Πέμπτη, 24 Μαρτίου 2022 20:10

Μια ξεχασμένη μάχη, ένα εγκαταλειμμένο πέτρινο γεφύρι και στο βάθος η ανάπτυξη...

Γράφτηκε από την

 

Του Γιώργου Κόκκινου

Μέλος Κοινοτικού Συμβουλίου Χώρας και Οργανωτικής Επιτροπής

Η ανάπτυξη είναι από τις πλέον πολυχρησιμοποιημένες λέξεις, που ενώ έχει πολλές αναφορές και παραμέτρους, σχεδόν πάντα υπονοεί ή παραπέμπει στην οικονομική ανάπτυξη, δηλαδή στην αύξηση του πλούτου. Επίσης, σχεδόν πάντα παραμένει ευσεβής πόθος, διότι συνδέεται με κάποιο μεσσιανικό «θαύμα» και όχι με πρωτοβουλίες και δράσεις ανθρώπων που θα ωφεληθούν άμεσα από αυτήν.

Εύλογα γεννάται το ερώτημα της σχέσης που μπορεί να έχει η ανάπτυξη με ένα εγκαταλειμμένο πέτρινο γεφύρι από την εποχή της Τουρκοκρατίας και μια ξεχασμένη μάχη.

Το καλοκαίρι σε εκδήλωση της Δημοτικής Κοινότητας Χώρας, με τιμώμενο πρόσωπο και ομιλητή τον γιατρό και ιστορικό Γιάννη Μπίρη που κατάγεται από τη Χώρα, οι παρευρισκόμενοι πληροφορηθήκαμε ότι στις 27 Μαρτίου 1821 και συγκεκριμένα στις 16:00  διεξήχθη μια μάχη μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων σε ένα πέτρινο γεφύρι που βρίσκεται 500 μέτρα ανατολικά του σημερινού γεφυριού του Μανούσου. Η επίσημη ιστορία αναγνωρίζει ως πρώτη μάχη του Αγώνα τη μάχη της Καρύταινας που έλαβε χώρα στις 29 Μαρτίου 1821. Συνεπώς, η μάχη της Λιγούδιστας που ήταν προφανώς πρώτη, για λόγους που δεν είναι του παρόντος, δεν έχει καταγραφεί και αναγνωριστεί από την επίσημη ιστορία.

Αυτή την ιστορική πτυχή, ως κάτοικοι της σημερινής Χώρας θεωρήσαμε χρέος μας να αναδείξουμε, αποδίδοντας φόρο τιμής στους πρωταγωνιστές και ταυτόχρονα στην ίδια την αξία της μάχης, εφόσον σηματοδότησε την έναρξη για την Εθνική Παλιγγενεσία.

Όμως, το ίδιο το γεγονός έχει περισσότερες πτυχές, αφού διαδραματίστηκε σε έναν χώρο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, που η παρουσία του πέτρινου γεφυριού, αλλά και ενός δεύτερου γεφυριού που βρίσκεται 600 μέτρα δυτικά, το οποίο χρονολογείται επίσης από την εποχή της Τουρκοκρατίας. Τα εν λόγω γεφύρια μπορεί να είναι ξεχασμένα και εγκαταλειμμένα, ωστόσο αποτελούν μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς. Επιπλέον, η παρουσία ενός τρίτου γεφυριού μεταγενέστερου, που βρίσκεται μεταξύ των δύο πρώτων, στο οποίο διεξήχθη στις 19 Ιουλίου 1944 η ΄΄μάχη της Χώρας΄΄ από αντάρτες του ΕΛΑΣ εναντίον των Γερμανών κατακτητών, κοντά σε έναν καταρράκτη γνωστού ως «του Σκουρή ο βράχος», συνθέτουν ένα περιβάλλον που θα μπορούσε να αποτελέσει σημείο αναφοράς για τη Χώρα, ως χώρος ιστορικής μνήμης και φυσικής ομορφιάς. Το γεγονός ότι αυτός ο χώρος «φιλοξενούσε» χωματερή είναι αναμφίβολα μια θλιβερή ιστορία, αλλά και μια πρόκληση για όλους μας.

Αν αναλογιστούμε ότι πιο κάτω, σε απόσταση 2-3 χιλιομέτρων —παρακάμπτοντας το οδικό δίκτυο— μέσα από χαράδρες και ρέματα συναντάμε το Ανάκτορο του Νέστορα και λίγο ανατολικότερα τον ελαιώνα της Καβελαριάς, με τα ελαιόδενδρα-μνημεία, εύλογα η δημιουργική σκέψη και δράση, με αναγκαία συνθήκη τη συνεργασία, μπορεί να συνθέσει διαδρομές και μονοπάτια που διαθέτουν τις απαραίτητες προϋποθέσεις να γίνουν πόλος έλξης, ανταμείβοντας τον επισκέπτη-περιηγητή που αναζητά εμπειρίες πέρα από την αναψυχή.

Σε έναν κόσμο που αλλάζει με γρήγορους ρυθμούς, κανόνας επιβίωσης για κράτη, κοινωνίες αλλά και ανθρώπους, είναι να μπορούν να προσαρμόζονται στα νέα δεδομένα και να αξιοποιούν τις ευκαιρίες.

