Μέρος Πρώτο: το τότε
Στις 3:30 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940, το αυτοκίνητο του Ιταλού πρέσβη Emmanuele Grazzi σταματά έξω από το σπίτι του πρωθυπουργού-δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά στην Κηφισιά. Ο πεπειραμένος διπλωμάτης κομίζει στον αγουροξυπνημένο Έλληνα ηγέτη ένα τελεσίγραφο που πολύ δύσκολα μπορούσε να γίνει αποδεκτό. Η Ιταλία απαιτούσε την άμεση υποταγή της μικρής, κατ’ αυτήν, Ελλάδος στα ιταλικά στρατεύματα. Ο Μεταξάς, προετοιμασμένος από καιρό, απαντά χωρίς δισταγμό: «Alors, c ‘ est la guerre!», δηλαδή «Λοιπόν, έχουμε πόλεμο!». Την κρισιμότερη στιγμή της ζωής του, θα πάρει τη σωστή για το έθνος του απόφαση: να αντισταθεί στον επεκτατισμό και στους σχεδιασμούς του Άξονα και του «Duce» Benito Mussolini.
Δεν επρόκειτο πάντως για μια απόφαση εύκολη. Ο Mussolini δεν ήταν ένας παρανοϊκός ναρκισσιστής, όπως τον παρουσιάζουν κάποιοι εκ των υστέρων, αλλά μια προσωπικότητα που μάλλον θαύμαζαν οι περισσότεροι ηγέτες της εποχής του. Το φασιστικό καθεστώς που είχε εγκαθιδρύσει στη μεσοπολεμική Ιταλία είχε επικρατήσει σχεδόν σε όλη την ηπειρωτική Ευρώπη καθώς είχε βρει πολλούς μιμητές, μεταξύ των οποίων και τον ίδιο το Μεταξά, που υιοθέτησε πολλές πτυχές του για το καθεστώς της «4ης Αυγούστου», του οποίου ηγείτο στην Ελλάδα. Η Ιταλία του Mussolini με σύμμαχο την ναζιστική Γερμανία του Hitler ήταν λοιπόν αντικειμενικά ισχυρότερη στρατιωτικά και πολιτικά από την φτωχότερη και μικρότερη Ελλάδα του Μεταξά.
Κι όμως, από τις πρώτες κιόλας ώρες εκείνης της ημέρας φάνηκε ότι ο δικτάτορας Μεταξάς, με τη διπλωματική αλλά σαφή του άρνηση στο ιταλικό τελεσίγραφο, είχε πετύχει το έως τότε ακατόρθωτο για τους δημοκρατικά εκλεγμένους Έλληνες πολιτικούς: να ενώσει όλο τον ελληνικό λαό απέναντι στην εξωτερική απειλή και στον αλαζόνα Duce. Το «ΟΧΙ» διαδόθηκε από στόμα σε στόμα, έγινε αμέσως σύνθημα, τραγούδι, θεατρικό έργο, επιθεώρηση αλλά κυρίως οδηγός μιας πρωτοφανούς στρατιωτικής εποποιίας που γράφτηκε εκείνο το χειμώνα του ’40-’41 στα βουνά της Ηπείρου και οδήγησε σε ταπεινωτική υποχώρηση της ιταλικής στρατιωτικής μηχανής όχι μόνο από το ελληνικό έδαφος αλλά και από τη Βόρειο Ήπειρο που υπό το καθεστώς των «συμμαχικών» απειλών είχε εγκαταλείψει η Ελλάδα το 1914 σε αλβανικά χέρια.
Παρά τις επιγενόμενες δυσάρεστες για την Ελλάδα εξελίξεις (γερμανική εισβολή, κατοχή, εμφύλιος πόλεμος), κανείς από όσους έζησαν εκείνες τις μέρες δεν ξέχασε το «ΟΧΙ» του 1940 ως μια συγκλονιστική έξαρση εθνικής ενότητας και πατριωτισμού, ενώ ακόμα και ξένοι ηγέτες της εποχής όπως ο φλεγματικός Churchill αλλά και ο υπερόπτης Hitler εξέφρασαν δημόσια το θαυμασμό τους για τα ελληνικά κατορθώματα.
Μέρος Δεύτερο: το σήμερα
83 χρόνια αργότερα, ο σύγχρονος κόσμος αρχίζει να μοιάζει απειλητικά σε αυτόν του 1940. Πόλεμοι με χιλιάδες αθώα θύματα και εκτεταμένες καταστροφές σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή, πανδημία με εκατομμύρια νεκρούς, ενεργειακή κρίση, ανεξέλεγκτες μεταναστευτικές ροές, γεωπολιτική αστάθεια και μια Ευρώπη με βαθιές εσωτερικές διαιρέσεις και σε κρίση πολιτισμικής ταυτότητας.
Μέσα στο οξυμένο διεθνές περιβάλλον, η Ελλάδα ζει με τις δικές της σοβαρές προκλήσεις. Ένα πρωτοφανούς ανισορροπίας για τα μεταπολιτευτικά χρόνια πολιτικό σκηνικό, χωρίς θεσμικά αντίβαρα, με προβληματική λειτουργία στη δικαιοσύνη και εν πολλοίς εξαρτημένα ΜΜΕ. Μια κοινωνία που γηράσκει ραγδαία και αρνείται να δώσει επαρκείς και αξιοκρατικές ευκαιρίες στα νεότερα μέλη της. Μια οικονομία υπερεξαρτημένη από τον τουρισμό και τις υπηρεσίες, με μια νέα, εκκολαπτόμενη φούσκα στην αγορά ακινήτων και την ακρίβεια να ροκανίζει τις όποιες αυξήσεις των μισθών. Ένα κράτος που αρνείται να κάνει βαθιές και ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις στη λειτουργία του και καταρρέει μπροστά στις ολοένα και αυξανόμενες φυσικές καταστροφές και στα ατυχήματα. Και μια χώρα που προσπαθεί να βρει βηματισμό εν μέσω απειλών για την κυριαρχία της, περιορισμένων δημοσιονομικών αντοχών και κοντόφθαλμων κοινωνικών απαιτήσεων.
Και ίσως γι’ αυτό παραμένει πάντα επίκαιρο το μήνυμα της 28ης Οκτωβρίου 1940. Το μήνυμα ότι ακόμα και μέσα στις πιο δύσκολες συνθήκες, οι Έλληνες ενωμένοι, με πατριωτικό φρόνημα και οργάνωση, παραμερίζοντας το εγώ και τις διαχρονικές αδυναμίες μας, μπορούμε πάντα να κερδίζουμε, εισπράττοντας το θαυμασμό φίλων και εχθρών. Στις 27 Απριλίου 1941, όταν οι Γερμανοί εισβολείς βρίσκονταν στα πρόθυρα της Αθήνας, ο εκφωνητής του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών Κώστας Σταυρόπουλος έκανε μια αγωνιώδη έκκληση στους δοκιμαζόμενους συμπατριώτες μας: «Αδέλφια! Κρατήστε καλά μέσα στην ψυχή σας το πνεύμα του μετώπου !». Στους καιρούς που ζούμε, ας συλλογιστούμε ξανά αυτό το αγωνιώδες αλλά και λυτρωτικό κάλεσμα.
*Ο Νίκος Θεοδώρου είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω και Διδάκτωρ Δημοσίου και Ευρωπαϊκού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ludwig-Maximilians του Μονάχου.
Ιστοσελίδα: www.ntheodorou.gr