Γράφει ο Ηλίας Μπιτσάνης
ΑΓΙΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ
Βυζαντινή εκκλησία, η οποία κατά τον Α. Μπον κτίσθηκε την περίοδο μεταξύ 1050 και 1150 μ.Χ. Εχει συγκεντρώσει το ενδιαφέρον πολλών περιηγητών ερευνητών από τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια. Αναφέρεται το 1843 από τον Ζ. Μπουσόν, μνημονεύει σποραδικά την αρχιτεκτονική της ο Ζ. Μιγιέ (1916), ενώ ο Α. Μπον (1951) ασχολείται με τον αρχιτεκτονικό και κεραμοπλαστικό διάκοσμο της εκκλησίας. Ο Δ. Δουκάκης (1913) σημειώνει τους Αγίους Αποστόλους ως έναν «εκ των αρχαιοτάτων ναών της πόλεως». Δίνει την πληροφορία ότι «εντός του ναού εσώζοντο αρχαίαι βυζαντινοί εικόνες» αλλά κατά το 1892 «οι βάνδαλοι επίτροποι του ναού επέχρισαν αυτάς δι' ασβέστου και ούτω κατέστρεψαν την αξίαν του ναού».
Αναλυτική παρουσίαση των στοιχείων της εκκλησίας γίνεται από τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Κ. Καλοκύρη, από την οποία αντλούμε τα στοιχεία που παραθέτουμε:
"Οπως είναι σήμερα [σ.σ. ο ναός], αποτελείται από δύο "συγκολλημένες" εκκλησίες και για την ακρίβεια από δύο επάλληλα τμήματα: από το ανατολικό, το οποίο είναι και το παλαιότερο και αποτελεί το Ιερό Βήμα όλης της εκκλησίας, και από το δυτικό, το οποίο είναι νεότερο, που προστέθηκε σαν ευρύχωρη αίθουσα και απετέλεσε την κυρίως εκκλησία στη συνέχεια. Κάθε ένα από τα τμήματα καλύπτεται από τρούλο, ενώ πυργοειδές καμπαναριό υψώνεται σε επαφή με την βορειοανατολική πλευρά του Ιερού Βήματος.
Το δυτικό τμήμα αποτελεί σταυροειδή μονόχωρη τρουλαία εκκλησία, διαστάσεων 7,80x10 μ., χτισμένο με πελεκητούς λίθους κατά το ισόδομο σύστημα. Στη διασταύρωση της ανατολικής και δυτικής καμάρας και πάνω από τα τέσσερα τόξα που σχηματίζονται, υψώνεται μέσω τεσσάρων τριγώνων ο τρούλος. Ο τρούλος, οκταγωνικός με τύμπανο, έχει τέσσερα παράθυρα. Στο μέσο κάθε μιας από τις πλάγιες πλευρές και της δυτικής υπάρχει πόρτα, στις εξωτερικές πλευρές της οποίας διακρίνονται παραστάδες με επίκρανα και τόξο. Με τον ίδιο τρόπο διαμορφώνονται και δύο παράθυρα σε κάθε πλευρά, στο βορειοδυτικό και νοτιοδυτικό άκρο. Πάνω από τη δυτική πόρτα υπάρχει κόγχη (η οποία πιθανόν έφερε θυρεό). Παρόμοια κόγχη υπάρχει και στη βόρεια πλευρά. Στη βόρεια πόρτα σχηματίζεται πάνω από το τόξο αέτωμα. Μικρό στρογγυλό παράθυρο υπάρχει ψηλά στο δυτικό τοίχο, στη βάση περίπου του αετώματος
της στέγης". Οι ερευνητές συμφωνούν ότι το κτίσμα αυτό ανήκει στους μετά την Αναγέννηση χρόνους. Ο Κ. Καλοκύρης θεωρεί ότι το τμήμα αυτό έγινε νωρίτερα από την περίοδο 1685-1715 μ.Χ. στην οποία το τοποθετεί ο Α. Μπον. Οπως εκτιμά, η δόμηση του κτηρίου, τα θυρώματα, το στρογγυλό παράθυρο πάνω από το δυτικό τοίχο και άλλα στοιχεία του, είναι χαρακτηριστικά της
Βενετοκρατίας. Εκτιμά ακόμη ότι το πυργοειδές ορθογώνιο καμπαναριό (το οποίο είχε ήδη παραμορφωθεί μετά την πτώση της πυραμοειδούς στέγης του από σεισμό το 1887) ανήκει στην περίοδο της δυτικής κυριαρχίας.
