Εδώ και χρόνια από τις στήλες της “Ελευθερίας” επισημαίνω την ανάγκη υποστήριξης των προσπαθειών ανάδειξης των αρχαιοτήτων των Ελληνικών και της ευρύτερης περιοχής της Θουρίας. Η επιμονή έχει να κάνει πέραν των άλλων και με το γεγονός ότι οι αρχαιότητες βρίσκονται στον πατρογονικό τόπο και από τα μικρά μας χρόνια ακούγαμε ιστορίες περίεργες για τάφους που έχουν συληθεί και μεγάλα μυστικά που κρύβονται κάπου εκεί τριγύρω που παίζαμε ή κυκλοφορούσαμε. Από τα (εμφανή) Λουτρά που ήταν οι σταφίδες της οικογένειας, μέχρι την Αγία Ειρήνη (Αίπεια) δίπλα στο σπίτι του παππού, όπου δίπλα της κρυβόταν ο μεγάλος ηγεμονικός θολωτός μυκηναϊκός τάφος και τον Αγιάννη στο παλιό χωριό (Φαρμίσι) που ανεβαίναμε το Πάσχα, όπου βρέθηκε το Ασκληπιείο. Πρόκειται για μια περιοχή μοναδικής φυσικής ομορφιάς με απέραντη θέα προς το μεσσηνιακό κάμπο. Και εδώ θα πρέπει να υπενθυμίσω και την πρώτη επισήμανση που έχει γίνει από την αρχή των δημοσιευμάτων σε σχέση με τις αρχαιότητες που ανακαλύφθηκαν τα τελευταία χρόνια: Η φυσική ομορφιά του τοπίου θα πρέπει να προστατευτεί από τις περί “αξιοποίησης” αντιλήψεις που συνεπάγονται μεγάλης κλίμακας επεμβάσεις οι οποίες καταστρέφουν το “φυσικό χώρο” των μνημείων”. Η πρόσβαση είναι σχετικά δύσκολη και όταν ο χώρος καταστεί επισκέψιμος, είναι βέβαιο ότι το πρόβλημα θα πρέπει να αντιμετωπιστεί οργανωμένα για να μην γίνει η περιοχή “κόλαση”. Κάποιοι μπορεί να θεωρήσουν την επισήμανση πρόωρη, αλλά θεωρώ ότι ορισμένα ζητήματα θα πρέπει να αντιμετωπίζονται πολύ ενωρίς έτσι ώστε να δίνονται βιώσιμες λύσεις. Οσο η αρχαιολογική σκαπάνη φέρνει στο φως νέα ευρήματα, τόσο αυξάνεται το ενδιαφέρον, γεγονός που διαπιστώνεται άμεσα από όσους ασχολούνται με την ηλεκτρονική πληροφόρηση.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να εξάρουμε την προσπάθεια που κάνει η δρ. Ξένη Αραπογιάννη εδώ και χρόνια, που προΐσταται των ανασκαφών και προβάλλει με κάθε τρόπο την προσπάθεια προκειμένου να τύχει και του ανάλογου ενδιαφέροντος. Τα τελευταία χρόνα υπάρχουν σημαντικά ευρήματα στις έρευνες, καθώς εξελίσσεται η συστηματική ανασκαφή στο Ασκληπιείο και την περιοχή γύρω από αυτό, έχουν γίνει ανακοινώσεις για το θέμα και έχουν οργανωθεί επισκέψεις στο χώρο. Πριν από μερικούς μήνες έγινε και επίσημα η ανακοίνωση ότι “κατά τη διάρκεια περιήγησης στην περιοχή των Ελληνικών της Αρχαίας Θουρίας, στην επίπεδη κορυφή του υψώματος όπου τοποθετείται η αρχαία πόλη, εντοπίστηκαν μέσα σε ιδιόκτητα ελαιοπερίβολα τμήματα χαρακτηριστικών λίθινων μελών, τα οποία προέρχονται από εγκαταστάσεις αρχαίων ελαιοτριβείων”. Παρουσιάζοντας τα ευρήματα σε διάφορα σημεία η κ. Αραπογιάννη αποφαίνεται ότι “τα κατάλοιπα των αρχαίων ελαιοτριβείων που εντοπίστηκαν στην αρχαία πόλη της Θουρίας