Οχι φυσικά στη λογική εκείνων που ζητάνε κάθε ημέρα εκλογές πιστεύοντας ότι... θα έρθει η σειρά τους να σώσουν “το έθνος και το λαό” αλλά επειδή έτσι κι αλλιώς η προεκλογική περίοδος ξεκινάει πολύ ενωρίτερα από τη λήξη των προθεσμιών που ορίζονται συνταγματικά. Πολύ περισσότερο βεβαίως στην αυτοδιοίκηση καθώς οι εκλογές θα γίνουν το 2019 και μένει να μάθουμε “οριστικά” την ημερομηνία τους. Τα εισαγωγικά στο “οριστικά” υποδηλώνουν και τις αβεβαιότητες μέχρι την ψήφιση του νόμου που θα ρυθμίζει τα όσα αφορούν αυτή τη διαδικασία.
Μέχρι να οριστικοποιηθούν οι ρυθμίσεις και να δούμε το σύνολο των τοποθετήσεων επισήμως, θα πρέπει να κρατούμε ορισμένες επιφυλάξεις για το πλαίσιο στο οποίο θα είναι υποχρεωμένοι να κινηθούν οι ενδιαφερόμενοι. Και στο κατά πόσον θα υπάρχει ένα σαφές θεσμικό πεδίο ή θα έχουμε να κάνουμε με... εκλογές σε αναμονή. Οταν η κυβέρνηση προωθεί την αναλογική (κατά πόσον θα είναι απλή χωρίς βαρίδια μένει να το δούμε) και η αξιωματική αντιπολίτευση δηλώνει ότι θα την καταργήσει γιατί... θα γίνει κυβέρνηση μέχρι τις εκλογές, τότε έχουμε να κάνουμε με τον ορισμό της αβεβαιότητας. Ως εκ τούτου βεβαιότητες μπορεί να έχει μόνον το σύστημα εξουσίας των δημάρχων που αντιδρούν πεισματικά στην προοπτική της αναλογικής καθώς γνωρίζουν ότι θα πρέπει να μπουν στα δύσκολα. Στη λογική των συνεργασιών με την οποία όμως έχουν αλλεργική σχέση καθώς ολόκληρες θητείες έχουν εξασκηθεί στο ρόλο του αυτοκράτορα και του λόχου της πλειοψηφίας που τον ακολουθεί πιστά. Ανεξαρτήτως συστημάτων όμως, οι μόνοι που διαθέτουν “στρατούς” -και μάλιστα ετοιμοπόλεμους- είναι οι δήμαρχοι και κάποιοι πρώην δήμαρχοι που θέλουν να ξαναγίnουν... βεζύρηδες. Δεν πρόκειται για παρατάξεις, αλλά για συστήματα πολιτικής και κοινωνικής διαπλοκής με μηχανισμούς εξουσίας και σχέσεις εξάρτησης με μεγάλες κοινωνικές ομάδες. Εχοντας εξασφαλίσει το “βρέξει, χιονίσει” θα κατέβω, απλώς διεκδικούν το μέγιστο, δηλαδή τη σημερινή θεσμική λειτουργία βασισμένη στην “δικτατορία της πλειοψηφίας”. Το πρόβλημα υπάρχει στις δυνάμεις που καταπιέζει, εγκλωβίζει και τελικώς εξοστρακίζει το πολιτικό σύστημα που ζητεί κομματική στοίχιση και αντιστοίχιση σε μια αέναη ανατροφοδοσία του σχήματος “κεντρική εξουσία - αυτοδιοίκηση - κόμμα”.
