Και πώς να υπάρχει όταν το εισιτήριο για τη συναυλία του συμπαθούς τραγουδιστή Ρέμου άγγιξε τα 1.000 ευρώ και οι σαμπάνιες που καταναλώθηκαν κοστίζουν περισσότερα χρήματα από αυτά που απαιτεί η σίτιση όλων των αστέγων της χώρας. Προσωπικά, ψηφίζω -αντί Ρέμου- τη δωρεάν συναυλία που ετοιμάζει στην ορεινή Ασέα ο Μητσιάς στις 11 τρέχοντος, τιμώντας τον μέγιστο ποιητή Γκάτσο.
Επανέρχομαι στο θέμα μου: Αυτό που θεωρώ υπερβολή είναι η σύμπραξη -μέσω των διαφόρων σάιτ- κάποιων προβεβλημένων στην ελληνική κοινωνία. Η κυρία Ελισάβετ Μουτάφη, διαβάζω ξαφνικά ότι δεν αλλάζει με τίποτα την πεδινή πίσω πλευρά της Σαντορίνης, ενώ ο επιτυχημένος Θεσσαλονικιός συγγραφέας Σκαμπαρδώνης κίνησε για διακοπές στη Μύκονο, προκειμένου να παραγγείλει ένα διπλό Τζόνι μπλακ (όπως περιγράφει) σε συγκεκριμένο μπαρ της Μυκόνου.
Προσωπικά, βρίσκω άδικο να (καθ)οδηγείται η σκέψη του κοινού (και η προτίμησή του) στα διάσημα (και πανάκριβα) νησιά το κατακαλόκαιρο, όταν περνάς πιο ανθρώπινα πριν και μετά τον "ζεστό μήνα Αύγουστο" και με τις θάλασσες λιγότερο "κατουρημένες" από τα πλήθη που συρρέουν εκεί.
Από την άλλη, σπάνια -καλοκαίρι- να πιάσει το μάτι σου σε περιοδικό, εφημερίδα ή τηλεοπτικό ρεπορτάζ, δυο λόγια και δυο εικόνες για υπέροχα θέρετρα του βουνού. Δεν υπάρχει βουνό στην Ελλάδα χωρίς τη μαγεία του. Πρόσφατα ανέβηκα από το Λεωνίδιο στον Πάρνωνα και στο ορεινό κεφαλοχώρι με το περίεργο όνομα Κοσμάς, δεν μου έκανε καρδιά να σηκωθώ από την σκιά του αιωνόβιου πλάτανου και να συνεχίσω για Σπάρτη. Και μετά, ανεβαίνοντας τον Ταΰγετο με προορισμό την Καλαμάτα, οι μυρωδιές της φύσης στην Αρτεμισία, τα τρεχούμενα νερά κάτω από το εκκλησάκι της Παναγιάς και το κατσικάκι στη γάστρα που σερβίρει η ντόπια ταβέρνα αντί εφτά-οκτώ ευρώ τη μερίδα, με έκαναν να σκεφθώ πως μια φιάλη ουίσκι ή βότκα με ξηρούς καρπούς κ.λπ. ίσως κοστίζει ακριβότερα από δύο ολόκληρα κατσικάκια!
Αλλά, μην περιμένουμε να ταξιδέψει ο Ντι Κάπριο στο Πάπιγκο ή στο Μικρό Χωριό Ευρυτανίας για να ξεσαλώσει χορεύοντας, ή εκείνη η ανεπάγγελτη Πάρις Χίλτον να προτιμήσει τον Παρνασσό για να γεμίσει τα πλεμόνια της οξυγόνο. Τη θάλασσα γουστάρουν και παρασύρουν τα πλήθη, με την υποψία πως μπορεί (τα πλήθη) να δουν στην παραλία του Τούρλου τα οπίσθια κάποιας διάσημης ηθοποιού Λονγκόρια με καυτό μαγιό…
Δεν θα συνεχίσω να αδικώ τη θάλασσα έναντι του βουνού διότι δεν έχει περαιτέρω νόημα. Η θάλασσα, που απασχόλησε ποιητές με πρώτο και καλύτερο τον νομπελίστα Σεφέρη, η θάλασσα που υμνήθηκε από τον Καββαδία, η θάλασσα που πρωτοείδε ανοίγοντας τα μάτια του από το μπαλκόνι του σπιτιού του στη Μονεμβασιά ο Ρίτσος, ασκούσε, ασκεί και θα εξακολουθήσει να ασκεί την γοητεία της στους ανθρώπους. Ακόμη και σε αυτούς που δεν ξέρουν να κολυμπάνε!