Κυριακή, 06 Ιουλίου 2025 20:00

Το βότσαλο της Καυκανιάς

Γράφτηκε από τον

Το βότσαλο της Καυκανιάς

Του Γιάννη Α. Μπίρη

Το όριο της Μυθολογίας και της Ιστορίας είναι η Γραφή. Η Ιστορία μελετά κυρίως γραπτές πηγές ενώ για την προϊστορία δεν υπάρχουν γραπτές πηγές ή αυτές δεν είναι κατανοητές. Η χρονολόγηση των αρχαίων κειμένων σηματοδοτεί και την έναρξη της Ιστορίας του κάθε λαού.
Μια ολιγοήμερη ανασκαφή, στην κορυφή ενός χαμηλού λόφου στις Αγριελίτσες της κοινότητας Καυκανιάς, που βρίσκεται επτά χιλιόμετρα βόρεια της Ολυμπίας, έγινε τον Απρίλιο του 1994 από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ολυμπίας και την αρχαιολόγο Ξένη Αραπογιάννη. Εκεί, στον περίβολο του ξωκλησιού της Αναλήψεως, αποκαλύφθηκαν τα ερείπια ενός μικρού προϊστορικού κτίσματος. Μετά την εκσκαφή, οι δύο σωζόμενοι τοίχοι του έφταναν περίπου τα σαράντα εκατοστά. Το υπόλοιπο κτήριο είχε καταστραφεί. Στο εσωτερικό του, πάνω στο δάπεδο από ημικατεργασμένες πλάκες, βρέθηκε παχύ στρώμα στάχτης και αποκαΐδια. Αυτή η εικόνα έδειχνε ότι το κτήριο είχε καταστραφεί από πυρκαγιά και κατέρρευσε, απομονώνοντας το εσωτερικό του με την επίχωση που ακολούθησε. Η επίσης καμένη κεραμική παρέπεμπε στη Μεσοελλαδική περίοδο (2.000 π.Χ. – 1650 π.Χ.). Συμπερασματικά, το κτήριο καταστράφηκε περίπου το 1.650 και από τότε παρέμεινε ανέπαφο αφού κι ο χώρος παρέμεινε ακατοίκητος. Τα ευρήματα στο στρώμα της στάχτης και το δάπεδο αφορούσαν μερικά εργαλεία από οψιανό καθώς και ένα ημιτελές λίθινο γυναικείο ειδώλιο.
Στο εσωτερικό, κάτω από την πρώτη σειρά των λίθων του ενός τοίχου, βρέθηκε κολλημένο ένα κυκλικό βότσαλο, μια σχεδόν κυκλική κροκάλη, που η σχέση της με το κτίσμα δεν είναι σαφής. Το σκουροπράσινο ωοειδές βότσαλο, που έχει διαστάσεις 49mm x 40,8mm x 16,2mm, ζυγίζει 48 γραμμάρια και πάνω του έχει χαραγμένα έξι σύμβολα μιας συλλαβογραφικής γραφής από τη μια πλευρά και έναν διπλό πέλεκυ με επίσης δυο συλλαβογράμματα χαραγμένα εκατέρωθεν της κάθετης γραμμής του στειλεού του.
Τα συλλαβογράμματα στο βότσαλο της Καυκανιάς παραπέμπουν, λόγω και της χρονολόγησης και του ανέπαφου της ανασκαφής, αναμφίβολα σε Γραμμική γραφή της μεσοελλαδικής εποχής (17ο αι. π.Χ.). Τα πέντε από αυτά είναι κοινά στη Γραμμική Α των Μινωιτών και στη Γραμμική Β των Μυκηναίων αλλά τα υπόλοιπα τρία, συγκρινόμενα και με τα μεταγενέστερα ευρήματα των πινακίδων του ανακτόρου στον Άνω Εγκλιανό, παραπέμπουν σαφώς σε Γραμμική Β.
