Πέμπτη, 10 Μαρτίου 2016 22:43

Γυναίκες..

Γυναίκες..

Ενα μικρό διήγημα της Γιούλας Σαρδέλη νε αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας

 

Η Ελέν καθόταν νωχελικά πίσω από τον πάγκο του καταστήματός της, απολαμβάνοντας την ησυχία του απογεύματος, κι ας ήταν Παρασκευή. Δεν είχε ακόμα πολύ κόσμο έξω, ούτε βαβούρα. Εξάλλου στο δικό της ατελιέ δεν έμπαινε η Σάρα και η Μαρά να την κουράζει με ερωτήσεις και χαζομάρες. Μόνο καλός κόσμος, που ήξερε τι ήθελε, κυρίες με γούστο και μικρά σκυλάκια στα χέρια. Με μικρά τσαντάκια και αντιστρόφως ανάλογα χρηματικά ποσά εντός τους. Και η ζωή κύλαγε όλο στιλ.

Οι καπελιέρες είχαν μισοαδειάσει, ήταν άλλωστε τέλη Αυγούστου, τα περισσότερα κομμάτια είχαν πουληθεί. Οι εσάρπες χάριζαν αισιοδοξία στο χώρο, με τα έντονα χρώματά τους, τα οποία αναδεικνύονταν κάθε φορά που ο αέρας του ερ κοντίσιον κούναγε ελαφρά τις πτυχές των σαντούγκ. Σε άλλα σημεία είχε τις καρφίτσες, τις πόρπες και τα διαδήματα. Επιχρυσωμένα, για επιλεγμένες εμφανίσεις, λαμπερά … Για λίγες και καλές. 

Την Ελέν οι γείτονες την έλεγαν "Ελενάρα", αλλά ποτέ μπροστά της. Ήταν ψηλή, πανέμορφη, με μακριά καστανά μαλλιά και ένα μικρούτσικο κενό ανάμεσα στα δύο μπροστινά δόντια που την έκανε να θυμίζει τη θρυλική Μπεμπέ. Το "Ελέν" είχε αποφασίσει πως της πήγαινε γάντι, γι΄ αυτό και το είχε λανσάρει. Ταίριαζε και με τη δουλειά της, ως συμβούλου μόδας και αξεσουάρ. Η πελατεία της την εμπιστευόταν, η ίδια είχε καταπληκτικές ιδέες συνδυασμών και εμφανίσεων να προτείνει και όλα πήγαιναν τέλεια. Και πρώτα από όλα, με στιλ.

Η φασαριόζικη παρέα των δύο κοριτσιών, που όρμησε μέσα στο ατελιέ, την έκανε να ανασηκωθεί. Ήταν μόνο δύο, αλλά δεν είχαν σε καμία περίπτωση, καμία ομοιότητα με τις πελάτισσές της. Ήταν όχι πολύ μικρές, τα 30 τα είχαν πατημένα, αλλά τα ρούχα τους ήταν σαν εφηβικά. Ατημέλητες, με κάτι τσάντες - ταγάρια κρεμασμένες άτσαλα γελούσαν και σκουντιόντουσαν μεταξύ τους. Προσπαθώντας λίγο να σοβαρευτούν, τη χαιρέτησαν και ζήτησαν να δουν κάποια κομμάτια για μία φίλη τους, η οποία θα έπρεπε να πάει κάπου "καλά". Η φίλη τους δεν ήταν μαζί κι έτσι οι δύο φιλενάδες άρχισαν να θαυμάζουν τα αντικείμενα και να βλέπουν ποιο θα ταίριαζε στην περίσταση. Η μία μάλιστα τύλιξε γύρω της μία φούστα και έκανε μία φούρλα ενθουσιασμένη, μέχρι να τη βάλει η Ελέν στη θέση της ζητώντας τη να μην τη λερώσει. Τους έδειξε απρόθυμα κάποια είδη και αυτές έφυγαν για να γυρίσουν λίγο αργότερα με την έτερη της παρέας. "Που θα τα βάλουν αυτές να πάνε, τα δικά μου τα κομμάτια;" σκέφτηκε η ωραία Ελέν και ξανάκατσε στο σκαμπώ - θρόνο της, από όπου προήδρευε και έβλεπε αφ' υψηλού τα πάντα στη ζωή της.

Ξαναγύρισαν οι λετσαρίες, με τη φίλη τους αυτή τη φορά. "Ξέρετε δουλεύει πολλές ώρες και επειδή δεν προλαβαίνει, βγήκαμε εμείς πρώτα για να τη βοηθήσουμε, προτείνοντάς της τα πιο ωραία κομμάτια" εξήγησε η μία, η πιο τσούγδω, για να προσθέσει λίγο αργότερα: "Καλέ εσείς είστε ίδια με τη Marion Desertene! Την ξέρετε; Ήταν το τοπ μοντέλο των '90's, γυναίκα ενός τραγουδιστή, είχε παίξει και σε βίντεο κλιπ! Τραγική ιστορία είχε πίσω της, αλλά ήταν σύμβολο, θεά, αχ της μοιάζετε πάρα πολύ, αλήθεια, μα δε σας το έχει πει κανείς μέχρι τώρα δεν είναι δυνατόν" συνέχιζε η πορδοπέταχτη, κάνοντας την Ελέν πρώτη φορά να χαμογελάσει και να φανεί το ωραίο κενούλι ανάμεσα στα δόντια της. Δε της έδινε και πολύ σημασία της πολυλογούς, αλλά κολακεύτηκε και κρυφά, πίσω από τον πάγκο σημείωσε το όνομα για να ψάξει το alter ego της σε κάποιο περιοδικό.

Η "κυρία επί των τιμών", η φίλη που είχε να πάει στη δεξίωση, είχε αρχίσει να βάζει πάνω της όσα έβλεπε στις κρεμάστρες, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Δεν ήταν άσχημη, γλυκούλα την έλεγες, αλλά έτσι κοντούλα και απεριποίητη δεν την πρόσεχες. "Μα καλά, τι δουλειά κάνει αυτή και δεν μπορεί να φροντίζει καθόλου τον εαυτό της;" σκεφτόταν η Ελέν. Η εικόνα ήταν λίγο αστεία, γιατί η νταρντάνα ιδιοκτήτρια του ατελιέ είχε κάτσει δίπλα στην επίδοξη πελάτισσα. Η Ελέν φόραγε ψηλές πλατφόρμες, το πεντικιούρ της ήταν τέλειο, το πόδι της γυαλιστερό. Η άλλη δίπλα της έβαζε και έβγαζε μαντίλια και γόβες, μένοντας ξυπόλυτη την περισσότερη ώρα και με τα μαλλιά ξέπλεκα. Ήταν ωραία τα μαλλιά της μαύρα, πυκνά, κατσαρά, αλλά "ρε παιδάκι μου ένα κομμωτήριο δεν πάει;" σκεφτόταν τώρα η Ελέν που δίπλα της έμοιαζε δυσθεώρητη. 

Με τα πολλά, οι φίλες ρώτησαν τιμές, πήραν μια ιδέα και είπαν πως θα επιστρέψουν το επόμενο διάστημα για να αγοράσουν κάτι. 

………………………………………..

Είχαν περάσει αρκετοί μήνες και η ανεμελιά του καλοκαιριού αποτελούσε μόνο ανάμνηση. Τα σχολεία είχαν αρχίσει, οι γονείς έτρεχαν από βιβλιοπωλείο σε φροντιστήριο για να καλύψουν τις ανάγκες των παιδιών τους και από παιδότοπο σε γήπεδο για να εκτονώσουν την κουραστική - από ένα σημείο και μετά - ενέργειά τους. Η γειτονιές είχαν ηρεμήσει, ο κόσμος δεν έβγαινε τόσο πολύ πια … Όλα ήταν κάπως βαρετά. Το ατελιέ της Ελέν δεν είχε πολύ κίνηση, είχε τελειώσει και η περίοδος των γάμων, έμοιαζε κάπως μουντό, ακόμα και όταν ήταν ανοικτό. Τα περισσότερα απογεύματα δεν άνοιγε καν.

