Δεν θα ξεχάσω κι ας έχουν περάσει χρόνια, την ψύχραιμη παραδοχή μιας γυναίκας ότι ο πατριός τους βίαζε τη μικρότερη αδερφή της, η οποία ήταν νοητικά ανάπηρη. Ο πατριός ποτέ δεν αντιμετώπισε συνέπειες και η ιστορία μαθεύτηκε παραέξω όταν πέθανε και η μικρή αδερφή χάρηκε και περιέγραφε συνοδευόμενα με κατάρες όσα της έκανε εν ζωή. Αν γνώριζε και η μητέρα (οι τρεις τους έμεναν μαζί στο ίδιο σπίτι) ή κάποιος άλλος, είναι άγνωστο. Ιστορίες όπως η προαναφερόμενη αλλά και σαν αυτή της 19χρονης (χωρίς νοητική αναπηρία) στην Ηλιούπολη δεν είναι και τόσο ασυνήθιστες όσο θέλουμε να πιστεύουμε και συνήθως είναι το θύμα που πρέπει να βρει το κουράγιο και να καταγγείλει τη σεξουαλική κακοποίηση, για να σταματήσει να μένει “αθέατη”.
Κι αν είναι οδυνηρό για έναν άνθρωπο που -θεωρητικά τουλάχιστον- μπορεί να αντιδράσει, ας φανταστούμε πόσο πιο αποτρόπαιο και οδυνηρό γίνεται για ένα άτομο με νοητική υστέρηση. Η σεξουαλική κακοποίηση ανθρώπων με νοητική αναπηρία είναι ένα υπαρκτό πρόβλημα, που δυστυχώς γρήγορα ξεχνιέται γιατί τα θύματα δεν έχουν φωνή. Είτε γιατί πολλές φορές αδυνατούν τα ίδια να καταγγείλουν αυτό που τους συνέβη, είτε γιατί ο δράστης είναι ένα πρόσωπο “κύρους” το οποίο προστατεύει ο οικογενειακός και κοινωνικός περίγυρος. Και εκεί ακριβώς οφείλουμε να εστιάσουμε ως κοινωνία: στο μέγεθος της πρόκλησης για την αναγνώριση και την καταγγελία του φαινομένου της σεξουαλικής κακοποίησης στα άτομα με νοητική αναπηρία. Δυστυχώς, η Ελλάδα δεν είναι από τις χώρες που μπορεί να επαίρεται για την προστασία του αναφαίρετου δικαιώματος του σεβασμού της σωματικής και πνευματικής ακεραιότητας των ατόμων με νοητική αναπηρία. Οπως δεν μπορεί να επαίρεται και για την ισότιμη πρόσβασή τους στη δικαιοσύνη. Γι’ αυτό και οφείλουμε να εκπαιδεύσουμε την κοινωνία, όπως και να ενημερώσουμε και να ευαισθητοποιήσουμε τους επαγγελματίες κοινωνικής αρωγής, αλλά και τα ίδια τα άτομα με νοητική αναπηρία και το υποστηρικτικό τους περιβάλλον, ώστε να αναγνωρίζουν και να καταγγέλλουν τη σεξουαλική κακοποίηση.