Είναι μία από τις πιο γνωστές μεταφράστριες του Στρίντμπεργκ και του Ιψεν στη χώρα μας. Λατρεύει την Ελλάδα και δη τη Μεσσηνία, όπου διατηρεί το δικό της αγρόκτημα στην Καλλιρρόη, μέσα στο φυσικό περιβάλλον και τις ομορφιές της περιοχής. Είναι η Μαργαρίτα Μέλμπεργκ, ένα πρόσωπο που έχει συνδέσει ολόκληρη τη ζωή της με τα γράμματα, την τέχνη και τον πολιτισμό της Ελλάδας. Η ζωή της μοιάζει με ένα κοσμοπολίτικο μυθιστόρημα και για πρώτη φορά την αφηγείται στην “Ε”…
- Η βάση σας είναι η Σουηδία… Πώς αναπτύχθηκε η σχέση σας με την Ελλάδα;
Η μητέρα μου είναι Ελληνίδα της διασποράς, αλλά μισή Ελληνίδα. Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, ο πατέρας της ήταν Ελληνοκύπριος και η μητέρα της Λιβανέζα. Η μητρική γλώσσα της μητέρας ήταν τα αραβικά από την γιαγιά μου και τα ελληνικά από το σχολείο, το Αβερώφειο. Ετσι η ίδια μου μιλούσε και ελληνικά και αραβικά. Μετά τον πόλεμο ήρθε ο πατέρας μου στην Αίγυπτο για να δουλέψει ως προπονητής του κλασικού αθλητισμού για την αιγυπτιακή ολυμπιακή ομάδα, που ετοιμαζόταν για τους Ολυμπιακούς που θα διεξάγονταν στο Λονδίνο το 1948. Αυτή είναι η σχέση μου με την Ελλάδα μέσω της ελληνικής γλώσσας του Κύπριου παππού. Αργότερα, οι γονείς μου έζησαν αρκετά χρόνια στη Σουηδία, εγώ όμως γεννήθηκα στον Πειραιά σε ένα πέρασμα, σε ένα ταξίδι. Από την Ελλάδα φύγαμε όταν ήμουν 6 - 7 μηνών, πήγαμε στη Σουηδία και ζήσαμε εκεί αρκετά επίσης χρόνια.
- Ενας πολίτης του κόσμου είστε…
Ξαναγυρίσαμε στην Αίγυπτο, μετά ήρθε η κρίση του Σουέζ και τελικά βρεθήκαμε στην Ισπανία και το πρώτο μου σχολείο ήταν στη Βαρκελώνη. Εκεί ξεκίνησα το δημοτικό. Οπότε για μένα η πρώτη μου γλώσσα ήταν τα ισπανικά. Το 1960 ήρθαμε στην Ελλάδα. Η άμεση σχέση μου με την Ελλάδα είναι η ελληνική γλώσσα.
- Τα ελληνικά σας είναι πολύ καλά, εννοώ ακόμα και ο προφορικός λόγος…
Ναι, γιατί ήρθαμε στην Ελλάδα όταν ήμουν 10 ετών και μέχρι 15 ετών πήγα σε ελληνικό σχολείο. Μετά επιστρέψαμε πάλι πίσω στη Σουηδία. Θεωρώ ότι η ηλικία των 10 με 15 είναι πολύ σημαντική στην εξέλιξη και στην ανάπτυξη, στην ταυτότητα του ατόμου.
- Γενικότερα, ποια η σχέση σας με τα γράμματα;
Σπούδασα στη Σουηδία Ελληνική Φιλολογία, συγκεκριμένα Αρχαία Ελληνική Φιλολογία και Νέα Ελληνική Φιλολογία. Ηξερα και μιλούσα ελληνικά, αλλά νομίζω εκεί εμπέδωσα περισσότερο τη γλώσσα.
