Το Νησί παίρνει τη θέση του στην ιστορία το 1293 μέσα από τη γαλλική εκδοχή του "Χρονικού του Μορέως". Εδώ "εν των κάστρω μεθ' ηδονής διέτριβε η προγκίπισα Ισαβέλα και ο σύζυγός της Φλωρέντιος ο Αναγαυϊκός" γράφει ο Αδαμάντιος Αδαμαντίου, ο οποίος διευκρινίζει ότι "ήτο δε η Ανδρούσα και το Νησί και άλλαι τινές πόλεις του Μορέως ηβητήρια, διατριβαί ψυχαγωγίας των Φράγκων ηγεμόνων". Η ανάπτυξη του Νησιού έγινε γρήγορα έτσι ώστε "κατά την τελευταία περίοδο της Φραγκοκρατίας, η Ανδρούσα και το Νησί ήταν διοικητικά κέντρα μεγαλύτερης σπουδαιότητας από την Καλαμάτα" κατά τον Πήτερ Τόπινγκ. Το 1417 οι Παλαιολόγοι καταλαμβάνουν "την Ανδρούσα και 30 μεσσηνιακά φρούρια και πόλεις μεταξύ των οποίων και το Νησί όπως αναφέρεται από τον Γεώργιο Σφραντζή.
Γράφειο Ηλίας Μπιτσάνης
Η ΠΡΩΤΗ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ
Το 1458 φθάνει στην Πελοπόννησο ο Μωάμεθ ΙΙ και ενόσω πολιορκεί την Ακροκόρινθο, μεγάλο τούρκικο απόσπασμα λεηλατεί τη Μεσσηνία και αρχίζει η μεγάλη περίοδος της πρώτης τουρκοκρατίας. Οι Τούρκοι αξιωματούχοι προτίμησαν να εγκατασταθούν στις εύφορες πεδινές περιοχές και ανάμεσα σε αυτές ήταν και το Νησί. Οπως αναφέρει ο Αθανάσιος Πετρίδης, κατά την προφορική παράδοση "οι Τούρκοι του Νησίου ίνα προφυλάξωσι την πόλιν από τας συνήθεις πλημμύρας του ποταμού και ίνα ποτίζηται ευκολώτερον το πέραν αυτού πεδίον της Μακαρίας λεγομένης, συνήγαγον τους πέριξ χωρικού βία και ώρυξαν τάφρον από του χωρίου Πιπερίτσα, μέχρι της παραλίας του Μεσσηνιακού Κόλπου, και έρριψαν, κατά την κοινήν φράσιν, τον Πάμισον μέσα εις αυτήν, και ούτως εσχηματίσθη η σημερινή κοίτη του ποταμού τούτου". Για την τύχη του χριστιανικού πληθυσμού δεν υπάρχουν πληροφορίες, το βέβαιο είναι ότι οι έρευνες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι μετά τα μέσα του 16ου αιώνα εντάθηκε ο εξισλαμισμός εξ αιτίας τόσο των εκτάκτων φόρων και των διακρίσεων, όσο και της ανόδου του θρησκευτικού φανατισμού σε τμήματα της μουσουλμανικής κοινωνίας.
Αυτή η πορεία εξηγεί και το γεγονός ότι ο Τούρκος περιηγητής Εβλιά Τσελεμπί χαρακτηρίζει το Νησί μουσουλμανικό χωριό γύρω στο 1668 (σε αντίθεση με άλλες περιοχές), δίνει ενδιαφέρουσες πληροφορίες και γράφει: "Είναι ένα μουσουλμανικό χωριό με τριακόσια κεραμοσκέπαστα σπίτια, με αμπέλια και κήπους σε μια θαυμάσια τοποθεσία. Είναι ζεαμέτι του Ατζέμ - ζάντε Εφέντη. Εχει ένα τζαμί και ένα χαμάμ. Στο χωριό ανήκει και το κονάκι του Ιδρις αγά, που έχει τους γιους του στη θάλασσα. Είναι τόσο καλός στη δουλειά του που μπορεί να τα καταφέρει και όταν μαζευτούν στην αυλή του χίλια άλογα". Το αυτό επαναλαμβάνει ο Νεοκλής Σαρρής χαρακτηρίζοντας το Νησί ως "μαλικιανέ της οικογένειας Ατζεμαντέ". Το "ζεαμέτι" και ο "μαλικιανές" είναι παρόμοιες έννοιες και αποτελούσαν "ημικρατική γη με την έννοια ότι η ψιλή κυριότητα βρίσκεται στο κράτος, που προσφερόταν σε στρατιωτικούς ή αξιωματούχους με τρόπο ώστε να καρπούνται τα φορολογικά έσοδά του με την υποχρέωση να καλύπτουν με αυτά τις δαπάνες συντήρησης ενός αριθμού στρατιωτών. Σε περίπτωση που το ζεαμέτι σχόλαζε, δεν γινόταν κατάτμησή του αλλά δινόταν σε άλλο δικαιούχο".
