Μέχρι τη ναυμαχία της Ναυπάκτου οι Μανιάτες περιορίζονταν σε πειρατεία από την ξηρά αφού είχαν λιγοστά πλεούμενα κι ακόμα λιγότερα πυροβόλα όπλα. Ο συνήθης οπλισμός τους ήταν σπαθιά, τόξα και πέτρες. Η τακτική τους ήταν απλή. Κυρίως στο Ταίναρο, στο κάβο Γκρόσο και στον Γερολιμένα, πειρατές μέσα από σπηλιές, παραπλανούσαν τη νύχτα παραπλέοντα πλοία με παραπειστικά σήματα από φανάρια και τα οδηγούσαν στο λιμάνι τους. Εκεί τα περίμενε ένα τσούρμο πειρατές που καταλήστευαν τους πάντες.
Ένας άλλος τρόπος «νόμιμης» πειρατείας από την ξηρά ήταν ο εξής: Κρυφά τη νύχτα, έκοβαν τους κάβους σε αραγμένα πλοία κι αυτά φυσικά στη συνέχεια, συντρίβονταν πάνω στα βράχια. Τότε, οι κάτοικοι της περιοχής είχαν δικαίωμα να κρατήσουν μερτικό από το ναυαγισμένο πλοίο. Εκτός από τα λάφυρα οι πειρατές κρατούσαν και ομήρους για δουλεμπόριο ή λύτρα. Τους νέους και γεροδεμένους άντρες τους κρατούσαν για σκλάβους στα κουπιά των πλοίων. Τους υπόλοιπους, μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά, τους πουλούσαν στα σκλαβοπάζαρα μαζί φυσικά με τα εμπορεύματα και τα τιμαλφή. Αν έπεφταν στα χέρια τους επώνυμοι και εύποροι επιβάτες τους κρατούσαν για λύτρα. Πριν επιστρέψουν στη βάση τους στη Μάνη, εκτελώνιζαν τη λεία στην Κορώνη κι έτσι το φορτίο γινόταν νόμιμα δικό τους. Μετά την κατάκτηση της Κρήτης το 1669, οι Τούρκοι με τη συνεργασία του Μανιάτη τυχοδιώκτη και πειρατή Λυμπεράκη Γερακάρη, πρώτου μπέη της Μάνης (1667-70), έβαλαν στόχο τους την υποταγή της Μάνης.
Αρχικά παραχώρησαν προνόμια ημιαυτονομίας στους Μανιάτες. Αυτά ήταν:
α) η απαλλαγή της Μάνης από το παιδομάζωμα,
β) η καταβολή του μισού φόρου (χαράτσι),
γ) η δέσμευση ότι κανένας Τούρκος δεν θα κατοικήσει στον τόπο τους και
δ) η ελεύθερη χρήση της καμπάνας και η σταυροπηγία στις εκκλησίες.
Εκτός όμως από τα λόγια, που συνοδεύονταν και από τουρκικό χρυσάφι, ακολούθησε και το έργο της στρατιωτικής υποταγής. Ο Khaze Ali-pasha ανοικοδόμησε από τα θεμέλια το κάστρο της Κελεφάς και του Πορτοκάγιο και πάνω στο παλιότερο αρχαίο και βυζαντινό οχυρό, το κάστρο της Ζαρνάτας. Η δικαιολογία που δινόταν στους Μανιάτες από τους Τούρκους και τον Λυμπεράκη Γερακάρη για την ανοικοδόμηση των κάστρων και την παρουσία τουρκικού στρατού στη Μάνη ήταν ότι ήταν τάχα αναγκαία για την αποτροπή επίθεσης από εχθρικά πλοία. Έτσι αν και οι Τούρκοι δεν κατέβαιναν στα μανιάτικα χωριά, η Μάνη ουσιαστικά απομονώθηκε από τη Δύση.
