Κυριακή, 14 Ιουνίου 2020 08:52

O Κυρ. Κατζουράκης στην "Ε": "Η ΔΕΠΑΚ είναι μια υποθήκη που στην Ελλάδα της κρίσης μπορεί να γίνει εργαλείο ζωής"

O Κυρ. Κατζουράκης στην "Ε": "Η ΔΕΠΑΚ είναι μια υποθήκη που στην Ελλάδα της κρίσης μπορεί να γίνει εργαλείο ζωής"

Ισχυροί δεσμοί και εμπειρίες συνδέουν τον καταξιωμένο εικαστικό, σκηνοθέτη και πανεπιστημιακό δάσκαλο Κυριάκο Κατζουράκη με τη Μεσσηνία, την οποία επισκέφθηκε και πάλι πριν από λίγες μέρες.

Η Πινακοθήκη Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης στο Πνευματικό Κέντρο εμπλουτίστηκε με ένα μνημειώδες έργο του, το “Τέμπλο”. Με την κίνησή του αυτή ο ίδιος επισφραγίζει μια σχέση ετών με τον τόπο, για την οποία μιλά αυτό το ΣΚ στην “Ε”, για πρώτη φορά…

- Με αφορμή τη μεταφορά του έργου σας “Τέμπλο” ξαναβρεθήκατε στην Καλαμάτα. Τι σας συνδέει με την πόλη, με το νομό γενικότερα;
Η Καλαμάτα πριν από πολλά χρόνια ήταν η πρώτη πόλη που ξεκίνησε με τη ΔΕΠΑΚ, το δίκτυο των εικαστικών εργαστηρίων, ένα θεσμός που καρποφόρησε σε αρκετές πόλεις. Ετσι εκτός από την ιδιαίτερη ομορφιά της, έγινε κάπως σαν σύμβολο στήριξης της τέχνης. Αυτό είναι η αρχική σύνδεσή μου με την πόλη. Μετά ξεκίνησα την ταινία “USSAK”, το σενάριο της οποίας γράψαμε μαζί με την Κάτια Γέρου και που ένα μεγάλο μέρος της γυρίστηκε στη Μεσσηνία. Δε θα ξεχάσω την πρώτη ξενάγηση στη Μεσσηνία από το φίλο και εκδότη μου Νίκο Χαϊδεμένο, που αφού διάβασε το σενάριο, μου πρότεινε να γυριστεί εδώ. Μας πήγε στα μαγικά μέρη που τελικά γυρίστηκε η ταινία. Και το πιο σημαντικό ήταν και είναι η σχέση που αναπτύξαμε με τους ερασιτέχνες ηθοποιούς της Καλαμάτας, υπέροχοι συνεργάτες και ολοκληρωτικά δοσμένοι στις άπειρες πρόβες και στα γυρίσματα, καθώς επίσης και με τους εθελοντές που συμμετείχαν στις σκηνές του πλήθους”.

- Το “Τέμπλο” έγινε σε τι φάση της ζωής σας;
Το “Τέμπλο” περιέχει την επιθυμία μου να φτιάξω ένα «συνολικό έργο», που θα περιλαμβάνει την αρμονία «φόρμας και περιεχομένου». Ηξερα από την αρχή, από το 1990 που άρχισα τα πρώτα προσχέδια, ότι θα με οδηγήσει σε κάτι καινούριο.   

- Τι δεσμούς έχετε εσείς προσωπικά με την πίστη; Τη θρησκεία;
Οταν επισκέφτηκα το 1986 το Ορος, σε μια επίσημη συνάντηση με τον ηγούμενο της Μονής Ιβήρων, με όλο το προσωπικό της μονής γύρω μας, του είπα ότι είμαι άθεος, αλλά με διακατέχει η πίστη ότι η τέχνη θα αλλάξει τον κόσμο. Απάντησε με ενθουσιασμό εις επήκοον όλων: «είσαι πιστός μέχρι το κόκκαλο, η πίστη καθενός δεν μπαίνει σε ζυγαριά, είναι κάτι τελείως προσωπικό. Ο θεός σου είναι η τέχνη σου!».

