Αυτός είναι ο Νίκος Ορφανός, που δεν κρύβει ούτε το χαμόγελο ούτε και το θυμό του. Ενας σύγχρονος «κανονικός άνθρωπος», ο οποίος δεν διστάζει να εργαστεί και να εκτεθεί έξω απ' τα πλαίσια της τέχνης του, αλλά δεν εγκλωβίζεται σε σχήματα που παύουν να τον ικανοποιούν. Κρατάει ανοιχτές τις πιθανότητες, βλέπει με σκεπτικισμό την κατάσταση της χώρας και δεν μασάει τα λόγια του για την πολιτική της ηγεσία - ούτε για τους «κρυπτοφασίστες», όπως λέει.
- Παρουσιάσατε τις προηγούμενες μέρες στην Πάτρα τον μονόλογο του Β. Κατσικονούρη «Ο Μάκης». Μιλήστε μας λίγο για αυτό το... χρυσόψαρο και τον παθιασμένο με τη ζωή παππού του, τον οποίο ενσαρκώνετε.
«Ο Μάκης είναι ένας συγκινητικά αστείος μονόλογος που ο Βασίλης μου εμπιστεύθηκε και τον ευγνωμονώ. Δεν είναι ένας στενάχωρος παππούς, αλλά ένας άνθρωπος που αναμετριέται με το παρελθόν του, τις σχέσεις του, τον ίδιο του τον εαυτό, μέχρι την προσωπική του υπέρβαση.
Υποδύθηκα τον υπερήλικα παππού, ως μια προβολή στο μέλλον του δικού μου εαυτού - και παράλληλα σαν ένα σχόλιο δικό μου στις γενιές των παλαιότερων. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας είναι ο καθένας τους ένας μικρός κόσμος, με τις ιστορίες του, τις αναμνήσεις, τις περιπέτειές του... που όσο τους αμελούμε και δε μιλάμε μαζί τους, τόσο αυτοί οι κόσμοι χάνονται».
- Την προηγούμενη σεζόν «Ο Μάκης» κι ο παππούς του συγκατοίκησαν με την Αννα Βαγενά και «Το Μπουφάν της Χάρλεϊ» του ίδιου συγγραφέα, ενώ του χρόνου θα παρουσιάσετε και το τελευταίο έργο του Κατσικονούρη, το «Καγκουρό». Πώς έδεσαν αυτές οι συνεργασίες;
«Τη συνεργασία για τους δύο μονολόγους την είχαμε κλείσει προτού εκλεγούμε βουλευτές με την Αννα. Κατόπιν την ολοκληρώσαμε με μεγάλη πίεση, λόγω των νέων μας καθηκόντων.
Με το Βασίλη μάς συνδέει παλαιότερη γνωριμία. Γνωρίζοντας την αγάπη μου για το ελληνικό θεατρικό έργο με προσέγγισε, και χαίρομαι που θα ξαναπαίξω στο εξαιρετικό του τελευταίο δράμα».
- Ποια είναι η παρακαταθήκη του Θεάτρου Τέχνης στην τέχνη σας - και με ποιον τρόπο αισθάνεστε ότι εξελίσσεστε όλα αυτά τα χρόνια επάνω στη σκηνή;
«Η παρακαταθήκη του Καρόλου Κουν είναι πάνω από όλα το ήθος. Ο σεβασμός στον εαυτό σου, πρώτα πρώτα, στην τέχνη σου, στους θεατές. Ο Κουν δεν ήταν απλώς ένας σκηνοθέτης. Ηταν ένας ολοκληρωμένος καλλιτέχνης, γι' αυτό και σφράγισε την εποχή του. Η καλλιέργειά του, το βάθος και η πνευματικότητα που απέπνεαν οι σκηνοθεσίες του, η ποίηση στη δημιουργία του και η χαρά της ζωής, όπως μόνο το θέατρο ξέρει να την υμνεί, αυτά νομίζω είναι ο δρόμος που μας άνοιξε - και με χαρά τον ακολουθώ από τα πρώτα μου καλλιτεχνικά βήματα μέχρι τώρα».