Και αυτό είναι το κεντρικό ζήτημα: Οι ευκαιρίες που δεν δίνει το πολιτικό σύστημα σε δυνάμεις που μπορούν και θέλουν να προσφέρουν, τις οποίες και υποχρεώνει είτε να απέχουν, είτε να ενσωματώνονται στις “παρατάξεις” των “χρισμένων” (δημοσίως ή ατύπως). Και το δεύτερο είναι εξίσου σημαντικό στοιχείο, το οποίο μάλιστα αφορά και σε διαφορετικές κατηγορίες. Γιατί η έννοια “ανανέωση” στην αυτοδιοίκηση είναι άγνωστη. Οι δήμαρχοι στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων λειτουργούν δίνοντας την αίσθηση του “ισόβιου”, κάτι που τους επιτρέπει το σύστημα, καθώς όχι μόνον δεν ορίζει θητείες αλλά κάποια στιγμή που έβαλε (στους νομάρχες αν θυμάμαι καλά) το... ξαναπήρε πίσω.
Η ανανέωση δεν πρέπει να γίνεται αντιληπτή ούτε ως καραμέλα, ούτε ως τρικ για εκβιασμό εξελίξεων. Είναι μια αδήριτη ανάγκη σε εποχές που τα πράγματα αλλάζουν ραγδαία και ανατρέπουν διάφορα κλισέ του παρελθόντος. Ο πολιτικός χρόνος γίνεται όλο και πιο πυκνός, η κοινωνική αναδιάταξη γίνεται όλο και περισσότερο βίαιη και πολύπλοκη, η οικονομία έχει πέσει σε καθοδικά ρεύματα και αναταράξεις. Οι φράσεις αυτές αποτελούν μια συνοπτική καταγραφή των όσων ζούμε και οδηγούν εκ των πραγμάτων σε αναθεωρήσεις σχετικά με κρίσιμα ζητήματα τοπικής διοίκησης. Οι αναθεωρήσεις όμως δεν γίνονται παρά μόνον με αυτό που χαρακτηρίζουμε ως “φρέσκια ματιά”. Το ζήτημα δεν είναι απλώς κάποιες βελτιώσεις στη “μηχανή” για να αποδίδει καλύτερα, αλλά η ριζική αλλαγή αντιλήψεων σχετικά με τη θεσμική δημοκρατία, τη συμμετοχή του πολίτη, τη διεύθυνση των τοπικών υποθέσεων, τις ιεραρχήσεις και τους αναπροσανατολισμούς δράσεων. Και όλα αυτά βεβαίως δεν είναι ούτε ουδέτερα, ούτε χωρίς πολιτικό πρόσημο, ούτε απαλλαγμένα από συμφέροντα. Ως εκ τούτου από μόνη της η “ανανέωση” δεν απαντά σε κρίσιμα ζητήματα της κοινωνίας.
Μια συγκροτημένη απάντηση σχετικά με το μέλλον της πόλης και του δήμου απαιτεί τα πρόσωπα που θα την εκφράσουν. Ο πληθυντικός αναγκαίος κατ' αρχήν, γιατί μια διαφορετική αντίληψη για τη διαχείριση των υποθέσεων του δήμου απαιτεί δήμαρχο αλλά και συνεργάτες που θα εμφορούνται από ανάλογες αντιλήψεις, θα συνεργάζονται ισότιμα και θα προσφέρουν άνευ ανταλλαγμάτων. Ολα αυτά συνιστούν “εκ των ουκ άνευ” προϋπόθεση για οποιοδήποτε ανανεωτικό εγχείρημα. Το μοντέλο του δημάρχου-αφέντη αποτελεί πολιτικο-διοικητικό αναχρονισμό και τη χειρότερη μορφή γραφειοκρατικοποίησης της τοπικής διοίκησης. Η οποιαδήποτε “αμοιβή” ή “ανταμοιβή”, όπως έχει δείξει η πείρα από την πολιτική και την αυτοδιοίκηση, δημιουργούν εξαρτήσεις και απαιτούν πλήρη υποταγή, φθείρουν τελικά εκείνους που “βολεύονται” στα “προνόμια” του συστήματος εξουσίας.