Το ανατολικό τμήμα του συγκροτήματος (η αρχική εκκλησία) είναι μικρή βυζαντινή εκκλησία σχήματος ελεύθερου σταυρού (άστυλο) διαστάσεων 5,90x4,50 μ. της οποίας ο τρούλος έχει οκταγωνικό και τυφλό το τύμπανο. Η κόγχη της εκκλησίας είναι εξωτερικά ημιεξάγωνη, τα δε κογχάρια στα πλάγια (Πρόθεσις-Διακονικόν) έχουν ανοιχθεί στο πάχος των τοίχων. Το δυτικό σκέλος του σταυρού δεν είναι το ίδιο με το ανατολικό γιατί αυτό κατεδαφίστηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου όταν προσετέθη η νεότερη (ενετική) εκκλησία σαν συνέχεια της πρώτης. Τη θέση του σκέλους αυτού κατέλαβε πιο ευρύχωρη καμάρα-τόξο με κατεύθυνση από βορρά προς νότο. Πάνω από αυτή, ενσωματωμένη κτίσθηκε η ανατολική καμάρα του νεότερου ναού. Με τον τρόπο αυτό εφάπτεται εξωτερικά στον τρούλο της βυζαντινής εκκλησίας η ανατολική κάμαρη της ενετικής εκκλησίας.
Ο Κ. Καλοκύρης διατυπώνει την εικασία ότι προσέθεσαν τη νεότερη εκκλησία και σκέφθηκαν να χρησιμοποιήσουν σαν Ιερό Βήμα της την παλαιότερη εκκλησία, αφού ξήλωσαν την πόρτα και το τμήμα του δυτικού σκέλους που προεξείχε από το σταυρωτό κτήριο, και είχαν αμέσως πάνω το άνοιγμα της δυτικής κεραίας της εκκλησίας (κατάλληλο για τη διαμόρφωση της Ωραίας Πύλης) και στις δύο πλευρές των δυτικών τοίχων τις πλάγιες κεραίες του σταυρού. Για να γίνουν οι πόρτες των παραβημάτων τους, τρύπησαν ενώ ταυτόχρονα έκαναν επέκταση προς τα πλάγια της δυτικής καμάρας. Ετσι αυτή έγινε κατάλληλη στατικά για να προστεθούν πάνω της τα φορτία της ανατολικής κεραίας του νεότερου ναού.
Για την εξωτερική διαμόρφωση της βυζαντινής εκκλησίας, ο Κ. Καλοκύρης σημειώνει ότι έχει κτισθεί «κατά το πλινθοπερίκλειστον βυζαντινόν σύστημα», αλλά η βόρεια πλευρά διαφέρει από τη νότια και στη στέγαση και στο διάκοσμο. Εκτιμά ότι δεν μπορεί να ήταν έτσι από την αρχή η κατασκευή. Πιθανόν η αλλαγή έγινε κατά τις εργασίες κατασκευής του καμπαναριού τα χρόνια που κτίσθηκε η νεότερη εκκλησία.
ΑΓΙΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ
Ο Αγιος Χαράλαμπος βρίσκεται στην είσοδο του νεκροταφείου Καλαμάτας. Και εδώ έγινε (σε πολύ νεότερους χρόνους) ό,τι έγινε και με τους Αγίους Αποστόλους: Προσετέθη στο μνημείο μια τρίκλιτη βασιλική (άλλοτε λεγόταν Μητρόπολη), η Κοίμηση της Θεοτόκου. Το αρχικό μνημείο χρησιμοποιήθηκε σαν Ιερό Βήμα του όλου συγκροτήματος. Στη μαρτυρία του ο Δουκάκης αναφέρει ότι «υπήρχε και υψηλόν κωδωνοστάσιον παρεμφερές με του ναού των Αγίων Αποστόλων, αλλ' οι επίτροποι του ναού κατηδάφισαν αυτό».
Την προσθήκη ο Κ. Καλοκύρης, την χαρακτηρίζει «νεωτάτη και κακότεχνο βασιλική» και σημειώνει ότι κατά την οικοδόμησή της έγινε αλλοίωση τμήματος της βυζαντινής εκκλησίας, δηλαδή των σταυρικών καμαρών και των αμφικλινών στεγών, οι οποίες έχασαν την αρχική μορφή τους αφού συμπληρώθηκαν με κοινή τοιχοποιία και καλύφθηκαν με μια μόνο επικλινή προς ανατολάς στέγη.
Η βυζαντινή εκκλησία έχει την ιδιομορφία ότι είναι διώροφη. Δηλαδή πρόκειται για δύο μικρές εκκλησίες η μια κτισμένη πάνω στην άλλη. Αυτή που είναι κάτω ξεκινάει κάπου ένα μέτρο υπό την επιφάνεια του εδάφους.
Αυτό το τμήμα είναι βεβαίως και το αρχαιότερο σχεδόν τετράγωνο, διαστάσεων 5,80x6,60 μ. Ο Κ. Καλοκύρης εκτιμά από τα σωζόμενα αρχιτεκτονικά στοιχεία ότι η αρχική εκκλησία ήταν «ναός σταυροειδής τρουλαίος». Το τμήμα που βρίσκεται από πάνω έχει πλάτος όσο και το κάτω και μήκος μικρότερο. Και αυτή η εκκλησία ήταν «ναός σταυροειδής τρουλαίος».
Στα πολύ νεότερα χρόνια, κατασκευάσθηκε η Κοίμηση της Θεοτόκου. Αντί όμως να επισκευαστεί η στέγη και ο τρούλος, προτιμήθηκε για ευκολία να καθαιρεθούν και τα δύο αυτά στοιχεία και παραγεμίσθηκαν πλάγια οι τοίχοι, ενώ σκεπάστηκαν όλα με μια επικλινή στέγη. Αν επισκευαζόταν η στέγη, η εικόνα θα ήταν όπως και με την αρχική εκκλησία των Αγίων Αποστόλων.
Οι μικρές διαστάσεις του Αγίου Χαραλάμπους (που θυμίζουν τους Αγίους Αποστόλους), η τοιχοδομία του κτηρίου (που θυμίζει παλιές μικρές βυζαντινές εκκλησίες της Μάνης), η αρχαιότητα του τριπλού βόρειου παραθύρου, ο κεραμοπλαστικός διάκοσμος και άλλα στοιχεία, οδήγησαν τον Μπον να εντάξει το μνημείο στην περίοδο μεταξύ του 11ου και 12ου αιώνα. Με τη χρονολόγηση αυτή συμφωνεί και ο Κ. Καλοκύρης, ο οποίος συμπληρώνει ότι η μορφολογία των δομικών στοιχείων και οι ημιμαίανδροι θυμίζουν την Καπνικαρέα της Αθήνας, την εκκλησία του χωριού Χώνικα στην Αργολίδα, τις Βλαχέρνες Ηλείας, τον Αγιο Ιωάννη στο Λυγουριό και άλλα μνημεία. Γεγονός που επιβεβαιώνει και την αρχική εκτίμηση του Μπον ότι πρόκειται για μνημείο του 11ου-12ου αιώνα.
Ο Γ. Δημητροκάλλης σημειώνει ότι ο Αγιος Χαράλαμπος «φαίνεται ότι υπήρξε νεκροταφειακός ναός και της βυζαντινής πόλεως, γι' αυτό και εξ υπαρχής κτίσθηκε διώροφος -διώροφους νεκρικούς ναούς και μαυσωλεία όλοι οι λαοί της γης κατασκεύασαν».
ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Ανώνυμη εκκλησία στον προμαχώνα του Κάστρου. Στην ανακήρυξη της εκκλησίας αυτής ως βυζαντινού μνημείου, το υπουργείο Πολιτισμού αποδίδει κατά τη γνώμη μας αυθαίρετα την ονομασία "Παναγία η Καλομάτα" και την εκτίμηση ότι είναι «μικρός ιδιότυπος ναΐσκος που έχει συνδεθεί με τοπικές παραδόσεις». Από όσα είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, κανένας από τους ερευνητές της ιστορίας του τόπου δεν έχει αναφερθεί σε τέτοια ταυτοποίηση εκκλησίας και ονόματος. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι στη διαμάχη για την προέλευση του ονόματος "Καλαμάτα" από διάφορες πλευρές προβλήθηκε η εκδοχή ότι το όνομα αυτό δόθηκε από κάποια εκκλησία με το όνομα "Παναγία η Καλομάτα". Κανένας όμως από όσους υποστήριξαν αυτή την εκδοχή δεν αναφέρθηκε σε παράδοση που να ταυτίζεται με την ύπαρξη της συγκεκριμένης εκκλησίας. Οπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Γ. Δημητροκάλλης, την ονομάζουν «ορισμένοι αυθαίρετα Παναγία Καλομάτα. Την ταυτίζουν δηλαδή με την υποθετική Παναγία Καλομάτα, που, σύμφωνα με ορισμένους (Αμαντος 1903 και άλλοι), έδωσε το όνομά της στη βυζαντινή πόλη».
Η μικρή, ιδιότυπη πράγματι, εκκλησία ερευνήθηκε από τον Γάλλο Α. Μπον που περιγράφει τη μικρή εκκλησία και τους χώρους της μέσα στον πύργο:
«Στο Κάστρο, ο πύργος που βρίσκεται στο βόρειο άκρο του δώματος που αποτελεί το πρώτο οχύρωμα, είναι μια κατασκευή ογκώδης και ακανόνιστη.
Εχει σχήμα παραλληλόγραμμο με πλάτος λίγο περισσότερο από 12 μέτρα και μήκος 20 μέτρα περίπου. Αυτός ο όγκος προεκτείνεται ανατολικά προς την πλευρά της πιο μεγάλης κλίσης. Μέσα στη βορειοδυτική γωνία, προστίθεται μια προεξοχή περίπου 5x11 μέτρα, στην οποία έρχεται να ακουμπήσει ο τοίχος του εξωτερικού οχυρώματος.
Μπορούμε να διακρίνουμε στην κατασκευή πολλούς τρόπους κτισίματος που αντιστοιχούν σε εποχές πολύ πιο διαφορετικές. Το ανώτερο τμήμα είναι πιο ομογενές, κατασκευασμένο από μικρούς λίθους. Αν και μια έκρηξη κατέστρεψε ένα μέρος της κατασκευής, το σύνολο φθάνει σε ένα επίπεδο που πρέπει να αντιστοιχεί στον πρώτο όροφο του πύργου.
Ο όγκος δεν είναι γεμάτος. Στο βόρειο τμήμα είναι τοποθετημένη μια θολωτή στέρνα. Στο κεντρικό τμήμα εκτείνεται μια αίθουσα αρκετά ευρύχωρη, της οποίας οι πλευρές δεν είναι παράλληλες με τις εξωτερικές προσόψεις: Ο νότιος τοίχος είναι 2,20 μέτρα δυτικά και 3,15 μέτρα ανατολικά, πράγμα συνηθισμένο σε μεσαιωνικές κατασκευές. Δυτικά αυτή η αίθουσα προηγείται ενός θολωτού προθαλάμου. Η στέγη της αίθουσας είναι κατεστραμμένη στο μεγαλύτερό της μέρος. Από τη βόρεια πλευρά μπορούμε να εισχωρήσουμε σε δύο μικρές τετράγωνες αίθουσες καλυμμένες από θόλους και τοποθετημένες στις γωνίες, και αυτή που υπάρχει στα βορειοδυτικά προεκτείνεται σε μια κόγχη σε σχήμα αψίδας».
