Κυριακή, 03 Μαρτίου 2024 22:57

Η πραγματικότητα για τα μη κρατικά, μη κερδοσκοπικά Πανεπιστήμια

Του Γιάννη Διονυσόπουλου*

Σχετικά με το κατατεθέν νομοσχέδιο στη Βουλή, «Ενίσχυση του Δημόσιου Πανεπιστημίου - Πλαίσιο λειτουργίας μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων», στη χώρα μας δύο είναι τα βασικά ερωτήματα στα οποία πρέπει ν’ απαντήσουμε:

 Ποια παιδεία θέλουμε;

 Τι κοινωνία θέλουμε;

Επιδιώκουμε την παιδεία που δημιουργεί καλύτερους και πιο μορφωμένους πολίτες, με εκπαίδευση και έρευνα υψηλού επιπέδου, με περισσότερα εφόδια και ανθεκτικούς στον παγκόσμιο ανταγωνισμό;

ή επιδιώκουμε την παιδεία, που έχει ως προτεραιότητα πως να πλουτίσουν κάποιοι επιχειρηματίες εκμεταλλευόμενοι τις ανάγκες, τις αγωνίες και τις ελπίδες της νέας γενιάς;

Το συνταγματικό πλαίσιο της χώρας μας

Από θέση αρχής δεν διαφωνούμε με τα μη κρατικά και μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια, αλλά με το γεγονός ότι η κυβέρνηση επιχειρεί να παρακάμψει την αναγκαία διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης του άρθρου 16.

Το άρθρο 16 υιοθετήθηκε με μεγάλη συναίνεση από τις δυνάμεις που ψήφισαν το ισχύον Σύνταγμα το 1975 και με τις αναθεωρήσεις από τότε να μην το έχουν αγγίξει.

Δεν μπορούμε να μιλάμε για ρύθμιση που είναι απαξιωμένη ή μπορεί να ξεπεραστεί σύμφωνα με ερμηνεία, αλλά για μια διάταξη που θα πρέπει να αναθεωρηθεί. Όμως μέχρι να αναθεωρηθεί θα πρέπει να τη σεβαστούμε.

Αυτό που διακυβεύεται σήμερα δεν είναι τόσο ο δημόσιος χαρακτήρας της ανώτατης εκπαίδευσης, αλλά πρωτίστως η αξιοπιστία και η εγγυητική λειτουργία του Συντάγματος. Το να προχωρήσει μία ρύθμιση που θα παρακάμπτει το άρθρο 16, είναι ένας ακόμα κρίκος σε μία αλυσίδα θεσμικών «παραβιάσεων», αφού η ελληνική κυβέρνηση προ ημερών υπέστη την καταδίκη από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καθότι έχει παραβιάσει μια σειρά δικαιωμάτων.

Η υπεράσπιση της ποιότητας του δημοσίου πανεπιστημίου πρέπει να είναι διαρθρωτικού χαρακτήρα, ώστε και αν ακόμη αρθεί η απαγόρευση ίδρυσης ιδιωτικών, να διατηρήσουν την υπεροχή τους.

Την αναθεώρηση να τη συζητήσουμε, αλλά όχι στο όνομα νεφελωδών μεταρρυθμίσεων καταπατώντας τη μήτρα της Δημοκρατίας.

Η κατάσταση των Δημόσιων Ελληνικών Πανεπιστημίων

Ορισμένα βασικά οικονομικά στοιχεία μας δείχνουν ότι, δεν είμαστε καν στο μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η χώρα μας επενδύει το 2,8% του ΑΕΠ στην παιδεία, από τα χαμηλότερα στον ΟΟΣΑ, και μόλις το 0,7% για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 1,5% για τα πανεπιστήμια και 5 έως 5,5% για όλες τις δαπάνες για την παιδεία.

Στη χώρα μας έχουμε 24 πανεπιστήμια, αλλά δεν εξασφαλίζεται η ποιοτική κρατική χρηματοδότησή τους. Στο ΕΜΠ η χρηματοδότηση του σε σύγκριση με το 2009 έχει μειωθεί κατά 63%.

Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση της Ε.Ε., καθότι αντιστοιχούν 47 φοιτητές ανά διδάσκοντα ενώ ο μέσος όρος της Ε.Ε. των 27 είναι 13 φοιτητές ανά διδάσκοντα.

Είμαστε μία χώρα, με πανεπιστήμια υποστελεχωμένα με αρνητικό αντίκτυπο στην έρευνα και στην καινοτομία, με την ασφάλεια των φοιτητών μη δεδομένη.