Η παγκοσμιοποίηση των αγορών και η κλιματική αλλαγή, μα κυρίως το έλλειμμα πολιτικής από την πλευρά της πολιτείας, φέρνουν σε όλο και πιο δύσκολη θέση την Ελληνική γεωργία με ότι αυτό συνεπάγεται για την αυτάρκεια τροφίμων, αλλά και την οικονομία της υπαίθρου. Παράλληλα, ωστόσο, ανοίγονται νέες ευκαιρίες δραστηριότητας για τους ανθρώπους της υπαίθρου, που ίσως ακόμα ηχούν παράξενα στα ώτα των περισσοτέρων, τα πετυχημένα, όμως, παραδείγματα —που ήδη υπάρχουν σχεδόν σε όλη την Ευρώπη αλλά και την ελληνική επικράτεια πλέον— δείχνουν τον δρόμο.

Ο αγροτουρισμός-ελαιοτουρισμός, καθώς και κάθε μορφή εναλλακτικού τουρισμού στην ύπαιθρο, είναι μια δυναμική και συνεχώς ανερχόμενη δραστηριότητα που ανοίγει ευκαιρίες για ανάπτυξη και απασχόληση. Ο αγροτουρισμός ως δραστηριότητα ενός μοντέλου πολυσυλλεκτικής και πολυλειτουργικής γεωργίας μπορεί να συμβάλει στην εξισορρόπηση του ελλείμματος ανταγωνιστικότητας, δίνοντας ώθηση στην απασχόληση, στην οικονομία της υπαίθρου και στη διατροφική αυτάρκεια και επάρκεια, ζητήματα που πλέον είναι εξαιρετικά επίκαιρα.

Ο μεσσηνιακός ελαιώνας, ιδανικά εναρμονισμένος με το φυσικό περιβάλλον, προσαρμοσμένος στο έντονο ανάγλυφο και στα πολλά μικροκλίματα, εναλλάσσεται με τις δασικές εκτάσεις, διαθέτει απαράμιλλη αισθητική και ποικιλομορφία, συνδυάζοντας το χαρακτηριστικό αργυροπράσινο με το γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας. Έχει συμβάλει τα μέγιστα το γεγονός ότι οι ελαιώνες δεν εγκαταστάθηκαν βίαια με εκχερσώσεις και ισοπεδώσεις, αλλά ήπια μέσα από τις κοπιώδεις προσπάθειες γενεών. Η ταυτόχρονη παρουσία υπεραιωνόβιων ελαιοδέντρων-μνημείων και νεόφυτων είναι σαφές δείγμα ότι πολλές γενεές έχουν προσφέρει τον μόχθο τους για να έχουμε σήμερα αυτό που αποκαλούμε μεσσηνιακό «ελαιοδάσος». Η περιβαλλοντική και κοινωνική διάσταση του μεσσηνιακού-ελληνικού ελαιώνα αποτελεί το μεγαλύτερο συγκριτικό πλεονέκτημά του.

Το μεσσηνιακό περιβάλλον με το μοναδικό ελαιοδάσος, η ιστορία και η πολιτιστική κληρονομιά, δεν είναι έννοιες αόριστες που δεν σχετίζονται μεταξύ τους. Το αντίθετο, αποτελούν τη σύνθεση πολύτιμων και διαχρονικών αξιών, που επιβάλλεται να γνωρίσουμε, να σεβαστούμε, να αναδείξουμε και να συνδέσουμε με τα μοναδικά προϊόντα της μεσσηνιακής γης. Μέσα από αυτήν την αλληλεπίδραση, μαζί με την πολιτιστική ανάπτυξη, αναγκαία συνθήκη για κοινωνική ευημερία, θα προκύψει και η οικονομική ανάπτυξη για να προσθέσει στην οικονομική ευημερία.

Η «πρώτη μάχη του Αγώνα» ένωσε τους κρίκους της αλυσίδας … τη Δημοτική Κοινότητα με τους πολιτιστικούς και παραγωγικούς φορείς της Χώρας, σε μια κοινή προσπάθεια την οποία στηρίζει και ο Δήμος Πύλου-Νέστορος. Δημιουργήθηκε η «μαγιά» για να κάνουμε το επόμενο βήμα, να συνθέσουμε από κοινού το όραμα για τον τόπο μας, που θα αναδείξει τη Δημοτική Κοινότητα Χώρας σε μια ζωντανή και φιλόξενη ημιορεινή κοινότητα, η οποία θα παράγει πολιτισμό και θα μάθει να αξιοποιεί την ιστορία και την πολιτιστική κληρονομιά συνδέοντάς την με τον τοπικό αγροτικό πλούτο.

Όταν ξεπεράσουμε το «σύνδρομο του μεσσιανισμού», τις μικρότητες και αντιπαλότητες, θα μπορούμε να δούμε τη μεγάλη εικόνα. Θα μπορούμε να συνεργαστούμε κάνοντας μικρά και μεγάλα θαύματα για τα οποία θα είναι περήφανοι οι απόγονοί μας, αναγκάζοντας την ιστορία να κάνει στάση, φωτίζοντας και το δικό μας έργο. Όλοι μαζί λοιπόν, όχι ως προεκλογικό σύνθημα, αλλά ως καθημερινή πρακτική.