Οτι δηλαδή, από πλευράς τεχνολογικής προόδου, δεν βρισκόμαστε στο καλύτερο επίπεδο, τουλάχιστον συγκριτικώς με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Είμαστε, μάλλον, ουραγοί σε πολλά, όπως για παράδειγμα στη χρήση των οπτικών ινών.
Αφήνω στην άκρη τα κομματικά ουρλιαχτά. Δέχομαι απλώς το αυτονόητο. Οτι ακόμη και στις περισσότερο προηγμένες τεχνολογικώς κοινωνίες, το να «καταρρεύσει», το να «κρασάρει» κατά την έκφραση των «κομπιουτεράδων», μια εφαρμογή που δοκιμάζεται για πρώτη φορά, όπως συνέβη με το πρόγραμμα τηλεκπαίδευσης Webex της εταιρείας Sisco, είναι μέσα στα όρια του φυσιολογικού. Ιδίως όταν καλούνται να κάνουν χρήση για πρώτη φορά ενός τέτοιου προγράμματος, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι ταυτοχρόνως, πολλοί από τους οποίους βρίσκονται στα όρια του «ηλεκτρονικού αναλφαβητισμού». Το έχουμε δει να συμβαίνει και με εφαρμογές παγκόσμιων κολοσσών, όπως η Google και το Facebook.
Προτιμώ να σταθώ σε μια άλλη παράμετρο της υπόθεσης. Το ότι δηλαδή αναδείχθηκε ως ζήτημα που χρήζει άμεσης αντιμετώπισης, η ανάγκη να ρίξει το ελληνικό κράτος περισσότερες δυνάμεις και πόρους για την καλύτερη εκπαίδευση όλων, την ενίσχυση των τεχνολογικών υποδομών και κυρίως των δικτύων, ώστε να κατακτήσουμε το επιθυμητό και αναγκαίο επίπεδο στον τομέα των εφαρμογών της Πληροφορικής. Κάτι για το οποίο δεν αρκούν οι καλές προθέσεις και οι φιλότιμες προσπάθειες μόνο του αρμόδιου υπουργού Κυριάκου Πιερρακάκη και της ομάδας του.
Από τη στιγμή που η τηλεκπαίδευση, όπως και η τηλεργασία, γίνονται εργαλεία και όπλα αιχμής στη μάχη κατά της πανδημίας, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η Πολιτεία οφείλει να αντιμετωπίσει το ζήτημα με την ίδια σπουδή και σοβαρότητα, όπως κάνει με την ενίσχυση του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Να δημιουργήσει αντιστοίχως ένα νέο Εθνικό Σύστημα Τεχνολογίας, προχωρώντας σε προσλήψεις νέων επιστημόνων και τεχνικών, με δεδομένο ότι πράγματι διαθέτουμε ένα αξιόλογο δυναμικό «ψαγμένων πιτσιρικάδων». Μερικοί από τους οποίους… χορτασμένοι από την ανεργία στον τόπο τους γίνονται στελέχη πρώτης γραμμής σε τεχνολογικές εταιρείες άλλων χωρών. Και αυτό δεν πρέπει να γίνει «αύριο». Είναι επιλογή για άμεση εφαρμογή «εδώ και τώρα».
Γ. Π. Μασσαβέτας