- Υπάρχει τέτοια σχολή στο Πανεπιστήμιο της Σουηδίας;
Ναι, στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης και του Λουντ, εκεί έχω σπουδάσει. Εχω κάνει διδακτορικό στη Νέα Ελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Λουντ.
- Ακούγεται πολύ ενδιαφέρον αυτό, αν σκεφτεί κανείς ότι οι κλασικές σπουδές στην Ελλάδα υποβαθμίζονται…
Πράγματι… Με βοήθησε πολύ το γεγονός ότι σπούδασα την ελληνική γλώσσα και κυρίως τα αρχαία. Πήρα πολλές χρήσιμες γνώσεις που με βοήθησαν και στην ιδιότητά μου ως μεταφράστρια. Υπήρχε βέβαια κι ένα έμφυτο ταλέντο… Ασχολιόμουν με τη γλώσσα και πάντα μου άρεσε να γράφω ποιήματα και κείμενα, πριν ακόμη αρχίσω να μεταφράζω.
- Σας γνώρισα από τα βιβλία των Εκδόσεων “Κάπα”. Πότε γεννήθηκε η σχέση σας με τον Ίψεν; Πότε αποφασίσατε να καταπιαστείτε με το δύσκολο εγχείρημα της μετάφρασής του;
Είναι όντως δύσκολη η μετάφρασή του, αλλά παίζει ρόλο και η αγάπη που σε παρακινεί. Εγώ έζησα στη Σουηδία πάρα πολλά χρόνια, πήγα σουηδικό σχολείο, είχα και μία σχέση με το θέατρο και όταν ήρθα στην Ελλάδα το 1978, σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να προτείνω σε κάποιον εκδότη να μεταφράσω κάτι από τα σουηδικά, από την κλασική λογοτεχνία κάποιον κλασικό συγγραφέα. Τότε μου ζητήθηκε από τις Εκδόσεις “Νεφέλη” ένα δείγμα. Εκανα λοιπόν ένα δείγμα από την αυτοβιογραφία του Στρίντμπεργκ, ο “Γιος της δούλας”, το είδε ο πολύ γνωστός σύμβουλος, μεταφραστής και φιλόλογος της “Νεφέλης”, ο Σπ. Τσακνιάς και μου ανατέθηκε η αυτοβιογραφία του Στρίντμπεργκ. Κάπως έτσι ξεκίνησα και στη συνέχεια άρχισα να έχω προτάσεις από διάφορα θέατρα για μετάφραση θεατρικών έργων, όπως οι “Βρικόλακες” για το Θέατρο Τέχνης, η “Κυρά της θάλασσας” για το Εθνικό… Τα θεατρικά έργα του Ιψεν ήταν παραγγελίες, κάποιος σκηνοθέτης συνήθως με αναζητούσε κι όσα έχω κάνει έχουν παιχτεί στο θέατρο.
- Ξεχωρίζετε κάποιο έργο που σας δυσκόλεψε ή σας άρεσε λίγο παραπάνω από τα άλλα;
Αυτό που μου άρεσε περισσότερο από όλα είναι αυτό που κάνω τώρα, που θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες από την “Κάπα”, ο “Γιον Γκάμπριελ Μπόρκμαν”. Είναι ένα έργο πολύ δυνατό, ψυχολογικό, συναισθηματικό, αγγίζει πράγματα που αφορούν στο σήμερα και στις σχέσεις μας. Πολλοί που θα το διαβάσουν θα αναγνωρίσουν, αν όχι τον εαυτό τους, τότε σίγουρα κάποια κομμάτια του εαυτού τους.
Εκείνο που με δυσκόλεψε περισσότερο και δεν έχει βγει σε βιβλίο είναι το “Ενας εχθρός του λαού”, που παρουσιάστηκε στην Καλλιρρόη στην πρόσφατη διαμαρτυρία για το εργοστάσιο απορριμμάτων από τον διακεκριμένο ηθοποιό Κώστα Καστανά ως αφήγηση. Ενα δύσκολο έργο που χρήζει μεγάλης προσοχής, προκειμένου να αποδοθεί σωστά. Αγγίζει πράγματα της εποχής μας που μας αφορούν, όπως το περιβάλλον και η μόλυνση και γενικότερα είναι ένα έργο με πολλές παραμέτρους κοινωνικές, φιλοσοφικές, που αναφέρεται σε μία καταπάτηση δικαιωμάτων στον μέσο άνθρωπο.
