Είναι μια «φιλοσοφική» άποψη που επιδέχεται πολλές ερμηνείες. Στην καλύτερη περίπτωση θα μπορούσε να πρόκειται για ευαισθησία και ανησυχία, που εκφράζουν και άλλοι διανοητές, για τον περιορισμό των ατομικών και συλλογικών ελευθεριών. Οπότε, όσοι θεωρούμε πρώτιστο αγαθό την ελευθερία, ιδίως εμείς που γαλουχηθήκαμε με το «Ελευθερία ή θάνατος», θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε. Διότι το να υποχωρεί το δημοκρατικό ιδεώδες, με σχεδόν απόλυτη ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας, σε βάρος των ελευθεριών και των δικαιωμάτων μας, δεν είναι ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να μας τύχει.
Αλλά η έγνοια του Σόιμπλε δεν είναι αυτή. Εκείνο που τον καίει, όπως αποδεικνύεται από το πλήρες κείμενο της συνέντευξής του, είναι το πώς θα προστατευθεί, πρωτίστως, η «οικονομία της ελεύθερης αγοράς». Διότι βλέπει ως επικίνδυνη υποχώρηση τα φαινόμενα κρατικού παρεμβατισμού για τη στήριξη επιχειρήσεων και εργαζομένων που πλήττονται από την πανδημία «με χρήματα των φορολογουμένων».
Στην ίδια λογική κινούνται όλοι όσοι θέτουν ως πρόταγμα την οικονομία και όχι την επιβίωση των ανθρώπων, πιέζοντας για ταχύτερη άρση των μέτρων. Στη Γερμανία, οι πιέσεις αυτές οδήγησαν σε αποφάσεις εσπευσμένης μερικής απελευθέρωσης. Και ποιο ήταν το άμεσο αποτέλεσμα; Ο περίφημος δείκτης «R», για τον οποίο τόσες φορές έχουμε ακούσει να μιλά ο καθηγητής Σωτήρης Τσιόδρας, ένας δείκτης που μετρά την επικινδυνότητα της διασποράς του ιού απέναντι στις αντοχές του συστήματος υγείας, επιδεινώθηκε αμέσως.
Ολα τα «μοντέλα» των μέτρων κινούνται γύρω από αυτόν τον δείκτη. Οσο είναι κάτω από τη μονάδα, υπάρχουν περιθώρια ελιγμών. Οσο ανεβαίνει, τα πράγματα γίνονται πιο επικίνδυνα. Πριν ανακοινωθούν οι «χαλαρώσεις» στη Γερμανία, ο «R» ήταν στο 0,7. Και μέσα σε μια εβδομάδα ανέβηκε στο 1, με τους ειδικούς να προειδοποιούν ότι «αν πάει στο 1,2 τα γερμανικά νοσοκομεία θα φρακάρουν τον Ιούλιο, αν πάει στο 1,3 τον Ιούνιο».
Οπότε εμείς ας μείνουμε σταθεροί στη δική μας «φιλοσοφία». Η οικονομία υπηρετεί τον άνθρωπο και όχι το αντίστροφο.
Γ.Π. Μασσαβέτας