Πιστεύω όμως βαθύτατα ότι δεν υπάρχει κανένα παράδοξο, αλλά τα όσα συνέβησαν τους τελευταίους μήνες είναι αποτέλεσμα της επίδρασης που είχε στην κοινωνία η συστηματική ιδεολογική και πολιτική προπαγάνδα των νεοφιλελεύθερων κέντρων. Πρόκειται για μια καλά οργανωμένη προσπάθεια στην οποία συμμετείχαν τόσο τα κόμματα εξουσίας και οι κατά καιρούς δορυφόροι του συστήματος, όσο και τα μέσα μαζικής προπαγάνδας. Δεν χρειάζεται κάποιος να αναζητήσει… συνωμοσίες πίσω από αυτή την υπόθεση. Τα πράγματα είναι απλά: Η επίθεση που ξεκίνησε στην ελληνική κοινωνία και οικονομία εδώ και 5 χρόνια είναι συμβατή με την ιδεολογική πλατφόρμα που είχαν υιοθετήσει τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και η ΝΔ, η οποία με τις όποιες διαφορές κινείται στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού νεοφιλελευθερισμού. Και συμπίπτει με επιχειρηματικά συμφέροντα που φρόντισαν πολύ γρήγορα να ελέγξουν το σύστημα της ενημέρωσης. Καμία έκπληξη λοιπόν και δεν χρειάζεται να ψάχνει κανένας ποιοι δημοσιογράφοι πέρασαν από… σεμινάρια. Το μήνυμα της «κοινής λογικής» που πρεσβεύει ο νεοφιλελευθερισμός είναι απλό και εύληπτο, η λογιστική αποτίμηση της οικονομίας με τη θεωρία του περιπτέρου και του οικογενειακού προϋπολογισμού μετατρέπει την πολιτική σε θεραπαινίδα των «αγορών».
Η επίθεση βασίστηκε στο φόβο: Ισχυρότατες δόσεις επερχόμενου Αρμαγεδδώνα αν δεν εφαρμοστούν οι πολιτικές που συμπυκνώθηκαν στη λέξη «μνημόνιο», καταστροφή, πείνα, εμφύλιος, εθνικοί κίνδυνοι, έστειλαν κόσμο και κοσμάκη στην κατάθλιψη. Κάποιοι αυτοκτόνησαν άλλοτε από αδιέξοδο και άλλοτε από φόβο. Αλλοι προσπαθούν να το αντιμετωπίσουν με αντικαταθλιπτικά. Και πολλοί, μα πάρα πολλοί φοβούνται ότι κάτι κακό θα τους συμβεί αν δεν συμφιλιωθούν με την ιδέα ότι χρειάζεται «κάθε θυσία για παραμονή στο ευρώ».
Αν ο φόβος «έκλεψε» την ψυχή των ανθρώπων, υπάρχουν τρεις ιδεολογικοί πυλώνες που χτίστηκαν συστηματικά για να τον «νομιμοποιήσουν» στην κοινωνική συνείδηση: Ο πρώτος είναι αυτός που ισχυρίζεται πως «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση»: Χρωστάμε, θα πληρώσουμε διαφορετικά… θα πάμε φυλακή. Και αφορά φυσικά τα οικονομικά μεγέθη. Ο δεύτερος είναι η αιτία του χρέους: «Μαζί τα φάγαμε» κατά την χυδαία εκδοχή του Πάγκαλου που υιοθετήθηκε στην προσπάθεια να ενοχοποιηθεί ο πολίτης για τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό και να «εντυπωθεί» η αντίληψη στην κοινωνία ότι αιτία των δεινών της είναι το Δημόσιο. Ο τρίτος είναι η αποδόμηση των «κεκτημένων»: Φταίνε οι συμβάσεις γιατί εμποδίζουν την επιχειρηματικότητα, φταίνε οι διάφορες ομάδες που έχουν προνομιακή μεταχείριση και εμποδίζουν την εξυπηρέτηση του πολίτη και τον ανταγωνισμό, με αποτέλεσμα να πληρώνονται ακριβά υπηρεσίες και προϊόντα.