- Τι είναι αυτό που σας γοητεύει στον Ιψεν;
Η ακρίβεια και το πόσο κοντά στο σήμερα είναι. Είναι έργα γραμμένα στα τέλη του 19ου αιώνα, το 1880, το 1890, αρχές του 1900 και είναι τόσο επίκαιρα, που αναρωτιέται κανείς πώς είναι δυνατόν ένα μυαλό, ένας άνθρωπος που έζησε μέσα σε ένα στενό περιβάλλον, που μεγάλωσε μέσα σε δύσκολες συνθήκες να τα σκεφτεί όλα αυτά.
- Μήπως τελικά τα προβλήματα των ανθρώπων είναι διαχρονικά; Μήπως τα πράγματα για τα οποία παλεύουμε είναι σε όλες τις εποχές τα ίδια;
Είναι, σίγουρα είναι διαχρονικά, αλλά το πώς θα τα πεις αυτά τα πράγματα εκεί είναι η μαεστρία, να βρεις τον τρόπο να τα εκφράσεις.
- Θίγει θέματα που έχουν σχέση με τις γυναίκες, πολύ φλέγοντα σήμερα. Εσείς πώς βλέπετε τις γυναίκες μέσα από τα έργα του; Είναι με κάποιον τρόπο πρωτοπόρες οι γυναίκες του Ιψεν για την εποχή τους;
Ακριβώς, όπως τα λέτε είναι. Στους “Βρικόλακες” μάλιστα υπάρχει ένα σημείο που ο πάστορας Μάντερς βλέπει τα βιβλία της κυρίας Αλβιγκ στο τραπέζι και κάνοντας μια χειρονομία αποστροφής αναρωτιέται “τι είναι αυτά τα βιβλία, αυτά είναι ανατρεπτικά”… Αυτή η σύλληψη του Ιψεν να δώσει με φεμινιστική διάθεση την ανάγκη της γυναίκας αυτής να αποδεσμευτεί από τα πατροπαράδοτα και τις ιδέες που την κρατάνε πίσω είναι μοναδική. Από τη μία βλέπουμε την προσπάθεια της γυναίκας να αναβαθμίσει τον εαυτό της, να ξεφύγει, κι από την άλλη την κριτική που της κάνει ο πάστορας, που είναι βέβαια εκπρόσωπος του συντηρητισμού.
- Ο Ιψεν “βάζοντας” την ηρωίδα να χορεύει, να τραγουδάει, να διαβάζει πράγματα πιο ελαφρά, να μην υπακούει, να διεκδικεί το δικαίωμα στη χαρά, δίνει σε όλο αυτό μια κλοτσιά;
Στα σίγουρα ο Ιψεν κάνει μία επανάσταση, γι’ αυτό δεν ήταν κι αποδεκτός από τους συντηρητικούς κύκλους της εποχής του. Πέρασε από πολλές φάσεις μέχρι να αναγνωριστεί το έργο του και να πάρει αυτήν την εμβέλεια. Ηταν ένας αγώνας γι’ αυτόν, αλλά ο ίδιος έμεινε σταθερός κι ακλόνητος στις ιδέες του, δεν έκανε πίσω.