Εκτιμώντας ο Μπον τα στοιχεία που συγκέντρωσε, συμπεραίνει ότι τελικά η εκκλησία πρέπει να είχε διαστάσεις 8,25x9,50 μ. χωρίς στις διαστάσεις αυτές να περιλαμβάνονται οι αψίδες. Ο Α. Μπον αναφέρεται και σε άλλα στοιχεία για τα ευρήματα αυτής της κατασκευής και σημειώνει:
«Δεν είχαμε τα μέσα να επιχειρήσουμε τις απαιτούμενες εργασίες για να βρούμε μέσα στο πάτωμα άλλα στοιχεία του σχεδίου ή απομεινάρια της διακόσμησης. Δεν βρήκαμε επίσης ίχνη μιας παράδοσης σχετικής με αυτή την εκκλησία ή με το όνομα που αυτή έφερε. Ομως ένα κείμενο δίνει μια ακριβή ένδειξη η οποία συμφωνεί με τα αρχαιολογικά δεδομένα. Το "Χρονικό του Μορέως" διηγείται ότι οι Ενετοί τη βρήκαν το 1205 στο Κάστρο της Καλαμάτας τροποποιημένη σε μοναστήρι. Επομένως αυτή η εκκλησία με το από πελεκητές πέτρες διατείχισμά της, αντιστοιχεί σίγουρα σε περίοδο προγενέστερη του 1205. Από την άλλη πλευρά είναι σίγουρο ότι οι καινούργιοι κύριοι του Κάστρου, οι Βιλλεαρδουίνοι, πρέπει να έκαναν εργασίες για να βελτιώσουν την άμυνά του. Ηταν φυσικό να βάλουν τον πύργο στο βορρά, που είναι το περισσότερο υπερυψωμένο σημείο και όπου ήδη υπήρχε ισχυρή υποδομή. Αλλά δίσταζαν να καταστρέψουν τη μικρή ελληνική εκκλησία και περιορίστηκαν στο να την συμπεριλάβουν στην καινούργια κατασκευή στην οχύρωση. Ηταν ασφαλώς απαραίτητο ήδη από εκείνη την εποχή ή και αργότερα, να καταστραφούν ορισμένα τμήματα για να στερεωθεί ο καινούργιος πύργος. Αργότερα μια έκρηξη κατέστρεψε σχεδόν ολοκληρωτικά την παλαιότερη κατασκευή στους περισσότερο "αδύνατους" τοίχους».
ΑΓΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΟΝΗΣ ΚΑΛΟΓΡΑΙΩΝ
Καθολικό της μονής, μονόκλιτη λιθόκτιστη εκκλησία που διασώζει οικοδομικές φάσεις διαφόρων εποχών. Από την πρώτη οικοδομική φάση των βυζαντινών χρόνων διατηρείται η τρίπλευρη κόγχη του Ιερού με χαρακτηριστικά κεραμοπλαστικά κοσμήματα.
Ο μακαριστός μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος Θέμελης, αναφερόμενος στον τόπο που κτίστηκε η μονή, γράφει ότι αυτό έγινε «πέριξ του εις υπολείμματα σωζόμενου μέχρι σήμερον βυζαντινού ναού της 13ης εκατονταετηρίδας, του τιμωμένου επ' ονόματι των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, επί μεγάλου κιονόκρανου του οποίου βυζαντινού ναού στηρίζεται η Αγία Τράπεζα του σημερινού ναού της Μονής, δυτικώς του οποίου υπάρχουν μερικοί ρωμαϊκοί τάφοι».