αποτελούν τους πρώτους ασφαλείς μάρτυρες της ελαιοκαλλιέργειας και της επεξεργασίας του ελαιοκάρπου στη Μεσσηνία κατά την αρχαιότητα. Απομένει η ανασκαφική τεκμηρίωση των μαρτυριών που μας προσέφερε η επιφανειακή έρευνα του χώρου, με την προσδοκία της αποκάλυψης μιας ολοκληρωμένης εγκατάστασης ελαιοτριβείου στην Αρχαία Θουρία”. Ενώ πριν λίγες ημέρες ανακοινώθηκε ότι “το αρχαίο θέατρο της Θουρίας, άγνωστο έως σήμερα, έφερε στο φως η ανασκαφή στην Αρχαία Θουρία. Η ανακάλυψή του, όπως τονίζει η διευθύντρια των ανασκαφών δρ. Ξένη Αραπογιάννη, αποτελεί κορυφαίο γεγονός για την αρχαία ιστορία της Μεσσηνίας αλλά και σημαντικό νέο κεφάλαιο στην επιστήμη της αρχαιολογίας. Το θέατρο χρονολογείται -κατά μια πρώτη εκτίμηση- στους πρώιμους ελληνιστικούς χρόνους”. Η απλή παράθεση αυτών των στοιχείων δείχνει ότι “κάτι σημαντικό” γίνεται σε αυτό το χώρο και δεν μπορεί παρά να μας ενδιαφέρει από διάφορες πλευρές.
Σε παλαιότερο κείμενο (από το 2010) σχετικά με την Αρχαία Θουρία σημείωνα ότι με την υπόθεση αυτή θα πρέπει να ασχοληθεί και ο Δήμος Καλαμάτας και να συγκροτηθεί ένα πλαίσιο ενεργειών “που θα φέρουν στο προσκήνιο τα ευρήματα που έχουν ήδη αποκαλυφθεί, αλλά και νέα που κρύβει η γη, πολλές φορές λίγα εκατοστά κάτω από το έδαφος. Η βεβαιότητα πηγάζει από ένα πλήθος γραπτών μαρτυριών από τους αρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα, που δείχνουν την πλούσια ανθρώπινη δραστηριότητα σε αυτή την περιοχή, η οποία συνεχίζεται αδιάλειπτα από τους προϊστορικούς μέχρι τους νεότερους χρόνους. Μυκηναϊκοί τάφοι, ρωμαϊκά μνημεία, εκκλησιαστικά σημάδια της Ενετοκρατίας, βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες συνθέτουν κομμάτι-κομμάτι την ιστορία της περιοχής. Αυτή η περιοχή αποτελεί μια αμύθητης αξίας προίκα της ιστορίας και θα πρέπει να συγκεντρώσει το ενδιαφέρον του Δήμου Καλαμάτας. Πρώτα απ' όλα για να μάθουν οι ντόπιοι -και κυρίως τα νέα παιδιά- ότι ο τόπος κουβαλάει βαρύ φορτίο εδώ και χιλιάδες χρόνια. Οτι έχει μια ιστορία που πρέπει να διδάσκεται στα σχολεία της περιφέρειας του νέου δήμου, ενσωματωμένη στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Πως πρέπει το ίδιο το σχολείο να φέρει τα παιδιά σε αυτούς τους αρχαιολογικούς χώρους, αντί να τα ξαμολάει στην Παραλία για καφέ. Αλλά πέρα από αυτά, για να αποτελέσουν οι αρχαιότητες έναν ισχυρό παράγοντα έλξης ειδικού τουρισμού, που τον έχει ανάγκη ο τόπος, αλλά και διέξοδο στις αναζητήσεις ενός κόσμου που θέλει να γνωρίζει την ιστορία της περιοχής στην οποία επιλέγει να περάσει τις ημέρες των διακοπών του”. Από το κείμενο αυτό δεν έχω να αλλάξω ούτε... κεραία, παραμένει πάντα επίκαιρο και θα είναι όσο οι άρχοντες του τόπου αφήνουν τα πράγματα να κυλάνε κατά πως τα πάει το ρεύμα.