- Εσείς είστε ικανοποιημένη από τον τρόπο που τα τελευταία χρόνια ανεβαίνει ο Ιψεν στις θεατρικές σκηνές της χώρας;
Επειδή εγώ τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου τα πέρασα στη Σουηδία -πρόσφατα συνταξιοδοτήθηκα κι είμαι λίγο πιο συχνά στην Ελλάδα- δεν έχω δει στη σκηνή πολλές παραστάσεις, εκτός από αυτές που υπήρξα η ίδια μεταφράστρια. Εχω δει πολύ λίγες παραστάσεις, αλλά η τελευταία που παρακολούθησα, το έργο “Γιον Γκάμπριελ Μπόρκμαν”, που ανέβηκε στο Μέγαρο Μουσικής σε σκηνοθεσία Χουβαρδά δεν με ενθουσίασε καθόλου. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί θα έπρεπε να αλλοιωθούν οι φωνές των ηθοποιών και να μιλάνε σαν να είναι μέσα σε ένα υπόγειο, σε μια σπηλιά ή στον Αδη. Ηταν μια πολύ περίεργη αίσθηση… Ο Χουβαρδάς ήταν ο πρώτος σκηνοθέτης με τον οποίο συνεργάστηκα στη “Σονάτα των φαντασμάτων” του Στρίντμπεργκ κι ήταν μια εξαιρετική συνεργασία… Είκοσι - τριάντα χρόνια μετά τον ξαναβλέπω σε έναν Ιψεν κι απορώ για ποιον λόγο έπρεπε να αλλοιωθούν οι φωνές των ηθοποιών, οι οποίοι δυσκολεύονταν και δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν τον λόγο.
- “Είναι ίσως ένας τρόπος των σκηνοθετών, που σου αποσπά την προσοχή, μοιάζει και λίγο αστείο το αποτέλεσμα κάποιες φορές”.
Αυτό ακριβώς. Βλέπεις καλούς, εξαιρετικούς ηθοποιούς, που μιλάνε με έναν τρόπο και δεν μπορείς να καταλάβεις, δεν κατανοείς για ποιον λόγο κάνει κάποιος αυτήν τη διδασκαλία.
- Από Ελληνες συγγραφείς του θεάτρου υπάρχει κάποιος που να έχετε ιδιαίτερη αδυναμία;
Μου αρέσει πάρα πολύ η Λούλα Αναγνωστάκη, είναι η αγαπημένη μου θεατρική συγγραφέας. Την έχω παρακολουθήσει από παλιά, ήταν κι αυτή ένα φωτεινό αστέρι, πέρασε κι άφησε το αποτύπωμά της σίγουρα.
- Αυτήν τη στιγμή με τι καταπιάνεστε;
Τώρα αυτήν τη στιγμή έχω ήδη τελειώσει με τον “Μπόρκμαν” του Ιψεν, ασχολούμαι και τελειώνω ένα έργο του Στρίντμπεργκ, το οποίο δεν έχει παιχτεί ποτέ στην Ελλάδα, ούτε έχει μεταφραστεί, είναι μάλιστα το τελευταίο έργο των έργων δωματίου, οπότε με αυτό, το “Καμένο σπίτι” -έτσι είναι ο τίτλος του- ολοκληρώνονται τα έργα δωματίου, όλα τα έργα δωματίου του Στρίντμπεργκ που έχω κάνει. Επίσης με ενδιαφέρει μία σύγχρονη ομογενής, μία γυναίκα η Χριστίνα Ουζουνίδου, που ζει στη Σουηδία, γράφει στα σουηδικά, είναι ελληνικής καταγωγής κι έχω ασχοληθεί μεταφραστικά με ένα της έργο. Το έργο αυτό “Ιχνη της Αντιγόνης” ανεβαίνει μάλιστα σε παράσταση αυτό το διάστημα, στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, αλλά η σκηνοθέτις, η Ελλη Παπακωνσταντίνου, έχει αλλάξει τον τίτλο και το έχει κάνει “Το πέρασμα της Αντιγόνης”. Είναι ένα εκπληκτικό φεμινιστικό έργο που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις “Περισπωμένη” και η μετάφρασή του είναι και η μοναδική μου σχέση με το σημερινό, με το σύγχρονο θέατρο.