- Τα πρόσωπα που βλέπει κανείς στο “Τέμπλο” είναι πρόσωπα υπαρκτά; Υπάρχουν στοιχεία και από εσάς τον ίδιο άραγε;
Θα σας πω μια μικρή ιστορία. Το 1993, όταν δουλεύαμε το θεατρικό μέρος στου Ψυρρή (είχα στήσει το “Τέμπλο” στη μέση μια τεράστιας εγκαταλειμμένης αποθήκης. Η μεγάλη ξύλινη πόρτα είχε χαραμάδες, τα τζάμια γύρω όλα σπασμένα, γεμάτη περιστέρια και διάφορα σκουπίδια), μια Κυριακή πρωί ανοίγει την πόρτα ένας ταλαίπωρος ρακένδυτος άνθρωπος, κοιτάζει το “Τέμπλο” και δείχνοντας ένα γυναικείο πορτραίτο λέει: «Αυτήν εγώ την ξέρω, είναι η τάδε –είπε ένα όνομα– πού τη βρήκες;». Και μετά άρχισε να περιγράφει το “Τέμπλο” σαν να ήταν δικό του, σαν να το ήξερε από πάντα. Αυτό ήταν το μεγάλο δώρο αυτού του άγνωστου, εκείνες τις πολύ δύσκολες μέρες. Είχαμε βουρκώσει με την Κάτια, τον κοιτάζαμε με δέος, μας αποχαιρέτησε ευγενικά και έφυγε. Εκεί κατάλαβα ότι το αληθινό είναι πιο πραγματικό από την πραγματικότητα”.
Μαζί με την Κάτια Γέρου ανεβάσαμε και το θεατρικό μέρος “Τέμπλο - Οίκος ενοχής”
- Τι θυμάστε από την περίοδο που διδάξατε στην ΔΕΠΑΚ;
Ημουνα επισκέπτης διδάσκων για ένα χειμώνα. Αυτό που δε θα ξεχάσω είναι μια αίσθηση ότι κάτι πολύ συγκινητικό συνέβαινε, που το αγκάλιασε η πόλη, σαν ανάγκη και όχι σαν στολίδι. Τότε άρχισε η Μαραγκοπούλου να στήνει το εργαστήριο του χορού, ο Δ. Λεβεντάκος το σινεμά, η Κλ. Δίγκα το εικαστικό, πολλοί καλλιτέχνες δίδασκαν, εκθέσεις, προβολές, συζητήσεις, κάτι σαν έκρηξη πολιτισμού σε μια πόλη που έσφυζε από ζωή, που ο μεγάλος σεισμός τότε δεν την κατέστρεψε. Μοιάζει μακρινό παρελθόν, αλλά δεν είναι. Είναι μια υποθήκη που στην Ελλάδα των χρόνων της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης που ζούμε, μπορεί να γίνει εργαλείο ζωής.

- Πώς επιλέξατε τις τοποθεσίες της περιοχής στις οποίες κάνατε τα γυρίσματα για το φιλμ “USSAK”;
Με έρωτα από την πρώτη στιγμή, κου ντε φουτρ που λένε οι Γάλλοι. Τι να πρωτοπώ... τη Μονή Βουλκάνου, το Ανω Ψάρι, την Αρχαία Μεσσήνη, τους Χράνους, τις γέφυρες και τους δακρυσμένους σιδηροδρομικούς σταθμούς που ακόμα δεν πιστεύουν ότι τους ακύρωσαν, την Αρκαδική Πύλη…
- Εχετε στα σκαριά κάποια νέα ταινία; Με τι κριτήριο καταλήγετε στο σενάριο στο οποίο θα “πατήσετε”;
Η τέχνη είναι μια διαρκής εκκρεμότητα. Ετοιμάζουμε με την Κάτια τη συνέχειά μας. Είναι η στιγμή –κρατάει ευτυχώς πάρα πολύ– που όλα είναι στο τραπέζι.

 - Δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στις πολλές σας ιδιότητες. Σκηνογραφία, ζωγραφική, σκηνοθεσία, γραφή. Ασχολείστε με όλα τα παραπάνω ταυτόχρονα ή κατά περιόδους αφιερώνεστε σε έναν τομέα και μόνον;
Και ταυτόχρονα και κατά περιόδους, ναι, ισχύει κι ας φαίνεται παράδοξο. Είναι φορές που θεματικά συγκλίνουν. Π.χ. στις ταινίες ξεκινάω από το σενάριο, αλλά και από τη ζωγραφική, σχεδιάζοντας τις σεκάνς με χρώμα. Και ένα επιπλέον στοιχείο: Κάθε πίνακας είναι μια μορφή σκηνοθεσίας. Με λίγα λόγια, ποτέ δεν προαποφασίζω. Το ίδιο το θέμα συνήθως μου κλείνει το μάτι, σαν να λέει “φτιάξε με έτσι”.

