Η συνέχεια της έρευνας ενισχύει αυτή την άποψη. Κατ’ αρχήν υπάρχει το 1907 η πρώτη καταγραφή του μύθου για το κρέμασμα της γριάς Συκούς από τον φοιτητή Νομικής Θεόδωρο Δ. Γούνα (15) στην οποία δεν γίνεται καμία σύνδεση με το λαϊκό έθιμο. Είναι ιδιαίτερης σημασίας το γεγονός ότι ο Γούνας έχει παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην εδραίωση του Νησιώτικου καρναβαλιού, είναι ο πρώτος "ποιητής του κάρου" στην πόλη (16) που υποδέχεται με λόγο τον Καρνάβαλο, δεινός ρήτορας και ομιλητής σε εκδηλώσεις για τις εθνικές επετείους. Αν υπήρχε στη λαϊκή συνείδηση η ταύτιση εθίμου και μύθου, ήταν λογικό να τον έχει περιλάβει στην καταγραφή του που είναι και η πρώτη ιστοριογραφική προσέγγιση για το Νησί και τους κατοίκους του.
Η ΠΟΡΕΙΑ
Ιχνηλατώντας την πορεία του εθίμου δεν βρίσκουμε τη σύνδεση με το κρέμασμα της γριάς Συκούς παρά μόνο το 1937, την πρώτη χρονιά της δικτατορίας του Μεταξά, που είχε δώσει ιδιαίτερο βάρος στα θεάματα και την ταύτιση με "εθνικές παραδόσεις" (17). Ενδιαμέσως δεν υπάρχει καμία αναφορά στην προέλευση του εθίμου, του οποίου προβάλλεται η εύθυμη πλευρά με διάφορους χαρακτηρισμούς όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια. Δυστυχώς οι εφημερίδες δεν κατέγραψαν μια απόπειρα ερμηνείας του εθίμου, καθώς το 1928 στο πρόγραμμα γιορτασμού είχε εξαγγελθεί ότι "περί ώραν 2 μ.μ. θέλει εκφωνηθεί λόγος περί υπάρξεως της κρεμάλας" (18). Τις επόμενες ημέρες όμως δεν γράφτηκε τίποτε και έτσι χάθηκε ένας πολύτιμος κρίκος στην αναζήτηση.
Μετά τον πόλεμο γίνεται η πάλι η αποσύνδεση και από την ιστορία της μεταξικής περιόδου φαίνεται ότι μένει η μεταμφίεση σε Τούρκους δήμιους που ταιριάζει στο πνεύμα του καρναβαλιού. Η σύνδεση του εθίμου με το μύθο της γριάς Συκούς γίνεται πάλι σε περίοδο δικτατορίας, σε αυτή των συνταγματαρχών το 1968 για ανάλογος λόγους (19). Συνεχίστηκε μέχρι το τέλος της και στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε.
Σε αυτή τη διαδρομή η σύνδεση της κρεμάλας με το μύθο της γριάς Συκούς είχε υιοθετηθεί και από διανοούμενους της Αριστεράς, αρχικά από τον Θόδωρο Μ. Τσερπέ στα "Σατυρικά Γυμνάσματα" και αργότερα από το Δημήτρη Κανελλόπουλο με άρθρο του στο "Ριζοσπάστη". Ενώ η δοξασία έβρισκε πρόσφορο έδαφος σε λαϊκά στρώματα που αναζητούσαν μια εξήγηση για το έθιμο. Μέσα σε αυτό το κλίμα η "αναπαράσταση" θεωρήθηκε στοιχείο της λαϊκής παράδοσης και ξεκίνησε πάλι το 1980 από τον Πολιτιστικό Σύλλογο με… δράστη τον υποφαινόμενο που έγραψε και τους διαλόγους. Ο ρόλος του Ιμπραήμ ήταν ο πρώτος… θεατρικός ρόλος του Περικλή Αλμπάνη και η αναπαράσταση πραγματικά αποκριάτικη, καθώς ανακάλυψε ότι του έλειπε το… λιναρένιο μουστάκι που είχε κολλήσει στα γένια και δεν φαινόταν. Μέχρι να βρεθεί είχε γίνει… πανηγύρι αφού ο Ιμπραήμ είχε γίνει… Τούρκος και δεν έβγαινε στο πάλκο, ενώ ο τότε δήμαρχος Δημήτρης Κούτσικας ήταν σε αναμμένα κάρβουνα που δεν ξεκινούσε η εκδήλωση.