Για το Καθολικό έχει γράψει αναλυτικά στο βιβλίο του ο Αλέκος Χρυσομάλλης, αποσπάσματα του οποίου παραθέτουμε στη συνέχεια:
«Με το Καθολικό του Μοναστηριού έχουν ασχοληθεί πολλοί ιστοριογράφοι, οι οποίοι καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο ναός της Μονής έχει χτιστεί πάνω σε ερείπια άλλου αρχαίου βυζαντινού ή προχριστιανικού ιερού, τακτική η οποία ετηρείτο από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Σύμφωνα δε με την παράδοση, στον τόπο του σημερινού Μοναστηριού κατά την αρχαιότητα υπήρχε ιερό κάποιας θεότητας. Πιστεύεται ότι η περιοχή αυτή, μετά την ανακάλυψη αρχαίων τάφων και αντικειμένων, ήταν κατοικημένη.
Η πιο πάνω άποψη των ιστοριογράφων, ότι ο κύριος ναός του Μοναστηριού είναι χτισμένος πάνω σε θεμέλια προϋπάρχοντος αρχαίου ιερού, από το 1990 που άρχισαν οι εργασίες για την αποκατάσταση των προξενηθεισών ζημιών από τους σεισμούς του 1986, άρχισε να αμφισβητείται, γιατί κατά την πορεία των εργασιών το ειδικό συνεργείο της Ε' Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, του κλιμακίου Καλαμάτας, από τις διάφορες τομές που έκαμε στα θεμέλια της εκκλησίας, δεν διαπίστωσε ίχνη προϋπάρχοντος εκεί ναού, ενώ αντίθετα τέτοια ίχνη αρχαίου ναού βρέθηκαν κατά το άνοιγμα τομών στα θεμέλια του Ναού των Αγίων Αποστόλων.
Από την τοιχοδομία συμπεραίνεται ότι το Καθολικό του Μοναστηριού είναι κτίσμα του 13ου αιώνα. Στα Ορλωφικά ο ναός πυρπολήθηκε, το δε 1796 ανακαινίστηκε από τον π. Γεράσιμο Παπαδόπουλο. Με την εισβολή του Ιμπραήμ στην Καλαμάτα το 1825, ο ναός "εγένετο παρανάλωμα του πυρός", τον οποίον και πάλι ανακαίνισε εκ βάθρων ο π. Γεράσιμος. Από την πυρκαγιά, διασώθηκαν το Ιερό Βήμα και ένα μικρό τμήμα της τοιχοποιίας της ανατολικής πλευράς του αρχικού οικοδομήματος του ναού. Σε τούτο δεν υπάρχει αμφιβολία γιατί κατά την αφαίρεση των σοβάδων (1990) από τους τοίχους της εκκλησίας, κατά την αποκατάσταση των ζημιών από τους σεισμούς, αποκαλύφθηκαν αγιογραφημένες πέτρες, που κατά την ανακαίνιση (1826), εντοιχίστηκαν τόσο στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική πρόσοψη του Καθολικού, το εσωτερικό του οποίου ήταν αγιογραφημένο. Αδιάψευστη μαρτυρία για τούτο, έχουμε τις αποκαλυφθείσες τοιχογραφίες, τόσο στον κύριο μέσα ναό όσο και στην Ιερή Πρόθεση.
Μια από τις πέτρες αυτές παρουσίαζε, σε θαυμάσια αγιογραφική τέχνη, την κεφαλή του Χριστού. Η πέτρα αυτή ήταν εντοιχισμένη στην εξωτερική βορειοανατολική πλευρά του Αγίου Βήματος της εκκλησίας και σε ύψος δύο περίπου μέτρων, γεγονός που μαρτυράει ότι ο ναός κατά την πυρπόλησή του το 1825 κατεστράφη σχεδόν ολοσχερώς, και ότι κατά την ανακαίνισή του χρησιμοποιήθηκαν τα ίδια υλικά του ερειπωθέντος ναού, μέσα στα οποία ήταν και οι αγιογραφημένες πέτρες που κοσμούσαν το εσωτερικό του ναού.