- Οι ενασχολήσεις σας θυμίζουν το πρότυπο του “homo universalis”. Πόσο εφικτό είναι κάτι ανάλογο, θεωρείτε, για έναν άνθρωπο, για έναν καλλιτέχνη του σήμερα;
Πιστεύω ότι όλα ξεκινούν από μια ανάγκη. Να σας φέρω ένα παράδειγμα, στην πρώτη μου ταινία «ο Δρόμος προς τη Δύση» το 2001 – 2003, όταν έφτασε η στιγμή του μοντάζ προσπάθησα να συνεργαστώ με επαγγελματίες μοντέρ. Ηταν αδύνατον. Δε μπορούσα να εξηγήσω με λόγια τι ήθελα κι έτσι αναγκάστηκα –που λέει ο λόγος– πρώτον να μάθω τι είναι κομπιούτερ και μετά να μάθω την τεχνική του μοντάζ επί της ταινίας μου. Κι όλα αυτά για να επικοινωνήσω με τους μοντέρ. Ομως γοητεύτηκα τόσο πολύ από τη δύναμη του μοντάζ, που κατέληξα να έχω κι αυτήν την ιδιότητα, όπως λέτε. Το δε σενάριο του “Δρόμου” στην ουσία γράφτηκε από την Κάτια, εμένα και την ιστορία της “Ιρίνας” από τη Μάρω Δούκα (έγινε και αυτόνομο θεατρικό δρώμενο με τίτλο «Σας αρέσει ο Μπραμς;», που φυσικά έχει την υπογραφή της Μάρως και εγώ το σκηνοθέτησα, το έστησα και το έντυσα). Και για να καταλήξω: Δεν είναι η πενία που τέχνες κατεργάζεται, είναι επιλογή και μόνον όταν συμβαίνει με φυσικό τρόπο, υπάρχει αυτή η διαπίδυση των τεχνών μεταξύ τους.

- Μαθητεύσατε κοντά στον μεγάλο Μόραλη, τον οποίο αγαπούν και τιμούν οι σημερινοί λάτρεις της τέχνης. Πώς ήταν ως άνθρωπος, ως δάσκαλος; Τι κρατάτε πάντα από τα λόγια του;
Ο Μόραλης ήταν πριν απ’ όλα μάστορας, αυτό κρατάω μέσα μου ως κόρην οφθαλμού. Και ο καλός μάστορας αγαπάει τους μαθητές που αυτό το αναγνωρίζουν. Ο Μόραλης ήταν συμμαθητής αυτών των μαθητών του, κάτι που είχε κι ο Τσαρούχης, που διδασκόταν μέχρι τέλους από τα πάντα. Πριν απ’ όλα ο Μόραλης είναι ένας συνταρακτικός ζωγράφος.

- Η αναμέτρηση με το παρελθόν, με την ιστορία, νιώθετε πως σας βρίσκει νικητή; Ή σε έναν τέτοιο “αγώνα” δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι;
Πρέπει να νιώθεις την ήττα επί της ουσίας για να θελήσει να αντιπαρατεθείς στη σκληρή πλευρά της ζωής και των ανθρώπων… “Αγάπης αγώνας άγονος” λέει ο ποιητής, αυτό το άγονο πεδίο μας μαγνητίζει και μας ελκύει. Μας κάνει να πιστεύουμε ότι η αγάπη θα νικήσει εν τέλει.

- Εχοντας μεγάλη εμπειρία από τις πόλεις του εξωτερικού, αλλά και από τα πανεπιστήμιά τους, πώς βλέπετε τις νεότερες μορφές έκφρασης της τέχνης; Π.χ. τις περφόρμανς, το βίντεο αρτ;
Ολα είναι εργαλεία, δεν υπάρχουν εργαλεία του διαβόλου. Απλά με ενδιαφέρει πάρα πολύ η χειρωνακτική τέχνη, και όσο κι αν ασχολούμαι με τις σύγχρονες μορφές διατύπωσης, πάντα νοσταλγώ την απλότητα του χεριού. Ακόμα και το πληκτρολόγιο που γράφω αυτή τη στιγμή έχει αυτή τη χειρωνακτική όψη.     

- Σε τι φάση σας βρίσκει η μετά την καραντίνα εποχή; Εσωστρέφειας ή μεγαλύτερης ανάγκης για εξωτερίκευση, ας πούμε με μία έκθεση, με ένα νέο πρότζεκτ;
Κοιτάζουμε γύρω μας και είναι αδύνατον να εσωτερικεύσουμε τον διάχυτο πόνο των θανάτων. Και είναι ο φόβος μας. Και είναι το άγνωστο αλλά οικείο κακό της κοινωνίας των ανθρώπων που δεν διδάσκονται από τα λάθη τους. Μια νόσος που θυμίζει το λοιμό όπως τον περιγράφει ο Θουκυδίδης. Κι εγώ, όσο κρατούσε ο εγκλεισμός, ζωγράφιζα με αυτά τα συναισθήματα. Και φυσικά κι εγώ, όπως και άλλοι, θα συνεχίσω να κάνω αυτά που ξέρω να κάνω.