ΣΤΗ ΣΠΕΡΧΟΓΕΙΑ
Τα ερωτηματικά πληθαίνουν καθώς το έθιμο απαντάται και στη Σπερχογεία πολύ πριν το πόλεμο του 1940 σύμφωνα με τις αφηγήσεις των ηλικιωμένων. Και περιγράφεται με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο από τον δημοσιογράφο Γιάννη Πολυχρονόπουλο (20) που καταγόταν από τη Σπερχογεία: "Σε κάθε γειτονιά, σε κάθε σοκάκι του χωριού στήνονταν οι "κρεμάλες" τις αποκριές και ειδικά την Καθαρά Δευτέρα. Ολες οι ρούγες την ημέρα εκείνη εβρίσκονταν σε συναγερμό. Ανδρες, γυναίκες και παιδιά βοηθούσαν στο στήσιμο της κρεμάλας. Με δύο δοκάρια μπηγμένα κάθετα στο χώμα, το ένα από τη μια πλευρά και τ’ άλλο από την άλλη του δρόμου και ένα τρίτο οριζόντιο ένωνε και έδενε με τα πρώτα, σχηματίζοντας ένα τεράστιο "Π". Η κρεμάλα ήταν έτοιμη. Στη συνέχεια, έριχναν την τριχιά στο οριζόντιο δοκάρι και περίμεναν μισοί από τη μια πλευρά και μισοί από την άλλη τα θύματά τους. Ο πρώτος που θα είχε την τύχη να περάσει, θα υφίστατο το κρέμασμα για τα χρόνια πολλά και τη διατήρηση του εθίμου. Επεφταν όλοι πάνω στο θύμα, το έδεναν και το ανέβαζαν ψηλά στο οριζόντιο δοκάρι και όλοι "εν χορώ" φώναζαν: "Τάξε - τάξε για να σε κατεβάσουμε!". Ο κρεμασμένος τι να κάνει, έταζε. Το τάξιμο ήταν συνήθως μια οκά κρασί, ελιές, σύκα ξερά, μια κουλούρα και άλλα νηστίσιμα για να προστεθούν στο αποκριάτικο τραπέζι, που βρισκόταν ανάμεσά τους. Τότε μόνο τον κατέβαζαν με χειροκροτήματα και ευχές αποκριάτικες. Στη συνέχεια έτρωγαν, έπιναν και χόρευαν όλοι μαζί ευτυχισμένοι, αλλά και έτοιμοι να "αρπάξουν" το επόμενο θύμα τους".
Η περιγραφή για τις κρεμάλες της Σπερχογείας δίνει ίσως μια πιο αυθεντική εικόνα του εθίμου γιατί έχει έντονα τα στοιχεία της "κοινότητας" και του αποκριάτικου γλεντιού σε μια εποχή που στις γειτονιές και το χωριό οι άνθρωποι κρατούσαν ακόμη ισχυρούς δεσμούς. Και το έθιμο παρέμενε στο πλαίσιο της αγροτικής κοινωνίας μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, δεν αποτελούσε θέαμα για τους επισκέπτες αλλά στοιχείο συλλογικής διασκέδασης.
Οι δεσμοί των ανθρώπων του κάμπου ήταν πάντοτε ισχυροί καθώς βρίσκονταν σε διαρκή επαφή και κοινωνική ώσμωση καλλιεργώντας τη γη. Υπήρχαν κοινά έθιμα ή περνούσαν από τη μια ή την άλλη πλευρά του ποταμού στο πέρασμα του χρόνου. Οι ομοιότητες και οι διαφορές του εθίμου της κρεμάλας κατατείνουν στην εκτίμηση ότι κατά πάσα πιθανότητα αποτελεί στοιχείο της αγροτικής αποκριάτικης παράδοσης, στο οποίο οι κάτοικοι έδιναν και διαφορετικά χαρακτηριστικά. Δεν μπορούμε πλέον να γνωρίζουμε ποια ήταν η διαδικασία αλληλεπίδρασης, καθώς δεν υπάρχει κανένα απολύτως στοιχείο και τα ίχνη έσβησαν στο χρόνο. Οπως επίσης δεν μπορούμε να αποφανθούμε με βεβαιότητα αν η κρεμάλα ήταν αυτοτελές έθιμο και πριν τις επίσημες καταγραφές ή μέρος εθίμου το οποίο έφθασε ατελές μέχρι τις ημέρες μας.