Σήμερα υπάρχουν μεγαλύτερες δημοσιονομικές ευελιξίες μεγαλύτερες απ’ ό,τι υπήρχαν στα δύσκολα χρόνια των μνημονίων. Τι έκανε όμως η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας μια ολόκληρη πενταετία; Πώς βελτίωσε την κατάσταση στο δημόσιο πανεπιστήμιο, οι πρωτοβουλίες της βοήθησαν ή επιδείνωσαν την κατάσταση;

Η οικονομική αναβάθμιση πρέπει να συνδυαστεί με την απόκτηση ευελιξίας και ευθύνης από το κάθε ΑΕΙ ώστε να δρομολογήσει τις απαραίτητες αλλαγές, να οργανώσει τα πλεονεκτήματά του και να αποκτήσει τη θέση που του αξίζει διεθνώς και εγχωρίως.

Τι ισχύει διεθνώς για τα ιδιωτικά μη κρατικά πανεπιστήμια

Αυτοί που υποστηρίζουν την ίδρυση των μη κρατικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα, θεωρούν ότι η ίδρυση τους θα λυτρώσει την κοινωνία από την χειραγώγηση του κρατισμού και τα «κακώς κείμενα» στα δημόσια πανεπιστήμια, θα μειώσει την εκροή της φοιτητικής μετανάστευσης και συναλλάγματος.

Η συζήτηση είναι δύσκολη και πρέπει να την κάνουμε ως ώριμη κοινωνία εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου, σε σχέση με το τι συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, σε σχέση και με χρόνιες παθογένειες που υπάρχουν στη χώρα μας.

Σε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα δεν υφίσταται συνταγματική απαγόρευση, αλλά παρ’ όλα αυτά σε καμία δεν υπάρχουν πολλά ή μεγάλα ιδιωτικά ιδρύματα, με εξαίρεση την Κύπρο όπου αναπτύχθηκαν για ειδικούς λόγους και τη Λετονία, αλλά συγχρόνως παραμένουν κυρίαρχα τα δημόσια πανεπιστήμια.

Η κυβέρνηση φέρνει συνεχώς στον δημόσιο διάλογο το κυπριακό μοντέλο, και το επικαλείται ως επιτυχημένο παράδειγμα, γιατί πολύ απλά πολλά ελληνόπουλα, λόγω γλώσσας και ευκολίας, σπουδάζουν εκεί, όταν όμως περισσότεροι από 40% των Κύπριων φοιτητών, σπουδάζουν στο εξωτερικό (στην Ελλάδα φοιτούν 15 χιλιάδες). Μήπως η κυβέρνηση προσπαθεί να υλοποιήσει το «αποτυχημένο» μοντέλο της Κύπρου;

Δημοσιεύματα από το καλοκαίρι ακόμη, μιλούσαν για αγορές και επενδύσεις ιδιωτικών συμφερόντων με στόχο την εμπλοκή τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Και τα ερωτήματα που προκύπτουν, πέρα από αναπόφευκτα, είναι και αμείλικτα.

Υπήρχαν κάποιοι που είχαν προνομιακή πληροφόρηση και οι οποίοι γνώριζαν εκ των προτέρων τι ακριβώς θα ψηφισθεί, ή μήπως υπάρχει μία νομοθέτηση, που προκύπτει κατά ιδιωτική παραγγελία;

Εξάλλου από τα κορυφαία διεθνή πανεπιστήμια κανένα δεν έχει σοβαρούς λόγους να ανοίξει παράρτημα στη μικρή αγορά της Ελλάδας, γιατί απλούστατα όσοι θέλουν να φοιτήσουν σε αυτά τα επιλέγουν τόσο για το υψηλό επίπεδο σπουδών όσο και την εμπειρία ζωής στην έδρα τους.

Η διάκριση μεταξύ των ιδιωτικών και μη κερδοσκοπικών

Η πιο βασική διάκριση των ιδιωτικών πανεπιστημίων γίνεται ανάλογα με το αν τα κέρδη από τα δίδακτρα επανεπενδύονται σε έρευνα και υποδομές στο ίδρυμα ή διανέμονται στους μετόχους, όπως κάνει μια κανονική επιχείρηση.

Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν τα γνωστά μη κρατικά πανεπιστήμια των ΗΠΑ, ενώ στη δεύτερη βρίσκονται ορισμένα ιδιωτικά της Άπω Ανατολής, της Ανατολικής Ευρώπης και της Κύπρου.

Στα ζητήματα της αξιολόγησης και πιστοποίησης των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων διεθνώς, στη χώρα μας υπάρχει μία σύγχυση μεταξύ των πτυχίων των Α.Ε.Ι., των επαγγελματικών δικαιωμάτων και των αδειών εξασκήσεως επαγγέλματος.