- Η ιδιωτική τηλεόραση συγκεντρώνει την υψηλότερη τηλεθέαση αλλά και την εντονότερη κριτική· τελευταία μάλιστα γίνεται και λόγος για τον «έλεγχό» της. Τι γνώμη έχετε ως ηθοποιός, αλλά και ως πολιτικός;
«Τα ιδιωτικά κανάλια διεύρυναν την ενημέρωση των πολιτών. Οσοι τα δαιμονοποιούν ξεχνάνε πόσες δουλειές δημιούργησαν τα τελευταία 25 χρόνια, πόσους επαγγελματικούς κλάδους άνοιξαν, πόση ελευθερία στις επιλογές ενημέρωσης και ψυχαγωγίας μας άνοιξαν. Ουδείς διανοείται να νοσταλγήσει την εποχή που μόνο 3 κρατικά κανάλια, σε επίπεδο κυβερνητικού καθεστώτος, ήταν επιτρεπτά.
Θεωρώ κρυπτοφασίστες όσους, με το πρόσχημα τυχόν παράνομων σχέσεων ιδιοκτητών καναλιών με κυβερνήσεις, επιθυμούν το φίμωμα του τηλεοπτικού Τύπου. Δε δημιούργησαν τη διαπλοκή τα κανάλια, αλλά τα κόμματα με το πελατειακό κράτος τους. Πιστεύω πως, ιδίως με την κυβέρνηση που έχουμε τώρα, κανενός είδους επιχείρηση ή επένδυση μεγάλης κλίμακας δε θα επιτραπεί να υπάρξει, χωρίς αντίστοιχη κυβερνητική ή κομματική εξυπηρέτηση ή συναλλαγή. Ο έλεγχος από τις κυβερνήσεις προέκυψε εξαναγκαστικά - και αντί να διεκδικούμε ελεύθερα μέσα ενημέρωσης, κάποιοι διεκδικούν λουκέτο. Με συγχωρείτε, αλλά όσοι από αυτούς δεν είναι ηλίθιοι, χρηματίζονται για λόγους προπαγάνδας».
- Είστε από τα ιδρυτικά μέλη του Ποταμιού. Πώς σας τράβηξε η πολιτική, η οποία μοιάζει συνήθως αφιλόξενη για τους μη «επαγγελματίες» - και με τι εμπειρίες σάς φιλοδώρησε μέχρι στιγμής;
«Στην πολιτική μπήκα τελείως ρομαντικά και πατριωτικά, εξαιτίας της ωραίας ομάδας που υπήρχε τον πρώτο καιρό της δημιουργίας του στο Ποτάμι. Πλέον έχω απομακρυνθεί από το κόμμα αυτό, λόγω διαφωνιών μου σε στρατηγικό επίπεδο, ήδη από την κοινοβουλευτική περίοδο. Να σας πω ενδεικτικά ότι το μνημόνιο 3 του Τσίπρα δεν ήθελα να το ψηφίσω, αλλά δεν είχα τη δύναμη να διαφοροποιηθώ, όντας τόσο νέος βουλευτής. Υπό αυτήν την έννοια, ανακουφίστηκα που δεν ξαναβγήκα, παρόλο που διπλασίασα τα προσωπικά μου ψηφοδέλτια στην περιφέρειά μου. Για έναν “κανονικό” άνθρωπο, που έχει μάθει να εργάζεται και η δουλειά του να φαίνεται και αντίστοιχα να αξιολογείται, η ελληνική πολιτική είναι μια διαδικασία μάλλον μάταιη. Δε μετανιώνω επ’ ουδενί, φυσικά. Και εύχομαι κι άλλοι ενεργοί και αξιόλογοι συμπολίτες μου να μη διστάσουν να δοκιμαστούν, μπας και καταφέρουμε κάποτε να έχουμε εκπροσώπους που να νοιάζονται την καθημερινότητα του κόσμου».
- Ποια είναι η άποψή σας για το παρόν μα και το πιθανό μέλλον της Ελλάδας - όπως επίσης για το μέλλον του Ποταμιού αλλά και του κεντρώου χώρου γενικότερα;
«Το Ποτάμι θεωρώ ότι έχει τελειώσει πολιτικά. Δεν εμπνέει πλέον παρά ελάχιστους. Εχασε πολύτιμες και μοναδικές ευκαιρίες να επαναδημιουργήσει ένα πολιτικό Κέντρο με σαφήνεια, στίγμα, αρχές, μακριά από τη θολούρα των προηγούμενων χρόνων. Τα πράγματα είναι δύσκολα, γιατί οι επίδοξοι ηγέτες του χώρου αυτού είναι χαμηλής καλλιέργειας και αδυνατούν να χαράξουν ένα αφήγημα ρεαλιστικό, που να δώσει συγκεκριμένο και πρακτικό όραμα για το μέλλον.