Παίζοντας και με τους τρεις πυλώνες στο έδαφος μιας δημόσιας διοίκησης στην οποία τα φαινόμενα διαφθοράς είναι εκτεταμένα, ενός φορολογικού συστήματος που αφήνει ασύδοτη την απάτη και ορισμένων συντεχνιακών φαινομένων που παράγουν αναμφισβήτητα απαξία, στο έδαφος του φόβου χτίστηκε μια κοινωνική συνείδηση με ενσωματωμένα όλα τα χαρακτηριστικά του κοινωνικού ανταγωνισμού και της γενικευμένης απαξίας σε ό,τι είχε παλαιόθεν αναφορά η Αριστερά. Η οποία ήταν απούσα σε αυτό το έδαφος, αφήνοντας το νεοφιλελευθερισμό να κάνει ιδεολογικό και πολιτικό πάρτι.
Η νέα κοινωνική συνείδηση δεν δημιουργήθηκε σε μια ημέρα: Χρειάστηκε το «σοκ και δέος» των μέτρων και της αστυνομικής καταστολής για να καμφθεί το κίνημα των «αγανακτισμένων» και να περάσει στην κοινή αντίληψη η πεποίθηση ότι «δεν γίνεται τίποτε με τους αγώνες».
Η νέα κοινωνική συνείδηση δεν αφορούσε μόνο όσους ψήφιζαν κόμματα που υιοθετούσαν το ένα πίσω από το άλλο μνημονιακές πολιτικές. Αφορούσε το σύνολο των πολιτών, ακόμη και αυτών που διαφωνούσαν αλλά ήλπιζαν ότι μπορεί να μην είναι και έτσι. Χωρίς να είναι διατεθειμένοι να χάσουν και να ρισκάρουν στους δρόμους και σε αχαρτογράφητες εξελίξεις. Αυτή η ελπίδα θέριεψε το πολιτικό υποκείμενο που την επαγγέλθηκε σηκώνοντας από την αρχή πολιτικά και κοινωνικά το βάρος των αντιδράσεων. Ως σύνθημα έδωσε ένα υψηλό ποσοστό στις εκλογές του Γενάρη μέσα σε ένα τρομακτικό κλίμα φόβου. Αν δεν υπήρχε αυτός ο παράγοντας, το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ θα υπερέβαινε κατά πολύ το 50%. Μια εκτίμηση (υποθετική φυσικά) που θα πρέπει να συνυπολογιστεί στη συζήτηση για το εκλογικό αποτέλεσμα του Σεπτέμβρη.
Ακολούθησαν τα όσα ακολούθησαν από τις εκλογές του Γενάρη μέχρι την υπογραφή συμφωνίας. Μεσολάβησε ένα δημοψήφισμα στο οποίο ουσιαστικά εκφράστηκε με άλλο τρόπο η «ελπίδα». Με ένα όχι που έδειξε «διάθεση» όχι όμως και πρόθεση για σύγκρουση, κάτι το οποίο αποδείχθηκε εκ των πραγμάτων.
Με την υπογραφή της συμφωνίας ουσιαστικά κατέρρευσε η πολιτική αφήγηση του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά στο έδαφος της τεράστιας ιδεολογικής επίδρασης που είχε στην κοινωνική συνείδηση και των ψηφοφόρων του η εκστρατεία φόβου, διατηρήθηκε η πολιτική επιρροή καθώς υιοθετήθηκε ό,τι είχαν στο μυαλό τους οι πολίτες όλο αυτό τον καιρό και περιγράφηκε νωρίτερα.
Θα φανεί αιρετικό και περίεργο αλλά διατείνομαι ότι η ριζική μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με την πολιτική του αφήγηση εναρμονίστηκε με την υποδορίως διαμορφωμένη πεποίθηση υπό το κράτος του φόβου στο πολύ μεγάλο τμήμα της επιρροής του. Που υιοθέτησε ασμένως τα επιχειρήματα που ακούει 5 χρόνια στην τηλεόραση ως «οικεία», αναζητώντας κάθε φορά το δικό του άλλοθι ο καθένας, αν το χρειαζόταν πολιτικά ή στον κοινωνικό του περίγυρο ή για να πείσει τον εαυτό του: Παλέψαμε αλλά δεν μπορέσαμε, να μην γίνει πρωθυπουργός ο Μεϊμαράκης, θα εφαρμοστεί κοινωνικά δικαιότερα το μνημόνιο, να φύγουν εκείνοι που κατέστρεψαν τη χώρα, να μην είναι η Αριστερά παρένθεση και πολλά άλλα που συναντά κάποιος στην καθημερινότητα.