Το ζήτημα των επαγγελματικών δικαιωμάτων των κολλεγίων, είναι «ελέφαντας στο δωμάτιο», καθώς πέρυσι η αρμόδια υπουργός απένειμε άνευ αξιολόγησης και αναδρομικά επαγγελματικά δικαιώματα σε 30 κολλέγια. Σήμερα συζητάμε το έλασσον, ενώ το μείζον ήδη μας περιβάλλει και πρέπει να το αντιμετωπίσουμε. Τι κάνουμε με τη λαθραία διανομή επαγγελματικών δικαιωμάτων που έγινε παραμονές εκλογών;

Για παράδειγμα στις ΗΠΑ, η άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος για επαγγέλματα που απαιτούν τέτοιου είδους πιστοποίηση, όπως γιατροί, δικηγόροι, λογιστές, μηχανικοί, δίνεται από επιμελητήρια -και πολιτειακά- μετά από εξαντλητικές εξετάσεις, που κρατούν ακόμη και χρόνια, με σημαντικό κριτήριο την αποδεδειγμένη εργασιακή εμπειρία εκτός πανεπιστημίων.

Πολλά παραρτήματα μη κρατικών ιδρυμάτων παρέχουν κατάρτιση και όχι επιστημονική γνώση, καθότι δεν υπάρχει έρευνα και απαξίωση της ακαδημαϊκής διαδικασίας.

Το νομοσχέδιο για μη κερδοσκοπικά είναι κατ’ όνομα

Η κυβέρνηση ξεκίνησε τον «διάλογο» μονομερώς, με αδιαφάνεια, πολυπλοκότητα και υπεραπλουστεύσεις, που δίνουν τη δυνατότητα ερμηνειών κατά το δοκούν για να καταλήξει σε ένα σχέδιο νόμου με 205 άρθρα και σε μία διαβούλευση των 10 ημερών. Μία διαδικασία που από τη φύση της, απαιτεί τον διάλογό όχι αυτού του στενού χρονικού περιθωρίου όπως συμβαίνει σήμερα, αλλά ευρύτερες πολιτικές συναινέσεις.

Ας θυμηθούμε ότι την τελευταία φορά που ως κυβέρνηση το ΠΑΣΟΚ πρότεινε ένα νέο θεσμικό πλαίσιο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση και ψηφίστηκε από τα 4/5 της Βουλής υπήρξε διάλογος 14 μηνών. Δεν λέμε να το μιμηθεί η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, αλλά τουλάχιστον να έδινε τη δυνατότητα σε εύλογο χρονικό διάστημα, σε όλη την ακαδημαϊκή κοινότητα, στα κόμματα να έβαζαν το δικό τους «λιθαράκι».

Δεν χρειάζεται, λοιπόν, υποκρισία. Πρέπει να μιλήσουμε με γνώμονα το εθνικό συμφέρον. Να αφήσουμε την περιφρόνηση και τα μικροκομματικά παιχνίδια. Γιατί η συναίνεση πάνω από όλα χρειάζεται αξιοπιστία, σχέσεις εμπιστοσύνης με σεβασμό στη δημοκρατία.

Η κυβέρνηση όμως δεν θέλησε να ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο. Για μία ακόμα φορά δεν επιδιώκει τη συναίνεση αλλά προσπαθεί να την εκβιάσει. Με το παρόν νομοσχέδιο, η ενίσχυση του δημόσιου πανεπιστήμιου είναι ευκαιριακή και χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα. Τα πανεπιστήμια που θέλει να φέρει η Νέα Δημοκρατία είναι μη κερδοσκοπικά κατ’ όνομα, με δυνατότητα το μητρικό πανεπιστήμιο να είναι αμιγώς κερδοσκοπικό!

Τα οποιαδήποτε παραρτήματα ανά τον κόσμο δεν είναι ισότιμα ακαδημαϊκά με τα μητρικά πανεπιστήμια.

Όσον αφορά τα «δήθεν παραρτήματα», το σχέδιο νόμου προβλέπει πως αρκεί ακόμα και μία χαλαρή σύνδεση με το μητρικό ίδρυμα του εξωτερικού είτε υπό τη μορφή πιστοποίησης, είτε με τη μορφή δικαιόχρησης (franchising), που είναι όμως οικονομική σχέση.

Μόνο το 80% των καθηγητών σύμφωνα με το σχέδιο νόμου πρέπει να έχουν διδακτορικό!

Στο προτεινόμενο νομοσχέδιο, ο φοιτητής δεν είναι το επίκεντρο και επικρατεί ο συγκεντρωτισμός, οι συντεχνιακές λογικές, ο νεποτισμός.

Η αξιολόγηση απουσιάζει, με αποτέλεσμα να απουσιάζει και η αξιοκρατία.