Δεν χωράει καμία αμφιβολία ότι η Αρχαία Μεσσήνη είναι ένας σπουδαίος αρχαιολογικός τόπος, ο καθηγητής Πέτρος Θέμελης έχει επιτελέσει τεράστιο έργο εργαζόμενος χρόνια και χρόνια, έχει “στήσει” μια ολόκληρη πόλη και επιδιώκει να της δώσει ζωή με ένα πλήθος εκδηλώσεων που οργανώνει σε αυτή. Ο κ. Θέμελης όμως έχει κάνει και μια άλλη σπουδαία αρχαιολογική ανακάλυψη που θα έπρεπε να ενδιαφέρει άμεσα το Δήμο Καλαμάτας γιατί είναι σε άμεση γειτνίαση με τον αστικό ιστό. Πρόκειται για τον αρχαιολογικό χώρο των Ακοβίτικων, όπου ο αγαπητός στους Μεσσήνιους κ. καθηγητής με την ανασκαφή η οποία διενεργήθηκε στο διάστημα 22 Ιουλίου με 27 Αυγούστου 1968 έφερε στο φως: α) τη Β.Δ. πτέρυγα μεγάλου ορθογωνίου οικοδομήματος (τομέας Ι) και β) σχεδόν πλήρες μεγαρόσχημο οικοδόμημα (τομέας ΙΙ), σύμφωνα με πληροφορίες που συλλέξαμε από ειδικό ιστότοπο στο Διαδίκτυο. Στον οποίο σημειώνεται μάλιστα ότι “αν και ο αρχαιολογικός χώρος στα Ακοβίτικα θεωρείται από τους σπουδαιότερους της Μεσσηνίας, ανασκαφικές έρευνες μετά το 1970 δεν έχουν πραγματοποιηθεί. Ο αρχαιολογικός χώρος δεν έχει αξιοποιηθεί και ούτε είναι οργανωμένος. Είναι άγνωστος στο ευρύ κοινό, ενώ το χειμώνα λόγω έλλειψης προστασίας συχνά πλημμυρίζει”. Αυτή η περιγραφή δεν είναι μακριά από την πραγματικότητα και υπογραμμίζει την ανάγκη της ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου με τα δύο πρωτοελλαδικά μέγαρα και το ναό του Ποσειδώνα. Αλλά και της συνέχισης των ανασκαφών έτσι ώστε να αποκαλυφθούν πλήρως αυτά που κρύβουν η γη και οι... άνθρωποι. Ελάχιστοι άνθρωποι στην Καλαμάτα γνωρίζουν τον αρχαιολογικό χώρο και πολύ λιγότεροι τον έχουν επισκεφθεί. Και όμως είναι η αρχαιότερη μαρτυρία για τη ζωή σε αυτόν εδώ τον τόπο. Τα περί Πολιτιστικής Πρωτεύουσας φαντάζουν σπουδαία και τρανά, αλλά εδώ απουσιάζουν τα αυτονόητα. Οι επισημάνσεις αυτές για τα Ακοβίτικα γίνονται εδώ και πολλά χρόνια, αλλά καμία δημοτική αρχή δεν έχει πάρει πάνω της την υπόθεση της ανάδειξης.
Εν κατακλείδι: Η περιοχή του Δήμου Καλαμάτας έχει σπουδαία αρχαιολογικά μνημεία η πραγματική αξία των οποίων δεν έχει ακόμη εκτιμηθεί. Η υπόθεση χρειάζεται να βρεθεί στο κέντρο του ενδιαφέροντος της δημοτικής αρχής για λόγους που θα έπρεπε να θεωρούνται αυτονόητοι. Και οι λειτουργοί της εκπαίδευσης θα πρέπει να δουν με διαφορετικό τρόπο τη γνωριμία των μαθητών με την τοπική ιστορία...