Η ιδιοκτησία του Ιδρίς αγά στην περιοχή επιβεβαιώνεται και από έγγραφο του 1659 όταν οι Ενετοί προσπαθούσαν να ξεσηκώσουν τον πληθυσμό της περιοχής κατά των Τούρκων: "Ο Αναγνώστης Νικήτας μαζί με το Ρανήτο, κολλήγοι του Ντούσαγα στάλθηκαν από το χωριό Νησί, για να αναφέρουν σε όλους ότι πήραν τα όπλα στην υπηρεσία της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας και ότι είναι περίπου 400 άτομα".
Η παρουσία του Ιδρις αγά στην περιοχή την περίοδο κατά την οποία προετοίμαζαν την κατάληψη της Πελοποννήσου και είχαν προφανώς αναπτύξει ένα δίκτυο πληροφοριών που υπήρχε στα αρχεία, καταγράφεται εμμέσως από το Μελέτιο στη "Γεωγραφία" που τυπώθηκε στη Βενετία το 1807, καθώς χαρακτηρίζει την πόλη ως "Νησί του Δρίζαγα". Η παραφθορά του ονόματος είναι διαρκής καθώς από Ιδρις αγάς γίνεται Ντούσαγας, Δρίζαγας και Τρίζαλας όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΕΝΕΤΟΥΣ
Το Νησί την περίοδο αυτή είναι ένας μεγάλος οικισμός που περιβάλλεται από μια ευφορότατη πεδιάδα και διαθέτει αξιοπρόσεκτο αγκυροβόλιο στο οποίο καταφεύγουν τα καράβια των Ενετών που εμπορεύονται προϊόντα στη Μεσόγειο. Η περιοχή θεωρείται στρατηγικής σημασίας και εμφανίζεται στους χάρτες ήδη από τα μέσα του 16ου αιώνα και μάλιστα με δύο οικισμούς: Καλονήσι και Σιεμπίκα. Απουσία γραπτών πηγών μπορούμε να πιθανολογήσουμε ότι ο δεύτερος οικισμός αντιστοιχεί στο λιμάνι που βρισκόταν κοντά στο Νησί καθώς ο Πάμισος ήταν πλωτός.
Οι Ενετοί μέσα από την ανάπτυξη του εμπορίου με την περιοχή όχι μόνον είχαν έρθει σε επαφή με κολλήγους και μικροϊδιοκτήτες έτοιμους να επαναστατήσουν, αλλά είχαν χαρτογραφήσει πλήρως την περιοχή. Την οποία κατέλαβαν τελικά το 1686 με ναυτική επιχείρηση την οποία περιγράφει ο Κωνσταντίνος Σάθας στα "Ελληνικά ανέκδοτα περισυναχθέντα και εκδιδόμενα κατ' έγκρισιν της Βουλής" (1867) ως εξής: "Απριλ. 2 την μεγάλη παρασκευή ήρθε αφέντης ο καπετάν γενεράλες από τη Μάνη με νίκη μεγάλη και εχάλασε και το νησί του Τρίζαλα με κάτεργα είκοσι τρία λιγνά".
