμείς που διαβάζουμε (μιλώ βέβαια τώρα πιο πολύ σαν αναγνώστρια).
- Υπάρχουν συγγραφείς που τρέμουν τη μεταφορά ενός βιβλίου τους στην οθόνη - και άλλοι που αγκαλιάζουν κάθε τέτοια προοπτική. Εσείς σε αυτό εμπιστευτήκατε τον σύντροφο και συνοδοιπόρο της ζωής σας, τον Παντελή Βούλγαρη. Θα ήσασταν πιο επιφυλακτική απέναντι σε κάποια άλλη πρόταση;
Καταρχήν να ξεκαθαρίσω ότι όταν γράφω ένα βιβλίο δεν σκέφτομαι ποτέ ότι μπορεί να μεταφερθεί στον κινηματογράφο ή στο θέατρο - που έχουν συμβεί και το μεν και το δε. Μάχομαι για την πεζογραφία, δεν μου περνάει από το μυαλό κάτι άλλο. Οταν προκύψει, εξαρτάται από την πρόταση, αν είναι αξιόπιστη και σοβαρή. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό.
Κυκλοφορεί όμως κάτι σαν κλισέ, ότι τα βιβλία του έχουν αγαπηθεί, δύσκολα αποδίδονται καλά στον κινηματογράφο. Δεν ισχύει. Αν σκεφτεί κανείς κορυφαίους σκηνοθέτες του κινηματογράφου, ο Βισκόντι πάντα έκανε ταινίες από βιβλία, ο Κιούμπρικ το ίδιο, και οι περισσότερες ξένες ταινίες που βλέπουμε λένε από κάτω “based on a novel” - είναι φτιαγμένες πάνω σε βιβλία.
Εγώ πλησίασα την ιστορία αυτή (χωρίς να θέλω αρχικά να γράψω η ίδια το σενάριο, αλλά δεν γινόταν και διαφορετικά έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα) με πάρα πολλή σεμνότητα μπορώ να πω. Γιατί ξέρω ότι η πεζογραφία είναι άσκηση στη μοναχικότητα και τελείως προσωπική ευθύνη, στο 100%: Αν αυτό που γράψω δεν είναι καλό, εγώ θα χτυπάω το κεφάλι μου. Το σενάριο όμως είναι αλλιώς, διότι εμπλέκονται πολλοί άνθρωποι που επενδύουν τη δουλειά τους, το μόχθο, τις προσδοκίες τους σε μία κινηματογραφική ταινία. Οφείλω λοιπόν να μην παριστάνω τον ξερόλα, να μην είμαι καβαλημένο καλάμι -ούτως ή άλλως δεν νομίζω πως είμαι ποτέ-, αλλά να αδημονώ να αποκτήσουν κι άλλοι πρωτοβουλία, να πουν τη δική τους γνώμη, ν’ αμφισβητήσουν... Και πάνω από όλα ο σκηνοθέτης, που επιμελείται την ενορχήστρωση των επιμέρους καλλιτεχνικών συντελεστών, αλλά και οι ηθοποιοί. Αλλωστε αυτούς βλέπουμε στην οθόνη, δεν βλέπουμε το σεναριογράφο, ούτε το σκηνοθέτη ούτε τον παραγωγό ούτε τον μοντέρ. Μόνο τους ηθοποιούς, που τους λατρεύω - σαν την Πέπη, μία από τις 3 ηρωίδες στις “Χίλιες Ανάσες”.