Δευτέρα, 04 Αυγούστου 2025 21:46

Προβλεψιμότητα στην υποταγή - το νέο μοντέλο της ΕΕ

Γράφτηκε από την

Προβλεψιμότητα στην υποταγή - το νέο μοντέλο της ΕΕ

 

Του Γιώργου Καραμπάτου, Εκτελεστικού Διευθυντή του Πολιτιστικού Οργανισμού «Δρόμοι της Ελιάς», πρώην προέδρου Επιμελητηρίου Μεσσηνίας

Ανοικτή επιστολή με αφορμή τη νέα εμπορική συμφωνία ΕΕ–ΗΠΑ που διαπραγματεύτηκαν οι ηγεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των ισχυρών κρατών–μελών με τον Πρόεδρο Τραμπ.

Μια «συμφωνία» γεμάτη αντιφάσεις και διχασμό

Η πολιτική συμφωνία που ανακοινώθηκε στις 27 Ιουλίου 2025 από την Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ προκάλεσε κύμα απογοήτευσης στις Βρυξέλλες. Οι λέξεις «προβλεψιμότητα» και «σταθερότητα» χρησιμοποιήθηκαν για να εξωραΐσουν μια συμφωνία που υποκρύπτει πολιτική αδυναμία, διπλωματική υποχώρηση και έλλειψη στρατηγικού σχεδίου.

Πρόκειται για συμφωνία που προβλέπει την επιβολή τελωνειακών δασμών 15% στις ευρωπαϊκές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ χωρίς αμοιβαιότητα. Παρά τις εξαιρέσεις σε ορισμένους τομείς – όπως η αεροναυπηγική και τα γεωργικά προϊόντα – το εύρος τους παραμένει ασαφές. Παράλληλα, η δέσμευση για επενδύσεις 500 δισ. ευρώ στις ΗΠΑ και αγορές καυσίμων 700 δισ. ευρώ χαρακτηρίζεται από πολλούς ειδικούς «φαντασίωση».

Υποταγή και Πολιτικός Κυνισμός

Ο φόβος μιας μετωπικής σύγκρουσης με την Ουάσιγκτον οδήγησε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τις ισχυρές κυβερνήσεις της Ένωσης σε άτακτη υποχώρηση. Αντί για συντονισμό και κοινό ευρωπαϊκό μέτωπο, επικράτησαν ο κατακερματισμός και η εθνική σκοπιμότητα.

Η διαπραγμάτευση, όπως σχολίασε δηκτικά ο ερευνητής γεωπολιτικής Ελβίρ Φαμπρί, «δεν επρόκειτο για εμπορική διαπραγμάτευση αλλά για αντιπαράθεση με τη μαφία». Κάθε κράτος φρόντισε να εξασφαλίσει ειδικές εξαιρέσεις για τους εθνικούς του κλάδους – από τα κρασιά της Γαλλίας μέχρι την αυτοκινητοβιομηχανία της Γερμανίας. Η Ιταλία πρόταξε τα βιομηχανικά της συμφέροντα, ενώ τα κράτη της Βαλτικής και της Ανατολικής Ευρώπης υπέκυψαν από φόβο ότι θα χαθεί η αμερικανική υποστήριξη προς την Ουκρανία.

Όπως τόνισε η ευρωβουλευτής Μαρί-Πιερ Βεντρέν, στόχος των ΗΠΑ δεν ήταν απλώς μια συμφωνία εμπορίου, αλλά η υπονόμευση της ευρωπαϊκής ενότητας με κάθε μέσο, ιδεολογικά, οικονομικά, πολιτικά. Η ΕΕ φάνηκε να στερείται συνοχής, αυτοπεποίθησης και – κυρίως – στρατηγικού οράματος.

Τη διαπραγμάτευση με τον Τραμπ ανέλαβαν οι ισχυροί της Ευρώπης – Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία – και η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, εκπροσωπώντας τους τεχνοκράτες των Βρυξελλών. Η ιστορία επαναλαμβάνεται, κάθε φορά που οι Ηνωμένες Πολιτείες – και ιδίως όταν κυβερνά ο Τραμπ – ασκούν πίεση, η Ευρώπη στέκεται στο ένα πόδι. Όσο για τους “αδύναμους κρίκους” της Ένωσης, όπως η Ελλάδα, που πλέον φέρει τον τίτλο της δεδομένης συμμάχου κάθε εκάστοτε Προέδρου των ΗΠΑ, ισχύει για άλλη μια φορά το πικρό ρητό: «όπου φτωχός και η μοίρα του». Και όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο ερευνητής Ελβίρ Φαμπρί, “δεν επρόκειτο για εμπορική διαπραγμάτευση, αλλά για αντιπαράθεση με τη μαφία”.

Μια συμφωνία φάντασμα και ένα πολιτικό κόστος που δεν έχει υπολογιστεί

Η περιβόητη «συμφωνία» της 27ης Ιουλίου δεν συνοδεύεται από νομικά δεσμευτικό κείμενο. Οι ΗΠΑ ανακοινώνουν δασμούς έως 50% σε χάλυβα και αλουμίνιο, ενώ η Επιτροπή μιλά για ποσοστώσεις. Η κοινή δήλωση που θα καθόριζε τους όρους καθυστερεί. Το μόνο βέβαιο είναι ότι οι ΗΠΑ προχωρούν μονομερώς στην επιβολή των νέων μέτρων.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο – ακόμα και η πολιτική οικογένεια της φον ντερ Λάιεν – καταδικάζει τη συμφωνία. Οι ευρωβουλευτές προειδοποιούν για πλήγμα στην ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης και προβολή μιας εικόνας αδυναμίας που θα πληρωθεί πολιτικά και οικονομικά.

Η συμφωνία δεν είναι μόνο ασαφής· είναι προειδοποιητική. Η Ευρώπη καλείται να αναμετρηθεί με τον εαυτό της ή θα συγκροτήσει μια κοινή στρατηγική αυτονομίας και ενότητας, ή θα συνεχίσει να παρασύρεται σε «συμφωνίες» που απλώς παρατείνουν την εξάρτηση και παγιώνουν την πολιτική της αδυναμία.

Ο χρόνος λιγοστεύει επικίνδυνα – όπως λιγοστεύουν και οι διαθέσιμοι πόροι για όλα τα ουσιώδη, την κοινωνική συνοχή, την πράσινη μετάβαση, τη δημόσια υγεία, την εκπαίδευση, την καινοτομία. Αντίθετα, οι μόνοι πόροι που αυξάνονται είναι εκείνοι για στρατιωτικούς εξοπλισμούς και για τις υποχρεωτικές συνδρομές 5% στον προϋπολογισμό του ΝΑΤΟ – της Αμερικής.

«Βασισμένο στο ρεπορτάζ του Σέντρικ Βαλέτ για το Mediapart, 31 Ιουλίου 2025».