Σε λίγες λέξεις αποκαλύπτεται ο τρόπος με τον οποίο κατέλαβαν οι Ενετοί το Νησί που δέσποζε στον κάμπο. Με 23 μικρές γαλέρες με λεπτό σκαρί (έτσι ακριβώς περιγράφει ο Κριαράς στο Μεσαιωνικό Λεξικό τη φράση "κάτεργο λιγνό") μπήκαν στον Πάμισο, έφθασαν κοντά στην πόλη και την κατέστρεψαν. Μπήκαν στον Πάμισο χρησιμοποιώντας τα κατάλληλα καράβια για να αποβιβάσουν το στρατό πριν οι Τούρκοι προλάβουν να συνταχθούν στρατιωτικά.
Η αναφορά αυτή απαντά κατά ένα τρόπο και στα μεγάλα ερωτήματα που έχουν διατυπωθεί σχετικά με την τύχη των μουσουλμανικών πληθυσμών. Ο συμπατριώτης μας Βασίλης Παναγιωτόπουλος σημειώνει ότι "ο τουρκοβενετικός πόλεμος υπήρξε ολέθριος για τον πληθυσμό της Πελοποννήσου, τόσο για τους χριστιανούς όσο και για τους μουσουλμάνους. Δεν έχουμε δυστυχώς στοιχεία για τις συνέπειές του. Αν και γνωρίζουμε αρκετά καλά τις διάφορες φάσεις της σύγκρουσης ή κατά κάποιο τρόπο την ιστορία της, δεν γνωρίζουμε τίποτε για το συγκεκριμένο για τις απώλειες του πληθυσμού, την εγκατάλειψη των χωριών ή ακόμη και για το πολύ σημαντικό πρόβλημα της αποχώρησης των μουσουλμάνων". Ενδεχομένως η λέξη "χάλασε" το Νησί του Τρίζαλα να σημαίνει και εξόντωση του μουσουλμανικού πληθυσμού, ο οποίος ασφαλώς δεν εξαφανίστηκε ως διά μαγείας και ειδικά σε μια περιοχή στην οποία δεν είχε δυνατότητα μετακίνησης σε τουρκοκρατούμενες περιοχές.
Στόχος των Ενετών ήταν η εντατική εκμετάλλευση της περιοχής έτσι ώστε να αποδώσει τα μεγαλύτερα δυνατά έσοδα σε αυτούς. Προκειμένου να καλλιεργηθούν όλες οι διαθέσιμες εκτάσεις εφαρμόστηκε και η πολιτική μετακίνησης των πληθυσμών από άλλες περιοχές. Από την άποψη αυτή υπάρχουν πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία στην έκθεση Γκριμάνι στην οποία μεταξύ των άλλων αναφέρεται ότι θα πρέπει να παραχωρηθούν από 60 στρέμματα σε κάθε πελοποννησιακή οικογένεια και 100 στρέμματα σε κάθε οικογένεια προυχόντων με σκοπό την αύξηση της παραγωγής και των εσόδων τη Βενετίας. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι με την έκθεση προτεινόταν να κατασκευαστούν μαντριά στην περιοχή του Νησιού έτσι ώστε οι "πανωκατεβάτες" από την Αρκαδία (μέχρι και τα νεώτερα χρόνια κτηνοτρόφοι από το γειτονικό νομό κατέβαζαν το χειμώνα τα κοπάδια στη Μεσσηνία όπου το κλίμα ήταν ηπιότερο) να πληρώνουν ενοίκιο για το σταυλισμό και ταυτοχρόνως να παράγεται λίπασμα από την κοπριά, χρήσιμο για την ανάπτυξη των καλλιεργειών. Αυτή την περίοδο καλλιεργούνταν αμπέλια παράγοντας εξαιρετικής ποιότητας κρασί, δημητριακά. Ζωοτροφές και βαμβάκι σύμφωνα με τα στοιχεία των καταστιχωτών. Ενώ ο Προνοητής Θαδδαίος Γραδενίγος προώθησε στον κάμπο την καλλιέργεια ρυζιού, λιναριού και άλλων υδρόφιλων φυτών. Και έβαλε φορολογία στα εισαγόμενα κρασιά για να προστατέψει την παραγωγή.