Η χώρα μας θα βρίσκεται για καιρό ακόμα μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Ολοι και όλα θα συνεχίσουν να συμπιέζονται προς τα κάτω, καθώς δεν υπάρχει ίχνος προοπτικής για παραγωγική ανασυγκρότηση. Μας περιμένει μια δύσκολη διετία τουλάχιστον, καθώς θεωρώ ότι αν φτιαχτεί ένα σχέδιο που να λέει τι χώρα θέλουμε με σαφήνεια, θα δημιουργηθούν και αντανακλαστικά αισιοδοξίας. Προς το παρόν, βλέπω τη χώρα μου άθυρμα στα χέρια μέτριων πολιτικών ηγετών».
- Ανήκετε και στα ιδρυτικά μέλη του Σωματείου «Διάζωμα», το οποίο αποτελεί το αγαπημένο μετα-πολιτικό «παιδί» του Καλαματιανού πρ. υπουργού Σταύρου Μπένου. Πώς θα το περιγράφατε εσείς ως ιδέα, ως λειτουργία, ως παράδειγμα;
«Είμαι ευτυχής που είμαι στο Διάζωμα από την πρώτη στιγμή. Το Διάζωμα είναι το όραμα ενός σπουδαίου πολιτικού, που ενέπνευσε εκατοντάδες άλλους ανθρώπους, για μια Ελλάδα που πατώντας στο παρελθόν της, επαναπροσδιορίζει και φτιάχνει το καλύτερο μέλλον της.
Με βάση τα αρχαία θέατρα, ενώνουμε σε πολιτιστικές διαδρομές κάθε τοπική ομορφιά και ιδιαιτερότητα, αναδεικνύοντας τη δική μας ελληνική υπεραξία. Είναι μια πολύ σπουδαία προσπάθεια, ένα καραβάκι που ανοίχτηκε σε ένα μεγάλο όμορφο ταξίδι».
- Είστε φανατικός φιλόζωος, κατά δήλωσή σας: Τι κενά εντοπίζετε τόσο στη σχετική νομοθεσία (ή την εφαρμογή της) όσο και στην επικρατούσα νοοτροπία μας, όσον αφορά τα ζώα;
«Τα πράγματα έχουν βελτιωθεί κάπως τα τελευταία χρόνια, αλλά το βασικό πρόβλημα της κοινωνίας μας παραμένει: Δεν έχουμε αγωγή. Και δεν έχουμε αγωγή γιατί κανείς δε μας τη δίνει. Οι γονείς τρέχουν στις δουλειές σαν τρελοί, τα σχολεία έχουν καταρρεύσει σε αξιακό επίπεδο, οι καθηγητές δε νοιάζονται τα παιδιά όπως θα έπρεπε, και η εκπαίδευση εν γένει δεν έχει στόχο, είναι χύμα στο κύμα των πανελλαδικών. Μιλάμε για αλληλεγγύη, αλλά αγνοούμε τι σημαίνει στην καθημερινότητα. Δείτε πόσο δυσκολεύονται να κινηθούν στις πόλεις οι συμπολίτες μας με κινητικά προβλήματα, πόσο περιθωριοποιούμε τους ηλικιωμένους, πόσο εχθρικά στη μητρότητα είναι τα μαγαζιά, οι δρόμοι μας, οι υποδομές μας.
Εχουμε ένα κοινωνικό κράτος-κουρέλι, και όταν μιλάμε για αυτά, ένας ξύπνιος θα πεταχτεί πάντα να πει ότι φταίει ο καπιταλισμός, τα μονοπώλια, ο νεοφιλελευθερισμός... και ό,τι άλλη ανοησία φανταστείς.
Δε φταίει όμως κανείς άλλος που δεν είμαστε σύγχρονο κράτος και ανθρώπινη κοινωνία - παρά εμείς, εγώ, ο καθένας χωριστά.
Και ναι, τα ζώα, πρέπει να τα αγαπάμε και να τα προστατεύουμε, γιατί είναι αθώα, ανυπεράσπιστα και έχουν το βλέμμα του Θεού».