Ο ναός του Μοναστηριού ήταν αγιογραφημένος και μάλιστα από έμπειρο χέρι. Αυτό τουλάχιστον μαρτυράνε οι αγιογραφίες που αποκαλύφθηκαν κατά τις εργασίες της στερεωτικής αποκατάστασής του.
Δείγματα της παλιάς τοιχογραφίας του ναού μπορεί να δει κανείς σήμερα στην Αγία Πρόθεση, στην Κόγχη, στο χώρο μεταξύ Πρόθεσης και Κόγχης, στη βόρεια είσοδο του ναού κ.ά.
Τα διάφορα αρχαϊκά σύμβολα από πλίνθους -μάλλον εγχώριους- είναι πολύ ευδιάκριτα, η δε Αγία Τράπεζα είναι στερεωμένη πάνω σε αρχαίο κιονόκρανο».
Κατά το Δουκάκη, το Χρυσοσπάθη και άλλους ερευνητές, ο ναός αυτός ήταν έως το 1842 ενοριακός και «κατόπιν προσετέθη εις την Μονήν Καλογραιών, εις την οποία ανήκει μέχρι σήμερον».
Στο επάνω μέρος της εισόδου του υπήρχαν ζωγραφισμένες οι εικόνες του κτήτορα του μοναστηριού και του Καλαματιανού μοναχού και συναξαριστή Κωνσταντίου Δουκάκη, «μετά της χρονολογικής κτήσεως της Μονής».
Οι εικόνες αυτές δεν υπάρχουν σήμερα. Με τις ανακαινίσεις και τους κατά καιρούς υδροχρωματισμούς του ναού, καταστράφηκαν. Ο Δουκάκης μας δίνει επίσης την πληροφορία ότι εντός τους ναού υπήρχε εικόνα του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου «εν σχήματι αγγέλου πτερωτού». Και ότι «κατά την παράστασιν αυτήν, ο Αγιος Ιωάννης κρατεί εν μεν τη δεξιά ειλητάριον ανεπτυγμένον, εν δε τη αριστερά πινάκιον και εν αυτώ την αποτμηθείσα αυτού κεφαλήν και κάτωθεν την εξής επιγραφήν: Οράς Δεσπότη, την αναίδειαν του Ηρώδου ελεγχομένην». Η εικόνα αυτή φυλάσσεται στο Σκευοφυλάκιο της μονής.
Τον Ιούνιο του 1846, που έπεσε από το σεισμό ο ναός του Αγίου Γεωργίου, ο οποίος βρίσκεται λίγο βόρεια του μοναστηριού, μεταφέρθηκε η εικόνα της Υπαπαντής του Σωτήρος από εκεί όπου φυλασσόταν και εναποτέθηκε στο Καθολικό του μοναστηριού προς φύλαξη.
Από διάφορους ιστοριογράφους έχει υποστηριχθεί ότι στο Καθολικό του μοναστηριού έγινε η χειροτονία του Ιωσήφ Ανδρούσης, καθώς και πολλές ψηφοφορίες για την ανάδειξη επισκόπων, όπως συνηθιζόταν την εποχή εκείνη.
Με την παραπάνω άποψη δεν είναι σύμφωνος ο Σ. Κουγέας, ο οποίος μπορεί μεν να δέχεται ότι η χειροτονία του Ιωσήφ Ανδρούσης έγινε στην Καλαμάτα, αλλά όμως στο ναό του Αγίου Γεωργίου. Αυτό το στηρίζει στις πληροφορίες που παίρνει από τον Κώδικα της Μητροπόλεως Μονεμβασίας-Καλαμάτας, στον οποίο είναι καταχωρισμένη η πράξη εκλογής του Ιωσήφ».
