«Του νέου τούτου Αττίλα εγκαταστάντος εν Μεσσήνη το διοικητήριον υψούτο εκεί όπου σήμερον η πρώτη των αρρένων σχολή, ανεγερθείσα επί των ερειπίων εκείνου. Εκείθεν ορμώμενος λοιπόν (έστιν ότε και εκ της Μεθώνης) επεχείρει τας εκδρομάς του εκείνας τας υπό των μεταγενεστέρων χαρακτηριζομένας ως πράξεις παντός απαισίου και κακούργου όπερ ο κόσμος εγέννησε ... επιστρέφων εις Μεσσήνην εκ της μετ’ ανηκούστου βιαιότητος πυρποληθείσηςΤριπόλεως υπ’ αυτού εν τη ακμή του αγώνος προσεβλήθη καθ’οδόν υπό πυρετού κακοήθους.
Αμα εις Μεσσήνην αφιχθείς ούτω πλουσίαν αφαίμαξιν υπέστη υπό των ιατρών (θεραπευόντων δι’ αυτής τότε πάσαν ασθένειαν), ώστε ολίγου δειν εκ της προκληθείσης αναιμίας απέθνησκε.
Ενοσηλεύθη εν τω διοικητηρίω εν ω και κατώκει. Αλλά βραδύτερον μεταβληθέντος τούτου εις στρατώνα ο Ιμβραήμ μη υπάρχοντος άλλου καταλλήλου οικήματος ως τοιούτον εξελέξατο την διά το ιππικόν του έως τότε χρησιμεύουσαν εκκλησίαν του Αγίου Δημητρίου. Αλλά και διά τον Ιμβραήμ η ημέρα του Βατερλώ επλησίαζεν.
Δύο ημέρας προς της 8ης 8βρίου 1827 της αειμνήστου καθ’ ην οι τέως δουλεύοντες Ελληνες εδέχοντο παρά των Δυνάμεων το έπαθλον το πάντων τιμιώτατον, την ελευθερίαν, την νύκτα της 6ης, ο Ιμβραήμ διαμένων εν Μεσσήνη εξύπνησεν έντρομος συνεπεία εκ του εξής ενυπνίου. Είδεν ως η παράδοσις διέσωσεν, ότι εν τινι ευρυτάτω ποταμώ ευρεθείς ηλίευε μόνος· καθ’ ην δε στιγμήν ην έτοιμος το τρίτον ήδη να κτυπήση διά της κάμακος ωραίον τινα ιχθύν, εφορμήσαντες τρεις εκ της αντιπέραν όχθης υπερμεγέθεις κροκόδειλοι την μεν λέμβον εφ’ ης επέβαινε κατεβύθισαν, εκείνον δε δεν έφαγον, αλλ’ εσφενδόνησαν μετά της συντριφθείσης κάμακός του επί της όχθης κακώς.
Σφόδρα δεισιδαίμων εταράχθη πολύ εκ του ονείρου. Η αυγή δε ήτο εισέτι προχωρημένη και η γρηά Συκού αληθής Σίβυλλα της Μεσσήνης ωδηγείτο ενώπιόν του.
- Κακά μαντάτα πασσά μου, τω είπεν η γραία ακούσασα το όνειρον. Εις ολίγας ημέρας η βασιλεία Σου επί της Πελοποννήσου θα πάψη. Οργισθείς ο Ιμβραήμ την εκρέμασε, λέγει η παράδοσις.
Τρεις ημέρας όμως από του θανάτου της γραίας ο Ιμβραήμ εμάνθανεν εν Μεσσήνη κατάπληκτος, ότι ο στόλος του δεν υπήρχεν πλέον εν τω λιμένι της Πύλου. Η Σίβυλλα είχεν αληθεύσει επακριβώς».