ΔΙΚΗ ΚΑΙ ΚΥΝΟΜΑΡΤΥΡΙΟ
Αναζητώντας αναλογίες στον ελλαδικό χώρο διαπιστώνουμε ότι η κρεμάλα είναι σε ορισμένες περιπτώσεις το μέρος μιας δίκης. Οπως γράφει ο Γεώργιος Α. Μέγας (20), στην παρωδία του δικαστηρίου "φυγόδικος συλλαμβάνεται από το απόσπασμα και οδηγείται στο δικαστήριο. Κατηγορία, ότι σκότωσε το... γουρούνι του! Το δικαστήριο ακούει την απολογία του και τον καταδικάζει σε θάνατο. Η κρεμάλα είναι έτοιμη, αλλά ξαφνικά φθάνει η βασιλική χάρη και ο κατάδικος σώζεται". Το δικαστήριο είναι από τα προσφιλή θέματα της αποκριάτικης παράδοσης στα Βαλκάνια, σε διάφορες παραλλαγές και με διαφορετικές τιμωρίες μεταξύ των οποίων και το κρέμασμα (21 ).
Ομως υπάρχει μια άλλη πολύ σημαντική πλευρά της κρεμάλας που έχει καθιερώσει την ονομασία της Καθαράς Δευτέρας σε "Σκυλοδευτέρα". Ας παρακολουθήσουμε τον Γεώργιο Α. Μέγα (22) που γράφει: "Αυτή η ονομασία της ημέρας προέρχεται από ανάρμοστο αστείο, στο οποίο θύματα γίνονται οι αδέσποτοι σκύλοι. Για να γελάσουν οι χωρικοί, κρεμούν το σκύλο από ένα σκοινί που το δένουν σε δύο στύλους και το περιστρέφουν με ένα στριφτάρι. Οταν στη συνέχεια το σκοινί αφεθεί ελεύθερο, ξετυλίγεται με ορμή, παρασύροντας στην περιστροφική του κίνηση και το σκύλο που τελικά τινάζεται μακριά". Ο Μ. Γ. Σέργης (23) τονίζει ότι "τα ανοιξιάτικα νεοελληνικά δρώμενα, προδρομικές μορφές θεάτρου, όπως το κυνομαρτύριο, εντάσσονται στον ευρύτερο κύκλο των διαβατήριων τελετουργιών. Τελούνταν σε μια διαβατήρια στιγμή του χρόνου, στο κομβικό σημείο της διάβασης από το χειμώνα στην άνοιξη, και ως τέτοια συνόδευαν τα "επικίνδυνα", τα μεταβατικά χρονικά σημεία από τον "κύκλο του χρόνου" […]. Ο ξυλοδαρμός στο λαϊκό πολιτισμό (και δη στα καρναβάλια) είναι μια ακόμη πράξη του σωματικού δράματος: ο δαρμένος (το σκυλί εδώ) γελοιοποιείται, εξευτελίζεται, σκοτώνεται, αλλά και εξαγνίζει ταυτοχρόνως το συλλογικό σώμα. Ο ξυλοδαρμός, δηλαδή, ανήκει στις αμφίσημες ενέργειες, είναι ταυτοχρόνως θανατηφόρος και αναζωογονητικός".
