Η Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών αποτελεί την πλέον υψηλόβαθμη νομική σχολή στη χώρα μας. Ακολουθεί σε μόρια η αντίστοιχη Νομική Σχολή της Θεσσαλονίκης και έπεται της Κομοτηνής. Σίγουρα, έχει προβληματίσει πολλούς γονιούς και φοιτητές ο λόγος ύπαρξης αυτού του φαινομένου και το αν υπάρχει ισότητα των τριών πτυχίων.
Οι λόγοι που έχει καθιερωθεί αυτή η πρωτιά είναι περισσότερο τυπικοί παρά ουσιαστικοί. Ανέκαθεν, υπήρχε, η λανθασμένη κατ’ εμέ, αντίληψη στην κοινωνία, ότι η Νομική Αθήνας έχει μεγαλύτερο κύρος, καλύτερους καθηγητές, υψηλότερο επίπεδο γνώσεων και προσφέρει πιο «δυνατό και βαρύ» πτυχίο έναντι των υπολοίπων Νομικών Σχολών. Συνήθως, οι καθηγητές των Αθηνών διατελούν ή διετέλεσαν μέλη κυβερνήσεων, υπουργοί, βουλευτές, πολιτικά
πρόσωπα, γεγονός αρκετό, για πολλούς, να συνδυαστεί με την καλύτερη ποιότητα. Άλλα αίτια αφορούν την ηλικιακή πρωτιά του Πανεπιστημίου Αθηνών, την στέγασή του στην πρωτεύουσα της χώρας, στο κέντρο λήψεως αποφάσεων και τη συγκέντρωση μεγάλου αριθμού φοιτητών λόγω μεταγραφών.
Όλοι αυτοί οι λόγοι έχουν δημιουργήσει μια ψευδαίσθηση στην κοινωνία, η οποία έχει εμποτιστεί στον υποψήφιο φοιτητή. Η ίδια η πραγματικότητα, όμως, δυστυχώς ή ευτυχώς, αναιρεί τον ψευδεπίγραφο κανόνα που έχει δημιουργήσει η μακροχρόνια νοοτροπία μιας αναχρονιστικής θεωρίας, βασισμένη σε ιδιοτέλειες κύκλων που επιδιώκουν την ανωτερότητα της Αθήνας εις βάρος των άλλων Νομικών Σχολών.
Η βιωματική εμπειρία των φοιτητικών μου χρόνων στην Νομική Σχολή της Αθήνας, επιβεβαίωσε εκ βάθους την αντίληψη που επικρατεί. Πολύ δε, περισσότερο, ενίσχυσε την προσωπική μου πεποίθηση της ουσιαστικής ισότητας και ισοτιμίας των τριών σχολών. Αποκαθηλώθηκε στην συνείδηση μου ο μύθος περί ανωτερότητας και υψηλοτέρου κύρους της Νομικής Σχολής Αθηνών.
Ως εκ τούτου, τα περιστατικά που λαμβάνουν χώρα τα τελευταία χρόνια στην Νομική Αθηνών, κατατάσσοντάς την συστηματικά πρωτοσέλιδο αρνητικών ειδήσεων στον εγχώριο και διεθνή Τύπο, καταρρίπτουν συθέμελα αυτόν τον κανόνα. Προφανώς, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει και να λησμονήσει τις διακρίσεις των φοιτητών της Σχολής Αθηνών σε διεθνείς διαγωνισμούς, όπως επίσης και την κατάταξη του Ε.Κ.Π.Α στα 500 καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου. Το γεγονός αυτό, όμως, είναι διαφορετικό από την ανωτερότητα της Νομικής Αθήνας εις βάρος των υπολοίπων Νομικών Σχολών, αφού άριστους φοιτητές γαλουχούν όλες οι Σχολές της χώρας. Εν πάσει περιπτώσει, τα αρνητικά σχόλια για την Νομική Αθήνας είναι δυστυχώς πλείστα. Πολλών εξ’ αυτών υπήρξα και εγώ, ως φοιτητής, αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας.