Πώς θα ενισχυθεί το δημόσιο πανεπιστήμιο

Μεταξύ των κρίσιμων ζητημάτων που χρήζουν απάντησης, είναι ο ακαδημαϊκός και χωροταξικός χάρτης, που μια πολιτεία οφείλει να σχεδιάζει με πυρήνα το δημόσιο πανεπιστήμιο, τις ανάγκες σε νέα γνωστικά αντικείμενα και τις αδυναμίες της, ώστε εν συνεχεία να καλέσει αυτούς που θα πλαισιώσουν τα μη δημόσια πανεπιστήμια. Απαιτείται εθνικός σχεδιασμός για την Παιδεία. Ήδη η γεωγραφική κατανομή είναι στρεβλή, με την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη να έχουν τα πάντα

Πιστεύουμε ότι η ενίσχυση του δημόσιου πανεπιστημίου είναι κατεξοχήν ένα θεσμικό θέμα που πρέπει να κουβεντιάσουμε χωρίς ταμπού και δεν μπορεί να στηρίζεται απλά και μόνο στη αύξηση της χρηματοδότησή του, η οποία είναι επιβεβλημένη.

Αυτά προϋποθέτουν:

 Ένα στρατηγικό σχέδιο για την ανάπτυξη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με γνώμονα και την περιφερειακή ανάπτυξη της χώρας.

 Την επανασύσταση του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας.

 Μια ισχυρή θεσμικά και πραγματικά ανεξάρτητη Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης.

 Έναν νέο ακαδημαϊκό χάρτη για τα ΑΕΙ της χώρας, που θα συνοδεύεται από ένα λιτό θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας τους.

 Και μία ισχυρή μετα-δευτεροβάθμια τεχνική και τεχνολογική επαγγελματική εκπαίδευση. Δεν μπορεί μία χώρα που έχει τέτοιες ανάγκες στην οικονομία της, να μην επενδύει σε ένα ισχυρό δημόσιο χαρακτήρα επαγγελματικής εκπαίδευσης.

Ποιους όρους και προϋποθέσεις πρέπει να πληρούν τα μη κερδοσκοπικά

Δίκη μας ευθύνη είναι να σχηματίσουμε μια ολοκληρωμένη πρόταση βασισμένη σε αρχές και αξίες. Η πολιτική δεν είναι για να δυναμώνει τα «όχι» των παιδιών. Ευθύνη της πολιτικής είναι η πρόταση και αυτή οφείλει να σχηματίζεται με πλαίσιο αρχών. Δεν απαγορεύω, αλλά ρυθμίζω αυτή είναι η λέξη-κλειδί.

Αυτό μπορεί να επιτευχθεί, τέσσερις προϋποθέσεις:

 Να είναι υποχρεωτικός ο μη κερδοσκοπικός χαρακτήρας των μη κρατικών ιδρυμάτων, με στόχο τη λειτουργία τους προς όφελος της διδασκαλίας, της έρευνας και των φοιτητών

 Να είναι ομαλή η ένταξή τους στην ανώτατη εκπαίδευση με κοινό σύστημα εισαγωγής, ενίσχυση της αποκέντρωσης και αποφυγή κορεσμού σε αντικείμενα σπουδών

 Να διαμορφωθεί κοινό πλαίσιο διασφάλισης ποιότητας για τα δημόσια και τα μη κρατικά ιδρύματα, ώστε να προστατεύονται ο χρόνος, οι πόροι και η προσπάθεια των φοιτητών.

 Να αναγνωριστεί η αξία των μη κρατικών φορέων στην παροχή επαγγελματικής και τεχνικής εκπαίδευσης

Θεμελιώδης αρχή πρέπει να είναι η πρωτοκαθεδρία του ισχυρού δημόσιου πανεπιστημίου. Λειτουργία μη κρατικών μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων σε κοινό πλαίσιο με το δημόσιο πανεπιστήμιο για την εξασφάλιση του δικαιώματος πρόσβασης σε υψηλού επιπέδου ανώτατη εκπαίδευση ανεξαρτήτως κοινωνικής αφετηρίας για την πρόοδο της γνώσης, της έρευνας και την επίτευξη της κοινωνικής κινητικότητας

Ναι στο ισχυρό δημόσιο πανεπιστήμιο, αυτόνομο και προσαρμοσμένο στο διεθνές περιβάλλον, ενισχυμένο με πόρους, εξοπλισμό, προσωπικό και έρευνα. Παράλληλα, με την ύπαρξη μη κρατικών – μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων με ακαδημαϊκά, οικονομικά και γεωγραφικά κριτήρια. 



* Ο Γιάννης Διονυσόπουλος είναι Διδάκτωρ Οικονομικών Επιστημών, μέλος Κεντρικής Διοίκησης Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, μέλος Γραμματείας Τομέα Επιστημόνων ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής