Ογδόντα ένα χρόνια μετά το «ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων» συνεχίζει να ζητάει δικαίωση. Το 2000, ο τότε Γερμανός πρόεδρος Γιοχάνες Ράου (Johannes Rau) επισκέφτηκε την πόλη των Καλαβρύτων, στην 57η επέτειο της Σφαγής. Τότε είχε εκφράσει μεν τη θλίψη και τη ντροπή του για τη σφαγή, ωστόσο ούτε ζήτησε συγνώμη, ούτε αναφέρθηκε στο θέμα των αποζημιώσεων.
Μέχρι και σήμερα η «Ένωση Θυμάτων Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος» δεν έχει αποσύρει τις αγωγές αποζημίωσης. Εκτός από μια σειρά πρωτοβουλιών αρωγής στο πλαίσιο της κοινωνίας των πολιτών, μέχρι και σήμερα αποζημιώσεις ουσιαστικά δεν δόθηκαν. Τον Ιούνιο του 2005 ο τότε δήμαρχος Καλαβρύτων Θανάσης Παπαδόπουλος τιμήθηκε με τον «Ομοσπονδιακό Σταυρό Αξίας» για τη διάθεση συμφιλίωσης που επέδειξε. Ωστόσο όταν η γερμανική πρεσβεία στην Αθήνα έγραψε στην ιστοσελίδα της ότι ο δήμαρχος ήταν διατεθειμένος να αποσύρει την αξίωση αποζημιώσεων, αυτός βρέθηκε αντιμέτωπος με οργισμένες αντιδράσεις και διαμαρτυρίες μεγάλου αριθμού συμπολιτών του και αναγκάστηκε να προχωρήσει σε κατηγορηματική διάψευση.
Ο γενικότερος στόχος, όπως έχει διατυπωθεί κυνικά τότε από αξιωματούχο του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών είναι: «με την πάροδο του χρόνου να επιτευχθεί η αποδυνάμωση ή παραγραφή αξιώσεων των άλλοτε αντιπάλων μας». Τί όμως περιμένουν να ξεχαστεί; Γιατί δεν ζητούν συγγνώμη από τους «άλλοτε αντιπάλους» τους;
Το φθινόπωρο του 1943, ο γερμανικός στρατός κατοχής προωθήθηκε στην Πελοπόννησο αντικαθιστώντας τους Ιταλούς που είχαν ήδη αποσυρθεί από τον πόλεμο. Οι Γερμανοί αναγκάστηκαν να μεταφέρουν από άλλα μέτωπα στρατιωτικές μονάδες στην Πελοπόννησο, αφού έβλεπαν εκεί την ελληνική αντίσταση, κυρίως στην περιοχή των Καλαβρύτων, να δυναμώνει και να απειλεί την επικοινωνία της Πάτρας με την Τρίπολη και την Κόρινθο. Η τροποποιημένη 117η Μεραρχία Κυνηγών, υπό τον στρατηγό Καρλ φον Λε Σουίρ (Karl von Le Suire), με έδρα του επιτελείου της το Περιγιάλι Κορινθίας, ήταν διαβόητη για την σκληρότητα που είχε επιδείξει στη Σερβία.
Στις 16 Οκτωβρίου, οι Γερμανοί σε μια αναγνωριστική επιχείρηση κατευθύνονταν προς την Κερπινή. Το κεντρικό αρχηγείο Πελοποννήσου του ΕΛΑΣ από τη βάση του στα Δεμέστιχα, ήξερε ήδη από κατασκόπους του, για τις κινήσεις των Γερμανών. Έτσι έδωσε εντολή σε σώμα 200 ανταρτών να περιμένει τους Γερμανούς στην Κερπινή, για να τους εμποδίσει να φτάσουν στα Καλάβρυτα. Το απόγευμα, στο μονοπάτι από τους Ρωγούς, έπεσαν σε ενέδρα και δέχτηκαν αιφνιδιαστικά επίθεση από ανταρτικές δυνάμεις. Τα πυρά απ’ όλες τις πλευρές τους ανάγκασαν να καταφύγουν σε ένα ύψωμα όπου παρέμειναν όλο το βράδυ. Εν τω μεταξύ οι αντάρτες ενισχύθηκαν με περισσότερους από διακόσιους άνδρες του εφεδρικού ΕΛΑΣ καθώς και αγρότες από τα γύρω χωριά. Όλοι ήταν αποφασισμένοι να μην αφήσουν τους Γερμανούς να καταστρέψουν τα Καλάβρυτα, όπως νόμιζαν. Η προσπάθεια διαφυγής των Γερμανών απέτυχε και οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ συνέλαβαν 77 αιχμαλώτους. Οι αντάρτες κρατούσαν τους Γερμανούς στο χωριό Μαζέικα (σημ. Κλειτορία).