Αυτονοήτως αυτοί που ενδιαφέρονται να διευθύνουν τις τύχες της πόλης και του δήμου θα πρέπει να έχουν και την ικανότητα να το κάνουν. Η διαπίστωση όμως τούτη δεν μπορεί να οδηγεί σε μια ελιτίστικη αντίληψη περί “ειδικών” στους οποίους και μόνον θα πρέπει να ανατεθεί η διοίκηση του δήμου και η πλαισίωση του βουλευόμενου σώματος. Σε μια κατακερματισμένη κοινωνία όλοι θα πρέπει να εκπροσωπούνται σε μια συνθετική διαδικασία που θα βλέπει μπροστά γεφυρώνοντας ή προσπερνώντας τις αντιθέσεις. Η επάρκεια του “ειδικού” δεν μπορεί παρά να συνυπάρχει με τη λαϊκότητα του “κοινωνικά ενεργού” και την ευαισθησία του ανθρώπου που ακούει την “ψυχή” της κοινωνίας. Και η διεκπεραίωση των δημοτικών υποθέσεων δεν μπορεί παρά να γίνεται μέσα από την δραστηριοποίηση των υπηρεσιών και τη συνεργασία με ειδικούς επιστήμονες κατά περίπτωση, μέσα από μελέτες που εκπονούνται με βάση τη γενική αντίληψη που υιοθετεί το βουλευόμενο σώμα, που θα πρέπει να είναι συμβατή με τις επιστημονικές παραδοχές.
Τα πρόσωπα που θα πλαισιώσουν μια ανανεωτική προσπάθεια σε συνεργασία με τους επιστημονικούς συμβούλους είναι εκείνα που θα συγκροτήσουν και το πρόγραμμα και θα παρουσιάσουν στον πολίτη το όραμα για την αυριανή πόλη. Θα δώσουν το πολιτικό στίγμα, τον κοινωνικό προσανατολισμό και την αντίληψη για τις παραγωγικές πρωτοβουλίες που θα αναλάβει το δημοτικό σχήμα. Και ο πολίτης θα κληθεί να κρίνει και να επιλέξει με βάση το πρόγραμμα αλλά και την εκτίμηση για τα πρόσωπα, την παρουσία τους στο δημόσιο χώρο αλλά και τα συμφέροντα που θα στηρίξουν. Πέρα από κάθε αμφισβήτηση και ισοπεδωτική αντίληψη, το πρόσωπο του (υποψηφίου) δημάρχου είναι εκείνο το οποίο σε σημαντικό βαθμό κρίνει και το “σχήμα”. Αυτός οφείλει να έχει εκείνο που χαρακτηρίζουμε “όραμα” για την πόλη. Πιο απλά να βλέπει μακρύτερα από αυτό που βλέπουν όλοι σήμερα, και τα μεθοδολογικά εργαλεία για να το υλοποιήσει, τη διάθεση να συγκρουστεί για να γίνει αυτό, να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει τον πολίτη. Τον οποίο θα πρέπει να θέλει ενεργό συμμέτοχο στην προσπάθεια να χτιστεί το μέλλον του τόπου και όχι θεατή και ακόμη χειρότερα οπαδό.
Φαντάζομαι ότι πλείστοι όσοι, ακόμη και φίλοι μου, διαβάζοντας το κείμενο θα αποφανθούν ότι “αυτά δεν γίνονται” και ότι “ψάχνω ψύλλους στα άχυρα”. Ορισμένοι θα αναρωτηθούν σε τελευταία ανάλυση “ποιοι μπορούν να τα κάνουν” και οι καχύποπτοι θα αναζητούν σκαλίζοντας το κείμενο να ανακαλύψουν καμιά... φωτογραφία. Θα σπεύσω κατ' αρχήν να συμφωνήσω στις δυσκολίες που υπάρχουν ειδικά μέσα στις συνθήκες απογοήτευσης και κοινωνικής αποδιοργάνωσης που βιώνουμε. Αλλά και να σημειώσω πως τα πρόσωπα δεν υποδεικνύονται, αλλά αναδεικνύονται μέσα από τη δημόσια δραστηριότητα στους διάφορους τομείς της ζωής. Πολλές φορές και η δράση σε μικρούς τομείς περιορισμένου ενδιαφέροντος κρύβει “διαμάντια”. Η συνέχεια... επί της οθόνης, όταν προβληθούν προθέσεις, πρόσωπα και προγράμματα.