Η ιστορία του κυνομαρτυρίου θα ήταν περιττή αν δεν υπήρχαν δύο εντυπωσιακά στοιχεία σχετικά με την κρεμάλα στο Νησί. Ο Βάλτερ Πούχνερ (24) συνδέει το "σκυλομαρτύριο" με τοπική παράδοση του Νησιού καθώς αναφέρει ότι στο Μαγγανιακό "την Καθαρή Δευτέρα από τις 9 το πρωί τα παιδιά πιάνουν τους σκύλους του χωριού, τους δένουν και τους φέρνουν στην πλατεία του χωριού. Στα δυο πλατάνια της πλατείας έχουν περάσει ένα σκοινί, δένουν το σκύλο και τον ανεβάζουν ψηλά και αφήνουν το σκοινί και πέφτει κ.ο.κ. Αυτό διαρκεί περίπου 3 ώρες. Το έθιμο προήλθε από τη Μεσσήνη και πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά εδώ και μερικά χρόνια". Και διαπιστώνει ότι "το βασανιστήριο των σκύλων γίνεται την περίοδο του καρναβαλιού και η κορύφωση του εθίμου προς το τέλος αυτής της περιόδου, και σχετίζεται με την ύπαρξη κυνοκέφαλων δαιμόνων και κατά πάσα πιθανότητα με τους "υλακτούντες" (που αλυχτούν) ακόλουθους της Εκάτης. Η δευτερεύουσα λογική αιτιολογία σχετίζεται με την έλλειψη χρησιμότητας των αδέσποτων σκύλων, την τιμωρία της αγέλης σκύλων καθώς και έναν τρόπο προφύλαξης από τη λύσσα. Το διαπεραστικό και ανατριχιαστικό ουρλιαχτό των σκύλων πρέπει να γίνει κατανοητό, να εξηγηθεί ως σημαντικό προφυλακτικό (αποτροπή) διά του θορύβου, όσο το δυνατότερο, τόσο καλύτερα προφυλάσσει. Η τεχνική της τραμπάλας/κρεμάλας των σκύλων φαίνεται ότι είναι η ίδια παντού. Ο θάνατος του ζώου δεν είναι απαραίτητος, πιο σημαντικό φαίνεται να είναι το τρομερό ουρλιαχτό που έχει ως συνέπεια το διώξιμο των δαιμόνων (και να μην ξεχνάμε ότι και οι καλικάντζαροι εμφανίζονται με τη μορφή σκύλου).
Η γεωγραφική εξάπλωση του εθίμου δεν φαίνεται να έχει κάποιο ιδιαίτερο ειδικό βάρος, αντιθέτως οι αναφορές είναι τόσο λίγες που δεν μας επιτρέπουν να χαρακτηρίσουμε το έθιμο πανελλαδικό.
Υπάρχει μια αντίφαση ανάμεσα στην τιμωρία και στο γεγονός ότι ο σκύλος είναι κατοικίδιο ζώο και μάλιστα φύλακας. Φαίνεται αταίριαστη μια τέτοια συμπεριφορά απέναντι σε αυτό το χρήσιμο ζώο και ακριβώς αυτή η "παράλογη" διαφορά στη συμπεριφορά μαρτυρά ότι το έθιμο έχει ένα επίπεδο ερμηνείας που δεν μπορεί να προσδιοριστεί με τη λογική".
Και ενώ αυτά γράφει ο Πούχνερ το 1977, υπάρχει μια άλλη ερμηνεία της κρεμάλας στο Νησί που έχει δημοσιευτεί το 1965 (25) και δεν έχει σχολιαστεί από τότε. Πρόκειται για ένα κείμενο με τα αρχικά Χ. Δ. Το οποίο αντιπαρατίθεται με την ταύτιση του εθίμου με το μύθο της γριάς Συκούς και θεωρεί ότι το έθιμο σχετίζεται με το κρέμασμα σκύλου επειδή έφαγε τα μακαρόνια του αφεντικού τις Αποκριές. Αποτελεί δηλαδή έναν συνδυασμό των εθίμων του σκυλοκρεμάσματος με το Μακαρονά.
Τα δύο στοιχεία που προαναφέρθηκαν, δείχνουν ότι η υπόθεση της κρεμάλας χωρεί διάφορες ερμηνείες και καθώς δεν υπάρχει η δυνατότητα διακρίβωσης της προέλευσης του εθίμου, το θέμα θα πρέπει να θεωρηθεί ανοιχτό στον προβληματισμό και την έρευνα για τους επόμενους που θα ασχοληθούν με το Νησιώτικο καρναβάλι.
Σε κάθε περίπτωση η κρεμάλα αποτελεί εμβληματικό στοιχείο του γιορτασμού της Καθαράς Δευτέρας στο Νησί και διακόπηκε μόνον σε πολεμικές περιόδους (26).
(15) Στράτου Ν. Κτεναβέα "Μεσσηνιακή Επετηρίς 1908"
(16) "Θάρρος" 22/2/1911
(17) Καθώς γράφει ο Γιάννης Καιροφύλας (ο. π. Σελ. 121-122) "το καθεστώς Μεταξά θέλησε να προσφέρει πολλά θεάματα και γι' αυτό προσπάθησε να δώσει μια νέα ώθηση στον αποκριάτικο εορτασμό […]. Οι άνθρωποι της δικτατορίας δεν άφηναν ούτε την ευκαιρία της Αποκριάς με τους μασκαράδες για να προβάλουν το έργο τους"
(18) Για το θέμα αυτό ο Γιάννης Καιροφύλας γράφει: (ο. π. Σελ. 154) "η Αποκριά στην περίοδο της Δικτατορίας έχασε ακόμη περισσότερο την παλιά της φυσιογνωμία παρά τις προσπάθειες των τότε δημοτικών αρχόντων να οργανώσουν έναν "μεγαλοπρεπή" Καρνάβαλο, εκμεταλλευόμενοι κατά κάποιο τρόπο και τη γιορτή της Αποκριάς για προπαγανδιστικούς λόγους".
(19) "Σημαία" 27/2/1928
(20) Γιάννης Πολυχρονόπουλος "Μεσσηνιακά" 2003 (Σελ. 97)
(21) Βάλτερ Πούχνερ (ο. π. σελ 115 - 116)
(22) Γεώργιος Α. Μέγας (ο. π. Σελ. 118)
(23) Μ. Γ. Σέργης "Θυσίες σκύλων στην αρχαία και νεότερη Ελλάδα: από τη θυσιαστική πράξη στο θέαμα". Από χειρόγραφο που μου παραχώρησε πριν από 3 χρόνια με τη μεσολάβηση του εξαιρετικού φίλου και διαπρεπούς λαογράφου καθηγητή Μιχάλη Μερακλή.
(24) W. Puchner Brauchtumserscheinungen in griechischen jahreslauf. Osterreichisches Museum fur Volksunde, Wien 1977 (Σελ. 153) - Τη μετάφραση του αποσπάσματος έκανε η Σικελία Κωνσταντακοπούλου
(25) "Θάρρος" 8/31965
(26) "Σημαία" 9/2/1920 - "Σημαία" 17/2/1950
Πέμπτη, 07 Φεβρουαρίου 2013 07:16
Η ιστορία του Νησιώτικου Καρναβαλιού (4ο μέρος)
Στο ρεπορτάζ έχουμε την πρώτη γραπτή μαρτυρία για το έθιμο της κρεμάλας που "έχει καθιερωθεί διά παλαιότατου εθίμου ούτινος την αρχή μάτην ανεζητήσαμεν". Η φράση αυτή από μόνη της κλονίζει τη σύνδεση του εθίμου με το μύθο της γριάς Συκούς, δίνοντας ταυτόχρονα μεγαλύτερο βάθος στην προέλευσή του, καθώς φαίνεται ότι αυτό σχετίζεται με αγροτικά δρώμενα της περιοχής. Το 1893 ήταν σχετικά κοντά στην εποχή της απελευθέρωσης από τους Τούρκους και εφόσον υπήρχε τέτοια λαϊκή δοξασία ήταν πολύ δύσκολο να μην την είχε εντοπίσει ο συντάκτης του ρεπορτάζ που είναι κατά πάσα πιθανότητα ο ιδιοκτήτης της εφημερίδας Γ. Καντιάνης, γνωστός δικηγόρος της εποχής καταγόμενος από την Πύλο.
Κατηγορία
Συνεντεύξεις - Παρουσιάσεις