Στα «καλά χρόνια», η πρακτική αυτή ουδέποτε απασχόλησε τον γνωστό για την καταναλωτική του συνείδηση Έλληνα, που ανέκαθεν βαριόταν να διαβάσει τα «ψιλά γράμματα»: έτσι, για παράδειγμα, πληρώναμε περίπου 0,50 ευρώ σε κάθε ακτοπλοϊκό εισιτήριο για «έξοδα καβοδέτη».
Τί είναι τα έξοδα καβοδέτη; Ποιός τα εισπράττει και τί ακριβώς τα κάνει; Λογικά, θα μου πείτε, με αυτόν τον τρόπο πληρώνονται οι συμπαθέστατοι κύριοι που δένουν τους κάβους των πλοίων μας στα λιμάνια. Μόνο που αν είναι έτσι, με 2,5 εκατομμύρια αναχωρήσεις και αφίξεις επιβατών στον Πειραιά, κάθε χρόνο εισπράττεται 1,25 εκατομμύριο ευρώ για τους καβοδέτες μόνο στο συγκεκριμένο λιμάνι. Άρα, ή ο Πειραιάς έχει πάρα μα πάρα πολλούς καβοδέτες, ή οι καβοδέτες πληρώνονται εξωφρενικά καλά (δεν το πιστεύω), ή -πιο πιθανόν- το επταψήφιο κονδύλι μπαίνει σε κάποια πολύ βαθιά τρύπα με την οποία κανείς δεν ασχολήθηκε μέχρι τώρα.
Αναμφίβολα, οι καθόλα σεβαστοί καβοδέτες είναι εξαιρετικά χρήσιμοι και πρέπει να συνεχίσουν να πληρώνονται: γιατί όμως αυτό πρέπει να γίνεται με έναν έμμεσο φόρο και όχι, για παράδειγμα, απευθείας από τον ΟΛΠ (στην περίπτωση του Πειραιά) ή, τέλος πάντων, από όποιον δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα τους απασχολεί;
Τα «έξοδα καβοδέτη» είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα παράλογου φόρου υπέρ τρίτων. Ακόμη όμως και οι φόροι που φαίνονται πιο λογικοί λόγω του σκοπού τους -π.χ. υπέρ των ασφαλιστικών ταμείων- εισπράττονται συχνά από τελείως άσχετες συναλλαγές: τί δουλειά έχει ο ΟΓΑ (Οργανισμός Γεωργικών Ασφαλίσεων) να εισπράττει παρακράτηση από τους λογαριασμούς έρευνας των πανεπιστημίων; Γιατί να καταλήγει στο Ταμείο Νομικών σχεδόν το 50% (περίπου 130 ευρώ από τα 286) των εξόδων σύστασης επιχείρησης μέσω του ΕΒΕΑ, ενώ δεν χρησιμοποιείται δικηγόρος σε κανένα στάδιο της διαδικασίας;
Το εξωφρενικό είναι ότι δεν θα είχαμε ιδέα για τα «έξοδα καβοδέτη» και πολλές ακόμη παρόμοιες κρατήσεις αν κάποιοι πολίτες δεν είχαν κάνει σχετικές καταγγελίες στην ειδική ηλεκτρονική πλατφόρμα του υπουργείου Ανάπτυξης. Σωστά καταλάβατε: το κράτος δεν έχει ιδέα πόσοι και ποιοι είναι οι φόροι υπέρ τρίτων και ζητά τη βοήθεια των πολιτών. Διότι οι σχετικές διατάξεις «τρυπώνουν» σε υποπαραγράφους νομοσχεδίων επί χρόνια, χωρίς να υπάρχει καμία συνολική καταγραφή.
Θα αλλάξει κάτι; Υποτίθεται ότι αυτός είναι ο στόχος της ηλεκτρονικής πλατφόρμας, ωστόσο, προς το παρόν, η συμμετοχή είναι πολύ περιορισμένη. Και πώς θα ήταν μεγαλύτερη; «Δεν είναι δουλειά μου, να βάλουν μόνοι τους τάξη στο χάος που δημιούργησαν», θα πει ο μονίμως αγανακτισμένος αλλά αδρανής Ελληνάρας, εάν βέβαια δεν έχει πειστεί ότι η κατάργηση των φόρων υπέρ τρίτων είναι άλλη μία «βάρβαρη μνημονιακή πολιτική».
Θέμος Ρίζος
Αναδημοσίευση από το 3pointmagazine.gr