Στις 4 Δεκεμβρίου, οι Γερμανοί μετά από άκαρπες μέχρι τότε αλλά και συνεχιζόμενες προσπάθειες ανταλλαγής των 77 αιχμαλώτων της Κερπινής, ξεκίνησαν από τα παράλια της Αχαΐας μια μαζική δολοφονική αποστολή την ‘Unternehmen Kalavryta’. Την εκτέλεση της αποστολής ανέλαβαν μονάδες της 117ης Μεραρχίας Κυνηγών. Η «επιχείρηση» αφορούσε μαζικά αντίποινα σε μια επιχείρηση τρομοκράτησης των αμάχων με εκτελέσεις, λεηλασίες, πυρπολήσεις οικιών στον ορεινό όγκο του Χελμού. Σκόπευαν να καταλήξουν στα Καλάβρυτα, αφού θα εκκαθάριζαν τον Χελμό από τις αντιστασιακές ομάδες. Στις 5 Δεκεμβρίου 1943, οι Γερμανοί πλησίαζαν στα Μαζέικα. Τα στρατεύματα της Βέρμαχτ, στην πορεία τους, έκαψαν δεκάδες χωριά και δολοφόνησαν αμάχους. Οι ειδήσεις οδήγησαν στην μετακίνηση των ανταρτών στο Μάζι. Παρά τις διαπραγματεύσεις που διεξάγονταν στα Βυσωκά (σημ. Σκεπαστό), οι 77 Γερμανοί αιχμάλωτοι εκτελέστηκαν ομαδικά στην άκρη μιας χαράδρας βάθους 80 μέτρων, δύο ώρες βορειοανατολικά από το Μάζι, στις 8 Δεκεμβρίου 1943.... Τα πτώματά τους ρίχτηκαν στη χαράδρα. Δύο αιχμάλωτοι επέζησαν.
Την επόμενη ημέρα οι Γερμανοί μπήκαν στα Καλάβρυτα. Μετά από τέσσερις ημέρες φαινομενικής ηρεμίας, συγκέντρωσαν όλους τους κατοίκους και διαχώρισαν τον ανδρικό πληθυσμό. Έκλεισαν τα γυναικόπαιδα και τους υπερήλικες στο σχολείο και οδήγησαν τους άνδρες άνω των 13 ετών στη «ράχη του Καπή». Εκεί στην πλαγιά, με θέα τα φλεγόμενα Καλάβρυτα, άρχισαν την ομαδική εκτέλεση με πολυβόλα. Συνολικά, στην «Επιχείρηση Καλάβρυτα», οι Γερμανοί σκότωσαν 1.101 άτομα, κατέστρεψαν και λεηλάτησαν πάνω από 1.000 σπίτια, έκλεψαν 2.000 αιγοπρόβατα και απέσπασαν 260.000.000 δραχμές.
Η σφαγή των Καλαβρύτων αποτελεί την πιο βαριά περίπτωση εγκλήματος πολέμου στην Ελλάδα, κατά την κατοχική περίοδο και παραμένει ανοιχτή πληγή στην ψυχή των Ελλήνων. Το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων συμβολίζει μέχρι και σήμερα εκατοντάδες παρόμοιων, διαπραχθέντων εγκλημάτων στην Ελλάδα, από το Δίστομο μέχρι την Κάνδανο.
Κανένας από τους υπευθύνους των εγκλημάτων αυτών δεν λογοδότησε στη δικαιοσύνη ενώ μέχρι και σήμερα ακόμα δεν έχει καταβληθεί καμιά απολύτως αποζημίωση από τη Γερμανία.