Ο ΘΟΔΩΡΟΣ ΤΣΕΡΠΕΣ
Το 1966 ο Θόδωρος Μ. Τσερπές κάνει την πρώτη γραπτή σύνδεση που έχει εντοπίσει η μέχρι τώρα έρευνα, σε συλλογή μικρών αφηγημάτων με τίτλο “Σατυρικά γυμνάσματα” το οποίο και παραθέτουμε:
«Από τα 1823 μέχρι τα 1829 μεγάλες διπλωματικές διενέξεις είχαν ανοίξει στην Πόλη, ανάμεσα στους πρεσβευτές Σ. Κάνιγγ της Αγγλίας, Ρωβεπιέρ της Ρωσσίας και Γκιλεμινό της Γαλλίας και του Υπουργού των Εξωτερικών της Τουρκίας Περτέβ, για το Ελληνικό ζήτημα και οι έφιπποι διπλωματικοί ταχυδρόμοι πήγαιναν κι ερχόντουσαν. Ο τηλέγραφος δεν είχε ακόμη εφευρεθή.
- Τι θα γίνη με το Ελληνικό ζήτημα; διαμαρτύρονταν οι Ευρωπαίοι. Τα πολεμικά των επαναστατών κάνουν νηοψίες στα φορτηγά τους κι όταν βρουν ναυτιλιακά έγγραφα για τούρκικα λιμάνια, κατάσχουν τα φορτία και τα κουβαλάνε στο Ανάπλι, όπου έχουν εγκαταστήσει δικαστήριο λειών. Δεν θα επιτρέψουμε να σταματήση η ναυσιπλοΐα στο Αιγαίο και θ’ αναγκαστούμε να συνεννοηθούμε απ’ ευθείας μ’ αυτούς. Σε σας πλέον δεν έχουν νόημα τα διαβήματά μας.
- Δεν έχετε δικαίωμα να τους δώσετε αέρα και να χαρακτηρίσετε τους επαναστάτες ως εμπόλεμο κράτος, για να ρθήτε σε συνεννόηση μ’ αυτούς, απαντούσε ο Περτέβ, ούτε έχετε δικαίωμα να παρέμβητε σεις στρατιωτικώς σε δική μας επικράτεια. Κάντε υπομονή, θα σβύσουμε την επανάσταση. Δεν είναι πρώτη φορά που ξεσηκώνονται…
- Μα πότε; Οχτώ χρόνια τραβάει αυτή η δουλειά. Πού θα πάη; Δώστε μια κάποια λύση, να τελειώση πια αυτό το μακελειό, να ησυχάσουμε και μεις.
- Αυτό έλειπε, να δίνουμε κι από πάνω προνόμια σ’ όσους σηκώνουν επανάσταση. Τότε, ποιος δεν θα ξεσηκωθή; Και σεις δεν έχετε ραγιάδες; Τι κάνετε εσείς σε ανάλογη περίπτωση; Εμείς πρέπει να χαλάσουμε την τάξη που έβαλε στον κόσμο ο Αλλάχ; Κάντε υπομονή και μάλιστα για το χατήρι σας, όταν τους ημερέψουμε, θα τους χαρίσουμε και το χαράτσι των 8 ετών. Μόνο τους πρωταίτιους θα τιμωρήσουμε.
Αλλά η επανάσταση δεν έσβυνε. Ο Μπραΐμης, στην αρχή, όταν βρήκε διαιρεμένους τους Ελληνες απ’ τον εμφύλιο πόλεμο, κέρδισε τις μάχες του Σχοινόλακα, των Κρεμμυδιών, του Μανιακιού κ.λπ.
Μα τώρα, οι επαναστάτες ξαναενώθηκαν και νίκησαν στη Βέργα, στο Δηρό κ.λπ. και πολεμούσαν Ρουμελιώτες του Μακρυγιάννη και του Φωτομάρα, μαζί με τους Κρητικούς του Τσουδερού και του Κοζώνη στο Μωρηά, υπό την αρχηγία του Κολοκοτρώνη και Μωραΐτες υπό τον Σταματελόπουλο και τους Φιλέλληνες και τους Βορειοελλαδίτες στη Ρούμελη, υπό την αρχηγία του Καραϊσκάκη.
Τέσσερα χρόνια κι ο Μπραΐμης δεν κατάφερε να κυριαρχήση. Κρατούσε περιοδικά γύρω στις 10 πολιτείες του Μωρηά κι έκανε επιδρομές, πού και πού, όπως έκαναν ενέδρες και τα επαναστατικά αποσπάσματα, που κρατούσαν αμείωτη τη δύναμή τους, που πύκνωνε και αραίωνε με μεγάλη ευκολία αναλόγως των τοπικών αναγκών. Η στασιμότητα αυτή ήταν ζημιά για την Τουρκία, γιατί άρχισε πια να ξεσηκώνεται η κοινή γνώμη σ’ όλον τον κόσμο. Δεν τον έπαιρνε ο καιρός κι ο Μπραΐμης προσπάθησε να δώση αποφασιστικό χτύπημα με ένα ύπουλο μέσο, με το «προσκυνοχάρτι», που ευνούχιζε σίγουρα την επαναστατική διάθεση του λαού. Ο Κολοκοτρώνης όμως, κατάλαβε τον κίνδυνο και ο ίδιος, θηρίο ανήμερο, έμπαινε στα προσκυνημένα χωριά, σκότωνε, έκαιγε κρεμούσε και υποχρέωνε όλους να υπογράψουν το «αντι-προσκυνοχάρτι στο Εθνος». «Φωτιά και τσεκούρι», ήταν το σύνθημά του. Ετσι και το φοβερό αυτό σχέδιο του Μπραΐμη έπεσε στο κενό.
Αρχισε τότε αυτός να χάνη την ψυχραιμία του. Εβαλε συνεργεία κι έκοβαν κι έκαιγαν τα δέντρα, χιλιάδες λεμονοπορτοκαλιές κι εληές και σε παρατήρηση των τριών απεσταλμένων των ναυάρχων Κόδριγκτων, Δεριγνύ και Εϋδεκ, να πάψουν οι δενδροκοπές, που είχαν σκοπό να ψοφήση για πάντα τους ραγιάδες από πείνα, ο αντιπρόσωπός του, ο Κεχαγιάμπεης, έδιωξε τους τρεις Ευρωπαίους αξιωματικούς, κακήν-κακώς. Είχε στήσει τότε, ο Μπραΐμης, το σεράγι του στο Νησί, σ’ ένα σπίτι στη συνοικία Αργαστηράκι κι έμενε εκεί με τους εξωμότες επιτελείς του, τους Γάλλους στρατηγούς Σεύη και Μπουγιέ, τους συνταγματάρχες Λαβελάν και Λιβρόν, το ναύαρχο Γιβραλτάρ κ.λπ. Γάλλους αξιωματικούς της στρατιάς του Ναπολέοντα, που τον ακολουθούσαν.
Εκεί, ένα πρωί, σηκώθηκε ανάστατος από την αγωνία. Ενα φοβερό όνειρο τον είχε συγκλονίσει και τον είχε ρίξει σε μαύρες σκέψεις. Φυσώντας και ξεφυσώντας, ζήτησε να του φέρουν κάποιον που να ξαίρη να εξηγάη τα όνειρα. Γύρισαν, ρώτησαν τους ντόπιους και στο τέλος κουβάλησαν στο σεράγι μια γρηά, την κυρά Συκού.