Το καλοκαίρι του 1673 και αφού οι Μανιάτες άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι βρίσκονταν σε στρατιωτική κατοχή, ξεσηκώθηκαν. Τότε πολιόρκησαν το φρούριο της Ζαρνάτας και έστειλαν τον Μανιάτη πρόκριτο Κοσμά Γερακάρη, με ένα διερχόμενο πλοίο του πειρατή Monsù H. Crevilliers, στη Μάλτα. Εκεί ο Κοσμάς Γερακάρης ζήτησε τη βοήθεια των ιπποτών του τάγματος του Αγίου Ιωάννη για την ενίσχυση της πολιορκίας του κάστρου της Ζαρνάτας. Τότε απέπλευσαν από τη Μάλτα επτά γαλέρες και τέσσερα πειρατικά ιστιοφόρα του Crevilliers και έφθασαν στη Μάνη τις πρώτες ημέρες του Σεπτέμβρη. Ο αποκλεισμός του φρουρίου κράτησε μέχρι τις 17 Σεπτέμβρη, αφού λόγω του καιρού οι γαλέρες της Μάλτας έπρεπε να φύγουν. Αποχωρώντας άφησαν εφόδια στους Μανιάτες μόνο μερικές συναρμολογούμενες σκάλες που θα χρησίμευαν στη μελλοντική άλωση του κάστρου.
Συνέχισαν όμως να παραμένουν στις Κιτριές τα τέσσερα πειρατικά ιστιοφόρα και οι άνδρες του H. Crevilliers. Μετά από δυο μήνες έλυσαν την πολιορκία. Οκτώ χιλιάδες Τούρκοι στρατιώτες απελευθέρωσαν τους πολιορκημένους και υπέταξαν τους Μανιάτες. Πολλοί από αυτούς έφυγαν με τα πειρατικά καράβια του H. Crevilliers. Αυτή ήταν η και πρώτη μαζική αποχώρηση πληθυσμού από τη Μάνη προς τη Δύση. Κάποιοι από τους Μανιάτες έγιναν αργότερα ξακουστοί πειρατές με τη σημαία της Μάλτας. Ένας από αυτούς ήταν και Μιχάλης (Μιχελής) Μανιάτης που έγινε αργότερα γνωστός ως πρωτοπαλίκαρο του Crevilliers και ήταν το φόβητρο των νησιών της Νάξου και της Σαντορίνης.
Ακόμα ένας από τους πιο ξακουστούς Μανιάτες πειρατές που έδρασαν κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα στη Μεσόγειο ήταν ο Νικολός Σάσσαρης. Έμεινε γνωστός στην ιστορία ως «μονόφθαλμος» ή «μονομάτης», επειδή είχε χάσει το ένα μάτι του σε συμπλοκή έξω από την Άνδρο. Ο Σάσσαρης ήταν από τον Μέζαπο. Το επίθετο του προέκυψε από τους δεσμούς της οικογένειάς του με την πόλη Σάσσαρι της Σαρδηνίας. Από το μανιάτικο ορμητήριό του στον Μέζαπο και τους τριγύρω απόκρημνους γκρεμούς και σπηλιές, έστηνε καρτέρι στα εμπορικά πλοία που περνούσαν ανοιχτά και είχαν προορισμό τη Μεθώνη και την Κορώνη. Σήκωνε την πειρατική σημαία και ξεκινούσε την επίθεση με το πλοίο του, την «Ζαργάνα». Αφού λεηλατούσε τα καράβια, στη συνέχεια τα ρυμουλκούσε και τα πήγαινε στο λιμάνι του Οιτύλου (το τότε ονομαζόμενο και «μικρό Αλγέρι») για να τα πουλήσει. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, ο ξακουστός πειρατής διέθετε πύργο – κρησφύγετο, ύψους 16 μέτρων. Στο εσωτερικό του υπήρχαν ειδικά κατασκευασμένα υπόγεια. Εκεί κρύβονταν οι σύντροφοί του, ενώ υπήρχαν και μυστικά μονοπάτια που τους οδηγούσαν μέχρι την ακτή. Ένα μέρος του πύργου καταστράφηκε όμως λόγω της βεντέτας του με τους Μαυρομιχαλαίους και παραμένει και σήμερα κατεστραμμένος αφού και η πειρατεία και στη Μάνη, έσβησε.