Φυσικά στη διαμόρφωση του αποτελέσματος έπαιξαν ρόλο πολλοί παράγοντες, η αναζήτηση των οποίων εκφεύγει των ορίων του παρόντος σημειώματος. Σημειώνοντας ότι τα όσα προαναφέρθηκαν δεν συνιστούν ούτε «ψόγο» ούτε απαξία για την επιλογή του καθενός αλλά μια προσπάθεια «ερμηνείας του παράδοξου» που πιθανολογώ ότι θα σημαδέψει και το επόμενο διάστημα τις πολιτικές και κοινωνικές συμπεριφορές πέρα από «προφητείες», θα πρέπει να σημειώσω ότι: Ολη αυτή η ιστορία λειτούργησε πρωτίστως ως παγίδα για όσους συνεργάστηκαν για να την στήσουν στους άλλους εδώ και μια πενταετία. Νέα Δημοκρατία, Ποτάμι ακόμη και ΠΑΣΟΚ κραυγάζοντας «φέρε συμφωνία» ποντάροντας στο φιάσκο, αποτέλεσαν το καλύτερο στήριγμα του Αλέξη Τσίπρα αφού την έφερε, «έσωσε» τη χώρα από το Grexit και άφησε τους «υποτακτικούς» στα κρύα του λουτρού. Εξουδετέρωσε αντιμνημονιακές φωνές (ΛΑΕ) που στην πράξη φάνηκε να υιοθετούν όλα αυτά που «φοβάται» διαρκώς η κοινωνία εδώ και 5 χρόνια. Και έστειλε στο σπίτι του τον απογοητευμένο κόσμο, κυρίως αυτόν που αναζητεί ένα ελκυστικό, πειστικό και οραματικό πολιτικό υποκείμενο της Αριστεράς το οποίο θα μπορέσει να σηματοδοτήσει το «νέο» με ριζοσπαστικούς όρους, πρόσωπα, πρακτικές και προγραμματικό λόγο που θα βλέπει στο αύριο και δεν θα μπαίνει στη λογική της διακυβέρνησης «αύριο το πρωί».
Εν κατακλείδι αυτά αφορούν τους καθημερινούς ανθρώπους και όχι εκείνους που κινούνται εντός των ορίων πάσης φύσεως μηχανισμών (κόμματα δομημένα πλην ΚΚΕ -και ανεξαρτήτως λειτουργιών- δεν υπάρχουν τουλάχιστον αυτή την εποχή) και εκ των πραγμάτων αποδέχονται την πολιτική και επικοινωνία όπως διαμορφώνεται από τις ομάδες ή συλλογικότητες που τους διευθύνουν (τους μηχανισμούς). Χωρίς να αποτελεί αυτό μομφή, αλλά μια ανάγνωση «τρίτου» για την πραγματικότητα στο πολιτικό σύστημα. Η πολιτική δράση είναι προαπαιτούμενο για μια κοινωνία που λειτουργεί οργανωμένα και τα κόμματα οφείλουν να επιβεβαιώνουν το ρόλο τους ως «πυλώνες δημοκρατίας», διαφορετικά η αποσύνθεση έρχεται όλο και πιο κοντά.
Οι αντιπαραθέσεις δεν με αφορούν, αντιλαμβάνομαι ότι είναι μάταιο να προσπαθείς κάποιες φορές να γεφυρώσεις τα χάσματα που ανοίγουν και ας διαβεβαιώνει ο εθνικός ποιητής ότι «το χάσμα π' άνοιξ' ο σεισμός κι ευθύς εγιόμισ' άνθη».
Με την αγάπη μου για όσους κρατούν το αναγκαίο στην πολιτική ήθος...