Η αντίληψη του “παραδείσου” καλλιεργήθηκε εδώ και χρόνια ως δομικό στοιχείο της προσδοκώμενης τουριστικής ανάπτυξης, έγινε περισσότερο έντονη στην πρώτη φάση διεκδίκησης της “Πολιτιστικής Πρωτεύουσας” και λειτουργεί ως άλλοθι για την τοπική εξουσία καθόσον στον “παράδεισο” δεν χρειάζονται ριζικές τομές και μεγάλες επεμβάσεις που μπορούν να διαταράξουν την... ηρεμία του(ς). Τώρα βεβαίως την τουριστική ανάπτυξη την καταλαβαίνει ο καθένας διαφορετικά και ενεργεί κατά βούληση, καθόσον πέρα από τις μεγαλοστομίες δεν υπάρχει πολιτική σε αυτό τον τομέα. Και πολύ περισσότερο η υπόθεση δεν προσεγγίζεται με βάση πραγματικά στοιχεία αλλά με ιδεοληπτικές αντιλήψεις μέχρι σημείου παρεξηγήσεως (εντός ή εκτός εισαγωγικών) των πραγματικών προθέσεων. Γιατί όταν αντιλαμβάνεται κανένας έτσι τα πράγματα, αδιαφορεί για ένα πλήθος πραγμάτων τα οποία συμβαίνουν ή συνδέονται με αυτό τον τομέα. Μια λογική “αγιοποίησης” των πάντων αρκεί να είναι... τουρισμός με ό,τι συνεπάγεται αυτό, με αποτέλεσμα να υπάρχει διάχυτη μια λογική “ασυλίας” και μη μιλάς γιατί... κάνει κακό στον τόπο. Αυτά ως μια γενική αντίληψη των πραγμάτων στο έδαφος της βαθύτατης κρίσης και της ανεργίας που δίνουν περιθώρια για “πάρτι εκμετάλλευσης” της ανάγκης επιβίωσης των απασχολήσιμων. Σε έναν τομέα όπου πλέον δεν υπάρχουν κανόνες καθόσον δεν υπάρχει κανένας έλεγχος και κατά το λατρευτικόν της υπόθεσης “όλα ρυθμίζονται από την αγορά”. Επιστροφή λοιπόν στο αρχικό και στην υπόμνηση της τοποθέτησης πως δεν υπάρχει “πολιτική” για τον τομέα αυτό. Και την επισήμανση ότι η “ποιότητα ζωής” αποτελεί θεμελιώδες ζήτημα για τους ανθρώπους της πόλης και ακρογωνιαίο λίθο οποιασδήποτε πολιτικής προσέλκυσης επισκεπτών. Η αντιδιαστολή αναγκαία για να διευκρινιστεί η αφετηρία της σκέψης και η αναγκαία συνάφεια ενεργειών που θα πρέπει να κατατείνουν στην ικανοποίηση των αναγκών αυτών που κινούνται στην πόλη. Είτε ως μόνιμοι κάτοικοι, είτε ως επισκέπτες.