Έβρεχε, όταν η πόρτα του ιατρείου άνοιξε ξαφνικά εκείνο το απόγευμα. Η γραμματέας δεν ήταν στο πόστο της, είχε πάει μέσα στο δωμάτιο του γιατρού, γιατί καμιά φορά τη χρειαζόταν για να κρατάει σημειώσεις. Η Ρηνούλα έκατσε άτσαλα στον δερμάτινο καναπέ, παρατώντας τη μουσκεμένη ομπρέλα δίπλα της. Κράταγε αγκαλιά και το μωρό, φοβόταν μη βραχεί και κρυώσει, ευτυχώς πρόλαβε. Μόλις πήρε μια ανάσα, γύρισε το βλέμμα στην κοπέλα που καθόταν δίπλα της.  Σε αντίθεση με την ίδια, φαινόταν κάπως χαμένη, σαν σε αποπροσανατολισμό. Τα μαλλιά της ήταν πιασμένα σε ένα πλαστικό κοκαλάκι, λίγο θαμπά και άτονα. Κούναγε το καρότσι με το παιδί της, έχοντας το βλέμμα στο κενό. Η Ρηνούλα ήταν ούτως ή άλλως κοινωνική, αποφάσισε να της μιλήσει. Τη ρώτησε πόσο καιρό πάει στο συγκεκριμένο γιατρό και αν ήταν ευχαριστημένη. Η διπλανή της απάντησε πως, πάνε λίγοι μήνες, που διαπίστωσαν πως το παιδί της έχει κάποιο πρόβλημα στο κεφάλι και από τότε άρχισαν με τον άντρα της συστηματικές θεραπείες. Με κατανόηση την άκουγε η μισοβρεγμένη Ρηνιώ, όταν, λίγα λεπτά αργότερα άρχισε να την αναγνωρίζει. Η γυναίκα φόραγε φόρμες ριχτές, ήταν άβαφη, αλλά το εντυπωσιακό της ύψος και τα φυσικά της χαρακτηριστικά, την έκαναν να καταλάβει πως ήταν εκείνη η υπεύθυνη του ατελιέ μόδας, που είχε επισκεφθεί κάτι μήνες πριν. Σε τίποτα δε θύμιζε την παλιά της εικόνα. Δεν ήξερε το όνομά της, δεν το είχε ρωτήσει κιόλας, θυμόταν όμως το επικριτικό της ύφος, το πώς ήλεγχε με τρόπο τις κουμπάρες της μη σκίσουν κανένα μεταξωτό λουλούδι στο μαγαζί, μη λαδώσουν με τα κουλούρια που μάσαγαν κανένα μποά. Ήταν και δεν ήταν η ίδια γυναίκα. Χωρίς χαμόγελο, χωρίς κραγιόν, με φόβο. Πιο γήινη. 

Τώρα κάθονταν και οι δύο, στον ίδιο καναπέ, με τα ίδια ερωτηματικά, εγκλωβισμένες στις χρωμοσωματικές δυσκολίες, μυρίζοντας και οι δύο μαλακτικό ρούχων και μωρουδίλα. Την ενοχική όμως μωρουδίλα, όχι την άλλη, της πλέριας ευτυχίας. Δε μιλούσαν τώρα πια. Σκέφτονταν πως ίσως ξαναβρεθούν μετά από χρόνια, στο προαύλιο ενός ειδικού σχολείου, έξω από τα κάγκελα. Η΄ σε κάποιο πάρκο, καθισμένες πάλι στο ίδιο παγκάκι. Τα "άλλα" παιδιά θα παίζουν στα σχοινιά, τα δικά τους κάπου παράμερα ίσως. Μπορεί και μαζί. Και αν όλα πάνε καλά, θα στέκονται και τα δύο όρθια. 

Δεν την είχε αναγνωρίσει η Ελέν τη Ρηνιώ. Δεν την είχε παρατηρήσει καν, όταν είχε έρθει στο μαγαζί. "Το δικό σας παιδάκι τι έχει;" αποφάσισε να τη ρωτήσει για να σπάσει την άβολη σιωπή. "Διάφορα, θα δούμε" αρκέστηκε να της πει η Ρηγούλα όχι από ντροπή, αλλά από κούραση να εξηγεί. "Α εσείς τότε έχετε δρόμο μπροστά σας" είπε η Ελέν, μεγαλώνοντας για άλλη μια φορά την απόσταση ανάμεσά τους. Η φράση αυτή την είχε ήδη κάνει να νιώσει καλύτερα, να σκεφτεί "άπαπα πόσα χειρότερα υπάρχουν", να την ξανακάνει για λίγο πάλι πριγκίπισσα του κόσμου της. Η Ρηγούλα γέλασε συγκρατημένα, μόνη της και τα μελαψά χαρακτηριστικά της έλαμψαν μέσα στο ιατρείο. Το γέλιο της είδε και το μωρό και γέλασε και αυτό βγάζοντας ένα μικρό χαριτωμένο ήχο. Κατάλαβε την ανάγκη της ντόπιας Marion Desertene για επιβεβαίωση και δεν της κράτησε κακία. Ένιωσε τη λαχτάρα που είχε, να αναδειχθεί για ακόμα μία φορά η σταρ της γειτονιάς. Η πιο καλή από τους άλλους, η πιο προνομιούχα. Η απόσταση έχει και τα καλά της. Βλέπεις τα πράγματα πιο καθαρά και για σένα τον ίδιο. "Ας είναι" σκέφτηκε η Ρηνούλα και της ευχήθηκε "καλή τύχη", όσο η κουκλάρα άνοιγε την πόρτα του γιατρού…

Το κείμενο αυτό είναι αφιερωμένο στις απεριποίητες μανάδες με την άβαφτη ρίζα και τα ξεχειλωμένα κολάν που τρέχουν σα τρελές όλη μέρα, ισορροπώντας με μαεστρία στα τεντωμένα σχοινιά της τρέλας, του ερωτισμού και της απόγνωσης.