Μαζεύουν σιγά-σιγά τα τραπεζοκαθίσματα, οι ομπρέλες αποσύρονται σταδιακά, και κάποια μπόρα στα ψηλότερα δεν είναι πλέον δροσιά αλλά προανάκρουσμα των επόμενων μικρών ημερών. Αποσύρονται οι φωνές από τις αμμουδιές, μένουν μονάχα έρμαια κάτι σπασμένες πλαστικές καρέκλες, σακούλες νάιλον, κάποιες ψάθες που ολοκλήρωσαν την αποστολή τους. Στους λίγο πριν πολυσύχναστους δρόμους των μικρών πόλεων έχουν αρθεί οι απαγορεύσεις της κυκλοφορίας και τα μαγαζιά με τα γλυκά του κουταλιού, τα μέλια και τα αναμνηστικά έχουν βγάλει έξω στο δρόμο καρέκλες, καιρός να μιλήσουν μεταξύ τους πλέον οι γείτονες, οι ξένοι που απέμειναν στη βόλτα είναι όλο και πιο λίγοι.
Έτσι αποσύρεται ο καιρός, μετατρέπεται σε ένα ακόμη παρελθόν, ένα τέλος. Το ίδιο και το φως. Γίνεται λιγότερο, αλλάζει χρώματα και αποχωρεί νωρίτερα.
Πόσο αλλιώς ήταν τρεις μήνες, τέσσερις πριν! Η ίδια ερημιά στις εξοχές, οι παραλίες με λιγοστούς πιστούς, τα μαγαζιά ακόμα κλειστά και οι καρέκλες στους δρόμους έξω, σε δρόμους με ελάχιστους ξένους. Αλλά τότε όλα ήταν μπροστά. Ακόμα κι οι βροχές μύριζαν αλλιώς. Δεν σε τρομοκρατούσαν.
Κάπως έτσι γίνεται πάντα με όλες τις πορείες. Κι αν πούμε, όπως λέμε πάντα, πως αυτός είναι ο αέναος κύκλος της ζωής, κι αν εξαντλήσουμε όλες τις δόσεις αισιοδοξίας που διαθέτουμε στις εφεδρείες της σκέψης μας, και πάλι δεν θα γλιτώσουμε από τη λύπη των απωλειών. Γιατί το καλοκαίρι υποσχέθηκε μια αθανασία. Και τώρα δείχνει ανίκανο να υπερασπίσει τις υποσχέσεις του. Κι εμείς τότε δεν είχαμε μυαλό παρά για τρεχούμενα νερά, γαλάζιες και πράσινες ημέρες και αναστολή χρεών πάσης φύσεως. Εύπιστοι σε κάθε προσδοκία που μας παρείχε.
Πάντα όμως έρχεται η εποχή των λογαριασμών. Οι γιορτές λαμβάνουν τέλος, ό,τι θεωρήθηκε αθάνατο κι απαραβίαστο αποδεικνύεται θνητό και ευάλωτο και όλα τα σχέδια, ακόμα κι αν δεν αποδείχτηκαν πλάνες, έρχεται ο καιρός να δοκιμάσουν την αντοχή τους σε δυσκολότερες, έως αντίξοες συνθήκες. Σ’ αυτά τα δύσκολα, καμιά φορά κι οδυνηρά φθινόπωρα, επαληθεύονται (ή διαψεύδονται) οι όρκοι που δόθηκαν στις αίθριες. Κι αν κάθε τέλος εποχής είναι η αρχή μιας άλλης, κανένας δεν ξέρει αν αυτή η άλλη θα είναι καλύτερη, ξέρει όμως πως το τέλος είναι τέλος, με όλη τη λύπη που περιέχεται σε ένα τέλος. Γιατί εκεί, στο απόγευμα, λίγο πριν σβήσει εντελώς το φως, την ώρα της μετάβασης από τη μια κατάσταση στην άλλη, έρχονται οι πιο δύσκολες σκέψεις. Και θέλεις δύναμη και κουράγιο να τις περάσεις χωρίς θανάσιμο τραυματισμό.