Ουκ ολίγοι βεβαίως εκστασιάζονται με την “ευρωπαϊκή” Καλαμάτα, πλην όμως κάπου μπερδεύουν το... ευρώ με τις πόλεις και την πολιτική των τοπικών αρχών. Σε σχέση με την παράδοση, την ιστορία, την αρχιτεκτονική, την κυκλοφορία, το πράσινο και γενικώς τη διαχείριση του μεγάλου θέματος “πόλη και άνθρωπος”. Ως εκ τούτου “ευρωπαϊκή” δεν θα γίνει η Καλαμάτα όσες πλάκες και αν απλώσουν οι δήμαρχοι σε δρόμους και πλατείες, αν συνεχίσει να κρατάει θαμμένα τα στοιχεία της προγονικής πόλης κάτω από το τσιμέντο. Μόλις προσφάτως στην “Ελευθερία” και σε άρθρο του για την αρχαία πόλη των Φαρών ο καθηγητής Πέτρος Θέμελης υπενθύμισε ότι “ο αρχαιολόγος Νίκος Γιαλούρης, σε ανασκαφή που πραγματοποίησε το 1964/5 στην περιοχή της πλατείας της Υπαπαντής, έφερε στο φως τοίχους μεγάλου οικοδομήματος δημόσιου χαρακτήρα, διαστάσεων 100Χ20 μ. περίπου, κτισμένους με καλοδουλεμένα αγκωνάρια, που θα μπορούσαν να ανήκουν σε στοά της αγοράς ή στο Γυμνάσιο των Φαρών. Στην περιοχή της Υπαπαντής βρισκόταν, όπως φαίνεται, το κέντρο της αρχαίας πόλης με την αγορά και τα συναφή δημόσια οικοδομήματα γύρω της. Η ανασκαφή του Γιαλούρη στην πλατεία της Υπαπαντής έφερε στο φως και θραύσματα αγγείων Γεωμετρικών και Αρχαϊκών χρόνων. Ως το 1937, στην οδό Υπαπαντής σωζόταν και η λεγόμενη Μεγάλη Πηγάδα, κτισμένη με αρχαία αγκωνάρια”. Οταν ανακαλύφθηκαν οι αρχαιότητες στη νότια πλευρά της εκκλησίας, όχι μόνον δεν συνεχίστηκε σε όλη την περιοχή η ανασκαφική έρευνα, αλλά κουκουλώθηκαν τα ευρήματα και σκεπάστηκαν με τόνους χώματος και τσιμέντου. Και αν το κλίμα της εποχής το επέτρεψε παρά τις διαμαρτυρίες, σήμερα τα πράγματα θα έπρεπε να είναι πολύ πιο διαφορετικά και οι τοπικοί παράγοντες να κάνουν τα πάντα προκειμένου να περισωθούν τα ευρήματα για την αρχαία πόλη. Δυστυχώς όμως… εις ώτα μη ακουόντων η ανάδειξη του θέματος τα τελευταία χρόνια από τις στήλες της “Ελευθερίας”.
Και επειδή είναι λίγο ως πολύ γνωστό τι γίνεται αλλού, θα πρέπει να προσθέσουμε ότι η Καλαμάτα δεν θα γίνει “ευρωπαϊκή” πόλη όσο κρέμονται τα διατηρητέα κτήρια πάνω από τα κεφάλια των περαστικών. Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι σε μια πρώτη φάση μετά το σεισμό και χάρη στην σχετική προετοιμασία που υπήρχε, διασώθηκε από την κατεδάφιση το μεγαλύτερο μέρος των κτηρίων που κρίθηκαν ως τέτοια. Εγιναν κάποιοι αποχαρακτηρισμοί, αλλά ο βασικός όγκος διασώθηκε και από την πίεση που ασκήθηκε με διάφορους τρόπους. Την πρώτη περίοδο έγινε η ανακατασκευή σε πολλά κτήρια, αλλά από τότε υπήρχαν διαμαρτυρίες ότι τα μέτρα είναι ανεπαρκή και πολλά θα μείνουν ερείπια. Ετσι και έγινε με αποτέλεσμα σήμερα να εμφανίζεται η χειρότερη εικόνα στις περιοχές που δεν έχουν ιδιαίτερη εμπορική αξία έτσι ώστε να υπάρχει κίνητρο ανακατασκευής. Την ίδια τύχη φαίνεται ότι είχαν και κάποιες σκέψεις για τη χρήση κτηρίων ως ξενοδοχείων. Πρόκειται για ένα θέμα το οποίο ουδέποτε απασχόλησε την τοπική εξουσία μετά την πρώτη μετασεισμική περίοδο και τα μέτρα σχετικά με τη δανειοδότηση των ιδιοκτητών. Και δεν συζητήθηκε ως θέμα στα δημοτικά συμβούλια εδώ και 25 χρόνια περίπου. Το σημαντικότερο είναι το γεγονός ότι ακόμη και ο δήμος εγκατέλειψε τα κτήρια που είχε αγοράσει, ενώ την ίδια τύχη είχαν σημαντικά κτήρια ιδιοκτησίας του Δημοσίου. Να υπενθυμίσουμε την κατεδάφιση του αρχοντικού Κορφιωτάκη, του μοναδικού ουσιαστικά κτηρίου της εποχής της τουρκοκρατίας από εκείνα που χαρακτηρίζονταν ως “πύργοι” και είχαν κατασκευαστεί στην περιοχή περί το Φρούριο. Του οποίου η ανακατασκευή έχει σταματήσει στη μέση εδώ και 20 χρόνια με αποτέλεσμα να παραμένει γιαπί στο κέντρο της πόλης. Να υπενθυμίσουμε ότι έχει εγκαταλειφθεί το κτήριο του Γαλλικού Ινστιτούτου, από τα σημαντικότερα διατηρητέα της πόλης που έχει περιέλθει μάλιστα στο Δημόσιο. Να υπενθυμίσουμε την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το “Αχίλλειον” στην Αριστομένους. Και πολλά άλλα ακόμη σημαντικά κτήρια...
Η Καλαμάτα δεν θα γίνει “ευρωπαϊκή” πόλη όσο οι τοπικοί άρχοντες δεν ενεργούν με επίκεντρο τον πολίτη αλλά με βάση τις πιέσεις των ομάδων συμφερόντων. Η πόλη στις κρίσιμες περιοχές πρέπει να αποδοθεί στους πεζούς όπως γίνεται και στις περισσότερες πόλεις της Ευρώπης. Οι τοπικοί άρχοντες όμως κάνουν το ακριβώς αντίθετο... προσκαλώντας τα αυτοκίνητα στο κέντρο της πόλης. Αρνούνται να πεζοδρομήσουν την Αριστομένους στο τμήμα μέχρι την Φραντζή, αρνούνται να προχωρήσουν σε ριζική παρέμβαση στη Ναυαρίνου, αρνούνται να κάνουν την αναγκαία τομή για τη χάραξη ποδηλατόδρομων σύνδεσης της περιφέρειας με τον αρτηριακό. Πράγματα στο χώρο του αυτονόητου και λυμένα εδώ και δεκαετίες (τουλάχιστον) στις ευρωπαϊκές πόλεις, εδώ φαντάζουν ως αιτήματα “λοξών” που αποστέλλονται στο πυρ το εξώτερον καθόσον προέχει το συμφέρον εκείνων που θεωρούν ότι θίγονται από τέτοιες παρεμβάσεις. Τα πεζοδρόμια στις περισσότερες περιπτώσεις μόνον φιλικά δεν είναι για τους πεζούς: Παραμένουν στενά, καταλαμβάνονται με διάφορους τρόπους από αντικείμενα και γενικώς θεωρούνται προέκταση ιδιοκτησιών και όχι ζώνη ακώλυτης κυκλοφορίας των πεζών. Η κυκλοφορία των ανθρώπων με κινητικά προβλήματα είναι δύσκολη πέρα από τα κεντρικά πεζοδρόμια και όλοι βλέπουν τις δυσκολίες που συναντούν καθημερινά οι ίδιοι και οι συνοδοί τους. Με το πράσινο που “ανθεί” πολύμορφα στις ευρωπαϊκές πόλεις ασχοληθήκαμε στα δύο τελευταία σημειώματα και η αναφορά σήμερα έχει την έννοια της συμπλήρωσης των αναγκαίων. Τα οποία θα κλείσουμε με την αστική συγκοινωνία η οποία με διάφορα μέσα θεωρείται ως “εκ των ων ουκ άνευ” για μια πόλη που διεκδικεί να χαρακτηριστεί ως “ευρωπαϊκή”. Και για την οποία με εξαίρεση την “περιπέτεια” του τραμ, ουδείς διανοείται να ανοίξει τη συζήτηση.
Ναι, η πόλη έχει συγκριτικά πλεονεκτήματα αλλά δεν είναι “παράδεισος”. Χρειάζονται πολλές και ριζικές παρεμβάσεις για να αξιοποιηθούν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα προς όφελος των κατοίκων και των επισκεπτών. Και αν δεν γίνει αυτό, κάποια στιγμή τα πλεονεκτήματα θα εξανεμιστούν. Οι τεχνητοί “παράδεισοι” πάντα έχουν ένα τέλος...