Ολα αυτά εξηγούν και το γεγονός ότι την περίοδο αυτή εμφανίζονται τα πρώτα ελληνικά ονόματα ιδιοκτητών της περιοχής (μεταξύ των οποίων Δαρειωταίοι και Καλαμαριωταίοι) οι οποίοι αφιερώνουν μικρές εκτάσεις σε εκκλησίες και μοναστήρια της περιοχής κατά την απογραφή της εκκλησιαστικής περιουσίας που έκαναν οι Ενετοί μέσα από αναφορές κληρικών.
Το Νησί απλώνεται και εμφανίζεται με τρεις σχετικά ανεξάρτητους οικισμούς σύμφωνα με την απογραφή Γκριμάνι του 1700. Πρόκειται για το Νησί που καταλαμβάνει τη βορειοανατολική περιοχή κοντά στον Πάμισο (90 οικογένειες - 274 άτομα), το Νησί Λιμοχώρι στην περιοχή του Αγίου Δημητρίου (65 οικογένειες - 265 άτομα) και την ενορία του Σακελλάριου (39 οικογένειες - 141 άτομα). Το ερωτηματικό της απογραφής είναι η "ενορία του Σακελλάριου". Το όνομα παραπέμπει σε αξίωμα που έχει σχέση με το θησαυροφυλάκιο (και ως εκκλησιαστικός και ως λαϊκός όρος) και ενδέχεται εκεί να βρισκόταν η έδρα της ενετικής διοίκησης. Πιθανολογείται ότι πρόκειται για την ενορία του Αγίου Ιωάννη στην περιοχή του οποίου κατά τη διάρκεια εκσκαφών για κατασκευή σπιτιού έχουν βρεθεί και ενετικά νομίσματα σύμφωνα με σημείωμα του Κ. Φωτόπουλου που υπάρχει στο αρχείο Μίμη Φερέτου. Θα μπορούσε όμως να ταυτίζεται με τη Σιεμπίκα των χαρτών ή τους "Ληνούς του Δεσπότη" (περιοχή προς τη Μπούκα, δυτικά του δρόμου) όπου υπήρχαν ίχνη οικισμού και αποτελούσε κατά πάσα πιθανότητα ιδιοκτησία της οικογένειας Δαρειώτη καθώς ιστορείται "Επίσκοπος Σοφρώνιος Δαρειώτης" στην απογραφή της εκκλησιαστικής περιουσίας. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για ανοικτό ζήτημα το οποίο ενδεχομένως φωτιστεί από τις έρευνες που πραγματοποιούν οι ιστορικοί σε ενετικά ή οθωμανικά αρχεία.
Το Νησί ήδη είχε αποκτήσει στρατηγική σημασία καθώς έπαιζε το ρόλο του ενδιάμεσου σταθμού από το κέντρο της Πελοποννήσου προς τα Κάστρα της Μεσσηνίας, ενώ ήταν σημαντικό λιμάνι σε μια περίοδο ραγδαίας ανάπτυξης του εμπορευματικού χαρακτήρα της περιοχής. Γεγονός που αποτυπώθηκε σε μεγάλα ιστορικά γεγονότα που ακολούθησαν. Οι Τούρκοι επέστρεψαν το 1715 και χρησιμοποίησαν ως σταθμό και βάση επιχειρήσεων την πόλη. Επρόκειτο ήδη για μια ελληνική πόλη που ασφυκτιούσε από την εκμετάλλευση αλλά και τη θρησκευτική καταπίεση των Ενετών. Δεν επέστρεψαν όμως οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί που περιορίστηκαν σε προστατευόμενες οχυρές περιοχές όπως η Ανδρούσα, αφήνοντας ουσιαστικά λίγους αξιωματούχους που διασφάλιζαν την επικυριαρχία τους στην περιοχή του Νησιού και χώρο για την εδραίωση της θέση των προυχοντικών οικογενειών που είχαν αρχίσει να σχηματίζονται ήδη από την εποχή της Ενετοκρατίας. Ενα μεγάλο κεφάλαιο της πόλης είχε κλείσει και άνοιγε ένα καινούργιο.