«Γυρίσαμε πάλι στο φθινόπωρο, το καλοκαίρι/σαν ένα τετράδιο που μας κούρασε γράφοντας μένει/γεμάτο διαγραφές αφηρημένα σχέδια/στο περιθώριο κι ερωτηματικά, γυρίσαμε/στην εποχή των ματιών που κοιτάζουν/στον καθρέφτη μέσα στο ηλεκτρικό φως/σφιγμένα χείλια κι οι άνθρωποι ξένοι/στις κάμαρες στους δρόμους κάτω απ’ τις πιπεριές/καθώς οι φάροι των αυτοκινήτων σκοτώνουν/χιλιάδες χλωμές προσωπίδες./ Γυρίσαμε· πάντα κινάμε για να γυρίσουμε/στη μοναξιά, μια φούχτα χώμα, στις άδειες παλάμες...».
Είναι Σεφέρης βέβαια, και τον αναζήτησα (πάλι) μες στη μελαγχολία της επιστροφής, της γενικής μελαγχολίας του «τέλους των διακοπών» -για τους απανταχού της Γης δεσμώτες της «παραγωγής», των « ωραρίων» και των «κουτιών» της μεγαλούπολης, τσιμεντούπολης στα καθ’ ημάς απ’ ό,τι ακούω και διαβάζω... Μες στη μελαγχολία της μισοάδειας Αθήνας-μετά «τις θαλασσινές σπηλιές «και «τ’ ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού»- όπου το γκρίζο διαχέεται ως τις πλάκες των πεζοδρομίων, όταν δεν τις βαραίνει, κάνοντάς τες αόρατες, το πλήθος!
Η θάλασσα είναι μολυβιά και τυρκουάζ το φθινόπωρο, στα πόδια των βουνών όπου τα κυκλάμινα ανθίζουν, κι εσύ να πρέπει να την αφήσεις, να πεις «τέλος» και να γυρίσει εδώ, στη μεγάλη πόλη, όπου τα σπίτια μισάνοιχτα ετοιμάζονται σιγά - σιγά για τη σιωπή του χειμώνα... Τα κοιτάζω απέναντι, τις τέντες που ανεβαίνουν, τα τζάμια που κλείνουν, κάτι πλαστικές σακούλες, κάτι ρούχα που ανεμίζουν, ένα ποδήλατο, μια άσπρη καρέκλα, μια βιαστική ανθρώπινη φιγούρα, ένας σκύλος - μια ποίηση υγρή και θολή σαν ομίχλη διαχέεται παρ' όλα αυτά στην ατμόσφαιρα, γλιστράει ως κάτω στα πεζοδρόμια...
Αντίδοτο, προς στιγμήν, στη ζούγκλα και τις αμέτρητες μικρές και μεγαλύτερες ζούγκλες, όπου μας οδηγούν η ειδησεογραφία και η αναπαράστασή της σε εικόνα· και όπου το πιο άγριο, το πιο διψασμένο για σάρκα και αίμα θηρίο τους είναι το χρήμα... Με κάτι τεράστια ρουθούνια που οσμίζονται τα πάντα, που σε αρπάζει στα γαμψά του νύχια, σε κάνει δούλο του, σε μεταλλάσσει, βγάζοντάς σου τη γλώσσα. «Money... money... money...», τραγουδούσε στο «Καμπαρέ» η Λίζα Μινέλι. «Το χρώμα του χρήματος», θυμάμαι τον τίτλο της μεγάλης κινηματογραφικής επιτυχίας του Χόλιγουντ...
Φθινόπωρο, το αισθάνεσαι πια να κατεβαίνει και στην γκρίζα Αθήνα -το είδα προχθές στα πρώτα μπουκετάκια με κυκλάμινα του βουνού στο καλαθάκι της Ελένης, στη γνωστή γωνιά της, στο Σύνταγμα... Και στις σταγόνες της πρώτης περαστικής βροχής. «Άξιον εστί της μικρής βροχής το λυπημένο πρόσωπο», θυμάμαι και κλείνω μ’ αυτόν τον στίχο του Ελύτη σήμερα.
* Ο Βαγγέλης Πάλλας είναι δημοσιογράφος, Freelancer. Διαπιστευμένος στην Ε.Ε. - Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και βραβευμένος για άρθρα του από την Ε.Ε.
Pallas.eu@gmail.com