Εισήχθην στην Νομική Αθηνών τον Οκτώβριο του 2009, μεταγραφόμενος λόγω πολυτεκνικής ιδιότητας από την Νομική Κομοτηνής. Από το πρώτο ακαδημαϊκό εξάμηνο, ξεκίνησαν καταλήψεις με κύριο αίτημα τη «μπουγάτσα». Οι γνωστοί άγνωστοι ανέστελλαν την εύρυθμη λειτουργία της Σχολής για χάριν γούστου. Γιαλαντζί επαναστάτες δρούσαν ως βασιλικότεροι του Βασιλέως και οι μειοψηφίες επικρατούσαν των πλειοψηφιών. Ανήκουστο! Οι εξεταστικές αναβάλλονταν, τα εξάμηνα παρατείνονταν και οι εκπρόσωποι των φοιτητών θεωρούσαν πρωτοπορία κάθε τι αρνητικό. Οι καταλήψεις ξεπερνούσαν τους τρεις μήνες από το πρώτο κιόλας έτος. Ούτε επί υπουργίας Αρσένη έτσι. Λαθρομετανάστες υποβοηθούνταν από πολιτικούς φορείς να εισέρχονται και να εγκαθίστανται για μήνες στη σχολή χωρίς αντιδράσεις. Ο πρύτανης του Πανεπιστημίου έπαιζε θέατρο, μεταφορικά και κυριολεκτικά. Η αστυνομία κατηγορούσε αλλήλους για «δεμένα χέρια». Ακόμη, το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας αποτέλεσε λόγο πολύμηνης αναστολής της λειτουργίας της Σχολής Αθηνών (ακραιφνώς ακαδημαϊκό ζήτημα). Σε κάθε στάση εργασίας, διαδήλωση, απεργία συνδικάτων και πολιτικό γεγονός, ακυρώνονταν μαθήματα.
Είμαι βέβαιος ότι η λήθη του χρόνου έχει σκεπάσει και άλλα περιστατικά απείρου κάλλους και ακαδημαϊκού πολιτισμού στην «πρώτη» Νομική της χώρας. Αναλαμβάνοντας το ρίσκο της γραφικότητας και της υπερβολής, υπολογίζεται ότι χάθηκαν περισσότεροι από τους μισούς μήνες διδασκαλίας αυτά τα χρόνια.
Σήμερα, προ ολίγων ημερών ζήσαμε παρόμοια περιστατικά ανυπαρξίας κράτους και επιβολής μειοψηφιών στο χώρο της Νομικής Σχολής Αθηνών. Δεν αποτελεί, δηλαδή, το φαινόμενο παρελθόντα χρόνο αλλά είναι υπαρκτό πρόβλημα που σκοπίμως δεν λύνεται. Οι φοιτητές βρίσκονται όμηροι μειοψηφιών, οι γονείς πληρώνουν -όσοι μπορούν- και η Πολιτεία συντηρεί αυτά τα φαινόμενα ή τουλάχιστον δεν τα καταστέλλει.
Τέλος, αναλογιζόμενος όλα τα πεπραγμένα στην Νομική της Αθήνας και λαμβάνοντας εικόνα και από τα δύο άλλα πανεπιστήμια της χώρας μας, καταλήγω αβίαστα στο λογικό συμπέρασμα, ότι άδικα η Νομική της Αθήνας έχει καθιερωθεί στην αντίληψη της κοινωνίας και στην κοινή γνώμη ως καλύτερη ή ποιοτικότερη Νομική Σχολή συγκριτικά με τις αντίστοιχες της Θεσσαλονίκης και της Κομοτηνής. Τουναντίον, οι ιθύνοντες και «παροικούντες την Ιερουσαλήμ» θα πρέπει να λογοδοτήσουν για την άναρχη κατάσταση που επικρατεί στη Σχολή, να πάρουν δραστικά μέτρα προστασίας των φοιτητών και να απαλλάξουν επειγόντως τη Σχολή από τα πολιτικά συμφέροντα και τον κομματικό προπαγανδισμό. Αν δεν αλλάξει νοοτροπία η τριτοβάθμια εκπαίδευση και η παιδεία εν γένει, δεν πρόκειται να βγει από τον κυκεώνα της πνευματικής κρίσης.