Κυριακή, 01 Σεπτεμβρίου 2024 10:05

Επιστροφή στο 2004: νοσταλγικό déjà vu ή νέο εθνικό όραμα;

Επιστροφή στο 2004: νοσταλγικό déjà vu  ή νέο εθνικό όραμα;

Του Νικολάου Ε. Θεοδώρου*

«…και μην έχοντας πιο κάτου άλλο σκαλί

να κατρακυλήσεις πιο βαθιά στου Κακού τη σκάλα, -

για τ' ανέβασμα ξανά που σε καλεί

θα αιστανθείς να σου φυτρώσουν, ω χαρά!

τα φτερά, τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!»

Κωστής Παλαμάς, Ο δωδεκάλογος του γύφτου, Προφητικός (1899) 

 

Παρακολουθώντας πρόσφατα την Τελετή Έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Παρισιού, στο μυαλό των περισσοτέρων Ελλήνων επανήλθε μια σπάνια ανάμνηση: αυτή της αντίστοιχης τελετής των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στην Αθήνα. Και αυτό όχι μόνο γιατί η εξαιρετική σύλληψη και προσέγγιση του Δημήτρη  Παπαϊωάννου απείχε παρασάγγας από την κακογουστιά, τη σκόπιμη προκλητικότητα και την ασυναρτησία του Γάλλου συναδέλφου του αλλά κυρίως διότι κάθε Ελληνίδα και Έλληνας ένιωσαν τότε υπερήφανοι για όσα η Ελλάδα πρεσβεύει και εκφράζει: για την ιστορία της, για τον πολιτισμό της, για τη συμβολή της στην ανθρωπότητα και στο ολυμπιακό πνεύμα.

Ίσως όμως το αίσθημα νοσταλγικής υπερηφάνειας μας για την τελετή αυτή να οφείλεται και σε ένα ακόμη λόγο: στο γεγονός ότι τη χρονιά εκείνη η Ελλάδα βρισκόταν στην καλύτερη στιγμή της σύγχρονης ιστορίας της.  Το 2004 η χώρα μας συμπλήρωνε τριάντα χρόνια ώριμης δημοκρατίας μετά τη μεταπολίτευση του 1974 και  είχε επιτύχει να φέρει εις πέρας το τιτάνιο εγχείρημα της προετοιμασίας των Ολυμπιακών Αγώνων. Λίγες εβδομάδες νωρίτερα εκατομμύρια Ελλήνων πανηγυρίζαμε αγκαλιασμένοι στους δρόμους των ελληνικών πόλεων και χωριών αλλά και σε όλο τον κόσμο τον ανέλπιστο  θρίαμβο της Εθνικής μας Ομάδας Ποδοσφαίρου στο Euro 2004. Το Μάρτιο της ίδιας χρονιάς, μια νέα κυβέρνηση με έναν εξαιρετικά δημοφιλή πρωθυπουργό είχε αναλάβει τα ηνία της χώρας. Το Μάϊο η Κύπρος είχε προσχωρήσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ως επιστέγασμα μιας ισχυρής, διακομματικής εξωτερικής πολιτικής,   ενώ προηγουμένως είχε απορριφθεί από την πλειοψηφία των ελληνοκυπρίων και με τη στήριξη της Ελλάδας το υπέρμετρα φιλοτουρκικό Σχέδιο Ανάν, η «κερκόπορτα» της άλωσης της Ευρώπης από την Τουρκία του τότε παρουσιαζόμενου ως «μεταρρυθμιστή» Ταγίπ Ερντογάν.  Η Ελλάδα είχε μόνο θετική δημοσιότητα διεθνώς και μια πρωτοφανής αισιοδοξία για το παρόν και το μέλλον της χώρας διακατείχε την ελληνική κοινωνία. Η χρονιά αυτή προσέδωσε στη γενιά μας ένα αίσθημα συλλογικής υπεροχής και αυτοπεποίθησης, βασισμένο όμως στην υπευθυνότητα, στη σκληρή δουλειά μα πάνω απ’ όλα στην ενότητα των Ελλήνων μπροστά στα δύσκολα.

Πού βρισκόμαστε λοιπόν είκοσι χρόνια μετά; Τι θυμίζει εκείνη την αισιόδοξη Ελλάδα του 2004; Ίσως το αποψιλωμένο πια στέγαστρο Καλατράβα στο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας να είναι η πιο χαρακτηριστική εικόνα της κληρονομιάς αυτής. Μιας Ελλάδας χωρίς στέγη, γυμνής και ακάλυπτης στις καταιγιστικές εξελίξεις της εποχής μας. Με μια παραπαίουσα κυβέρνηση, μια ανύπαρκτη αντιπολίτευση, μια ελεγχόμενη και αργή δικαιοσύνη, με έναν αναποτελεσματικό κρατικό μηχανισμό, με εντεινόμενη διαφθορά και κοινωνική ανισότητα, με κατηφείς και απομονωμένους πολίτες, με πολλούς άξιους Έλληνες μετανάστες στο εξωτερικό, με τη μισανθρωπία και την κενότητα των social media ως κυρίαρχη κουλτούρα της πλειοψηφίας.  Είναι αυτή άραγε η Ελλάδα που οραματίστηκε η γενιά μας;

Για ορισμένους, η ελληνική ιστορία είναι μια αέναη εναλλαγή ανάμεσα σε καταστροφές και θριάμβους. Και στο σημείο αυτό βρισκόμαστε ακριβώς σήμερα, έχοντας ήδη βιώσει την ενδημική  καταστροφή της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης του 2010-2015 αλλά και τις εισαγόμενες κρίσεις της πανδημίας, του πολέμου στην Ουκρανία και της ανάφλεξης στη Μέση Ανατολή. Η ειρήνη, η σταθερότητα και η ευημερία με τις οποίες ανατράφηκε η γενιά μας αλλά και η γενιά των γονιών μας μοιάζουν ολοένα και πιο περιζήτητες. Οι ολυμπιακές εγκαταστάσεις του 2004 στέκουν ακόμα εκεί, παρατημένες στο φθοροποιό πέρασμα του χρόνου,  να μας θυμίζουν τα επιτεύγματα αλλά και τα λάθη μας. Το ίδιο ισχύει και για τα μεγάλα έργα της Αθήνας, που ακόμα καθορίζουν τη φυσιογνωμία της πόλης. Το 2004 κερδήθηκε μεν το στοίχημα της άψογης διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων αλλά χάθηκε το στοίχημα για μια νέα, καλύτερη Ελλάδα με περισσότερη ενότητα και σοβαρότητα.  Από την Ελλάδα αυτή απέμεινε μονάχα ένας σκελετός, όπως το στέγαστρο στο ΟΑΚΑ. Αυτός ο σκελετός όμως αντέχει. Και αντλώντας διδάγματα από το 2004 μπορούμε να επαναλάβουμε και να επιτύχουμε ξανά την αισιόδοξη Ελλάδα, που ξέρει και μπορεί να κερδίζει, όπως οι Ολυμπιονίκες μας. Αρκεί να πάμε πιο γρήγορα, πιο ψηλά και πιο δυνατά. 


*Ο Νίκος Θεοδώρου είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω και Διδάκτωρ Δημοσίου και Ευρωπαϊκού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ludwig-Maximilians του Μονάχου.

Ιστοσελίδα: www.ntheodorou.gr