Η κυρά Συκού, τύπος στη μικρή πολιτεία, ζούσε στη συνοικία που λεγόταν Λιμνοχώρι, πουλούσε μαγικά, βοτάνια και γιατρικά και ήξαιρε κι από όνειρα, της άρεσε όμως πολύ και το κρασί. Οπως ομολογεί η παράδοση και καθώς γράφει κι ο παληότερος ντόπιος λογοτέχνης, ο Θεόδ. Γούνας στη «Μεσσηνιακή επετηρίδα» του 1909, η γριά μάγισσα, αφού έκανε τον τεμενά της, ρώτησε για τ’ όνειρο κι ο Ιμβραήμ διηγήθηκε πως είδε ότι, τάχα, όπως καθότανε έξω απ’ την πολεμική σκηνή του, ξαφνικά, ένα φίδι πετάχτηκε μπροστά του να τονέ φάη. Τράβηξε τό- τε τάχα, το γιαταγάνι του και τού δωσε μια στο κεφάλι. Το φίδι λύγισε, έπεσε, αλλά πάλι ορθώθηκε καταπάνω του. Ο Μπραΐμης έκανε ένα σάλτο κατά πίσω, ξανατράβηξε το γιαταγάνι, του ξανάδωσε στο κεφάλι, αυτό ξαναλύγισε, ξανάπεσε, μα σε λίγο πάλι ορθώθηκε και χύμηξε. Πάλι ο Μπραΐμης υποχώρησε, πάλι ξαναχτύπησε και η ίδια σκηνή επαναλήφθηκε, μέχρι που στο τέλος, βρέθηκε κολλημένος στο πανί της σκηνής, με το φίδι καταπάνω του. Τότε ξύπνησε λαχανιάζοντας από την αγωνία του εφιαλτικού ονείρου.
Η γρηά Συκού άκουγε με βαθύτατη προσοχή το όνειρο και σε λίγο ρώτησε:
- Θυμάσαι πόσες δρασκελιές έκανες κατά πίσω, αφέντη μου;
- Μα, νομίζω, ή τέσσερις ή πέντε, απάντησε ο Μπραΐμης.
Η γρηά σκέφτηκε και απότομα γύρισε προς το βορηά κι έπεσε στα γόνατα δακρυσμένη και κάνοντας σταυροκοπήματα και μετάνοιες.
- Παναγία μου, μας λυπήθηκε τους φτωχούς. Ζωντανό σημάδι, μεγάλη η χάρη σου. Ευχαριστούμε Παναγία μου. Και γυρίζοντας το κεφάλι στον Ιμβραήμ, του λέει: Ε, σε 3-4 τέρμινα, αφέντη μου, μαύρο φίδι και κολοβό θα σας φάη. Δόξα νάχης Παναγία μου…
- Γρουσούζα, κουκουβάγια, πήδησαν λυσσασμένοι απάνω ο Μπραΐμης και οι επιτελείς του. Κρεμάστε την αμέσως, τη στρίγγλα.
Οι τσοχανταρέοι, με κλωτσιές και με σπρωξιές έβγαλαν τη γρηά στη μικρή πλατειούλα, έστησαν αμέσως μια πρόχειρη κρεμάλα και πέρασαν τη θηλειά στο λαιμό της, ενώ αυτή
ξελαρυγγιαζότανε:
- Ρουθούνι, Παναγία μου, ρουθούνι να μην αφήσεις από δαύ-
τους…
Σε λίγους μήνες, ο στόλος των Τουρκοαιγυπτίων, έπαθε τη γνω-
στή συφορά στο Ναυαρίνο.
Εκτοτε, 130 χρόνια τώρα, εξακολουθεί στο Νησί, στο ίδιο σημείο όπου κρέμασαν τη γριά, ένα
έθιμο που δεν έλλειψε καμμιά χρονιά από τότε. Κάθε Καθαρή Δευτέρα στήνουν μια κρεμάλα και κρεμούν απ’ τις αμασχάλες τους διαβάτες. Οι παριστάνοντες τους δήμιους ρωτάνε τον κρεμασμένο:
«Πόσο κρασί κερνάς, να σε ξεκρεμάσουμε». Και ανάμεσα στα γέλια και στην οινοποσία, επαναλαμβάνονται τα κεράσματα και τα κρεμάσματα, δίχως κανείς ποτέ να σκεφτή να πιή κι ένα ποτηράκι παραπάνω για την ξεχασμένη ψυχούλα της μπεκρούς πατριώτισσας».
(27) Στράτου Ν. Κτεναβέα ο.π.
Αύριο η συνέχεια