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Ο Αγιος Δημήτριος στη θέση "Τούρλες", σε μικρή απόσταση από τη βορειοανατολική πλευρά του Κάστρου και κοντά στο δρόμο προς Σπάρτη, επισημάνθηκε για πρώτη φορά από τον Α. Μπον το 1951. Στην αναφορά του σημειώνει ότι η κόγχη του ναού ανήκει σε μνημείο του 12ου αιώνα, ενώ το υπόλοιπο κτίσμα είναι μεταγενέστερο. Εκτενή μελέτη για το ναό έχει κάνει ο Γεώργιος Δημητροκάλλης, που σημειώνει ότι «ο ναός είναι σταυροεπίστεγος της κατηγορίας Α/2 σύμφωνα με την ταξινόμηση του Α. Ορλάνδου». Οπως γράφει, «το μνημείο έχει υποστεί πολλές οικοδομικές ταλαιπωρίες και η παλαιότερη φάση του είναι η κατά το πλινθοπερίκλειστο σύστημα κόγχη του Ιερού του». Και προσθέτει: «Κάποτε ο σταυροεπίστεγος ναός κατέρρευσε, αλλά διατηρήθηκαν οι πάχους 0,70 μ. περιμετρικοί τοίχοι μέχρι ύψους 3,50 περίπου μέτρων και μέχρι 4,00 μέτρων στο τεταρτοσφαίριο της κόγχης. Το ερειπωμένο αυτό κτίσμα, άγνωστο ποιοι και πότε, το "αναστήλωσαν" και το μετέτρεψαν σε μονόκλιτη ξυλόστεγη βασιλική».
Παρουσιάζοντας τις ιδιαιτερότητες του μνημείου σε σχέση με τους υπόλοιπους 26 σταυροεπίστεγους ναούς που έχουν επισημανθεί στη Μεσσηνία, και εκτιμώντας ομοιότητες με άλλους ναούς όπως ο Αγιος Γεώργιος Αιπείας, που κατασκευάστηκαν από τους Φράγκους ή από Ελληνες τεχνίτες για τους Φράγκους, ο Γ. Δημητροκάλλης καταλήγει: «Συνεκτιμώντας και την τοπογραφική θέση του μνημείου, έξω δηλαδή από το Κάστρο της Καλαμάτας, που κατά το μεγαλύτερο μέρος του είναι έργο των Βενετών, νομίζω ότι και ο Αγιος Δημήτριος είναι βενετικό κτίσμα που έγινε περίπου την ίδια εποχή με το Κάστρο, δηλαδή τον 15ο αιώνα». Παράλληλα σημειώνει ότι «από το βυζαντινό ναό που ίσως ήταν μονόκλιτη βασιλική, σώζεται μόνον η ημιεξαγωνική κόγχη του Ιερού, που το κτίσιμό της την τοποθετεί στο 12ο αιώνα».
Για τον εσωτερικό διάκοσμο ο Γ. Δημητροκάλλης αναφέρει ότι «οι τοιχογραφίες των πλάγιων τοίχων πρέπει να είναι έργα του 18ου αιώνα, αλλ' η κακή τους κατάσταση δεν επιτρέπει την αξιολόγησή τους [...] Στο αψίδωμα του βόρειου τοίχου όρθιος, ολόσωμος και κατ' ενώπιον, εικονίζεται ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, του οποίου διαβάζεται το προσεγγεγραμμένο όνομα [...] Στα περιθώρια του αψιδώματος ενάλληλες ταινίες, που στ' ανατολικά διακόπτονται κάπου και -παρά την απελπιστική κατάσταση της τοιχογραφίας- νομίζω ότι διέκρινα μορφή δεόμενου (ή κτήτορος;) [...] Στο βόρειο τοίχο, δεξιά του αψιδώματος και προ του κτιστού τέμπλου, η εξαιρετικά κολοβή παράσταση του επωνύμου αγίου του ναού, που προσονομάζεται "Μεγαλομάρτυς" [...] Στο μεσημβρινό τοίχο, απέναντι στον Αγιο Δημήτριο, εικονίζεται η Θεοτόκος βρεφοκρατούσα, προσονομαζομένη "Η Πάντων Ελπίς"».