Οι ομοιότητες των δύο γραμμικών γραφών οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η Γραμμική Β προέκυψε από τη Γραμμική Α. Παράλληλα όμως με τις ομοιότητές τους οι δύο γραφές παρουσιάζουν και σαφείς διαφορές, οι οποίες εντοπίζονται τόσο στη δομή τους όσο και στη μορφή των συμβόλων τους. Και οι δύο γραφές χρησιμοποιούν τον ίδιο αριθμό φωνητικών συμβόλων, ορισμένα από τα οποία είναι κοινά και στις δύο γραφές, ενώ άλλα εμφανίζονται μόνο σε μία από αυτές. Σήμερα πιστεύεται ότι η δομή της Γραμμικής Β προήλθε από τη Γραμμική Α, αλλά τροποποιήθηκε προκειμένου να εκφράσει καλύτερα την ελληνική γλώσσα.
Ακολουθώντας το συλλαβικό αλφάβητο της Γραμμικής Β και σύμφωνα με τις δημοσιεύσεις της ομάδας των ανασκαφέων, πάνω στο βότσαλο της Καυκανιάς διαβάζουμε τα συλλαβογράμματα:
a, ro, na, qa, ka (κοινά στις δυο γραμμικές γραφές) και so, qo, jo που ανήκουν μόνο στη Γραμμική Β΄. Η πρώτη λέξη της επιγραφής (a – so -na), με βάση και τις μεταγενέστερες πινακίδες του ανακτόρου στον Άνω Εγκλιανό, δηλώνει επάγγελμα τεχνίτη, πιθανώς μεταλλουργού, ενώ η δεύτερη που λόγω χώρου είναι γραμμένη βουστροφηδόν (ka – ro – qo) αφορά το σχετικά κοινό όνομα στην αρχαιότητα: Χάροψ.
Τα συλλαβογράμματα της δεύτερης πλευράς qa και jo που πλαισιώνουν τον διπλό πέλεκυ, πιθανώς αφορούν κάποια ιεροτελεστία. Με βάση όλα τα προηγούμενα το βότσαλο της Καυκανιάς θα μπορούσε να θεωρηθεί αφιερωματικό.
Το εύρημα, μετά και από δημοσιευμένη επιγραφική μελέτη του L. Godart, θεωρείται γνήσιο και αλλάζει τα δεδομένα στην Ιστορία της ελληνικής γραφής αφού προσδιορίζει την αρχή της τουλάχιστον 250 χρόνια νωρίτερα, δηλαδή αντί για το 1450 π.Χ -1400 π.Χ στο 1650 π.Χ. Ο Ομότιμος καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννης Κ. Προμπονάς σε δημοσίευσή του αναφέρει:
«Το αρχαιότερο γραπτό μνημείο της ελληνικής γλώσσας είναι μια σχεδόν κυκλική κροκάλη που κυριολεκτικά μπορείς να την κρατήσεις μες στην παλάμη σου ….. Πάνω στο «βότσαλο της Καυκανιάς» διαβάζεται, μεταξύ άλλων, το ανθρωπωνύμιο Χάροψ γραμμένο σε Γραμμική γραφή Β΄. Το όνομα μαρτυρείται και στην Ιλιάδα του Ομήρου και ετυμολογικά σημαίνει «αυτός που έχει χαρούμενη όψη».
Και καταλήγει:
«είναι αυτονόητο ότι η ελληνική δεν διαμορφώθηκε μέσα σε λίγους αιώνες. Διαμορφώθηκε πολλούς αιώνες πριν από τον 17ο π.Χ. αιώνα, στον οποίον χρονολογείται το «βότσαλο της Καυκανιάς»
Ανεξάρτητα από τον τρόπο που ερμηνεύει κανείς την επιγραφή στην κροκάλη της Καυκανιάς, το σίγουρο είναι ότι αυτή είναι η αρχαιότερη μέχρι σήμερα γραφή Γραμμικής Β΄που συνυπάρχει με την Μινωική Γραμμική Α΄ και μεταθέτει την έναρξη της γραφής της ελληνικής γλώσσας νωρίτερα, τουλάχιστον κατά 250 χρόνια, στον 17ο π.Χ. αιώνα.

Βιβλιογραφία
- Πολυξένη Αραπογιάννη, Jörg Rambach, L. Godart, “Η μυκηναϊκή επιγραφή της Καυκανιάς”, Πρακτ Ακαδημίας Αθηνών 70, 1995, 251-254. Πβ.
και των ίδιων:
- «L’ inscription en linéaire B΄ de Kafkania – Olympie» (OL Zh 1 στο: FLOREANT STUDIA MYCENAEA. Akten des X. Salzburg vom 1-5. Mai 1995, Band I, σσ. 39-43. Wien 1999).