Ως εκ τούτου προσφυγή στην ιστορία για να σκεφτούμε και κάτι διαφορετικό από αυτό που κυκλοφορεί στην καθημερινότητα. Επίκαιρο το 1821 λόγω της χθεσινής γιορτής, και θα καταπιαστώ με ένα θέμα που δεν είναι και τόσο γνωστό στον κόσμο ο οποίος δεν έχει σχέση με την τοπική ιστορία.
Και το θέμα αυτό έχει να κάνει με την κατάληψη της Καλαμάτας από τους επαναστατημένους Ελληνες και τα όσα συνέβησαν μετά από αυτή. Ας δούμε σε ελεύθερη μεταφορά την περιγραφή της κατάληψης που κάνει ο Δ. Δουράκης σε βιβλίου του 1905, όταν ακόμη υπήρχαν αχνές “μνήμες” εκείνης της εποχής. Οι κινήσεις των επαναστατημένων στην περιοχή γύρω από την Καλαμάτα έγιναν αντιληπτές από τους Τούρκους και ο βοεβόδας Αρναούτογλου ζήτησε τη βοήθεια του Μαυρομιχάλη, ο οποίος έστειλε το γιο του Ηλία με 150 άνδρες στην πόλη. Εκείνος έπιασε στρατηγικά σημεία της πόλης δήθεν για να την προστατεύσει από τους ενόπλους. Η κινητικότητα όμως των ενόπλων έγινε ακόμη πιο έντονη και ο Αρναούτογλου κάλεσε τον Πετρόμπεη να έρθει για ενίσχυση - ο οποίος μπήκε στην πόλη με 2.000 άνδρες, την κατέλαβε αμαχητί και συνέλαβε τον βοεβόδα.
Το στρατόπεδο των επαναστατημένων Ελλήνων βρισκόταν στην περιοχή Προφήτη Ηλία και Βελανιδιάς. Περισσότεροι από 1.500 ένοπλοι υπό τον Παπαφλέσσα κατέβηκαν και έπιασαν τρία στρατηγικά σημεία γύρω από την πόλη: Στα Καλύβια τοποθετήθηκε ο Ηλίας Φλέσσας με 400 άνδρες. Στο λόφο Τούρλες “ο Νικήτας με τους Γ. Βασιλάκη και Μασουρίδη” με 500 στρατιώτες. Στη θέση Ψωμά (σημείο στο δρόμο προς Βελανιδιά) “ετοποθετήθη ο Μητροπέτροβας, Νικηταράς, Καρακίτζος και Αλεξόπουλος μετά 300, και οι Μπουραίοι”. Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθούμε την κίνηση των επαναστατημένων που έφθασαν μέσα από τα βουνά, στρατοπέδευσαν στα μοναστήρια και κατέβηκαν στα υψώματα γύρω από την πόλη κλείνοντας όλα τα περάσματα. Ταυτοχρόνως οι Μανιάτες έμπαιναν στην πόλη για... προστασία και την καταλάμβαναν χωρίς εχθροπραξίες.
Εκείνα τα χρόνια ο Νέδοντας απλωνόταν στη σημερινή πόλη και, περνώντας πολύ κοντά από τους Αγίους Αποστόλους, έφθανε στην Αναγνωσταρά και ακολουθούσε το λόφο που “σβήνει” στην περιοχή των Ταξιαρχών στο (σημερινό) κέντρο. Η διάβαση από την υπόλοιπη Μεσσηνία προς την πόλη γινόταν από πρόχειρη γέφυρα σχετικά ψηλά στο Νέδοντα, εκεί που στένευε κάπως ο χείμαρρος. Και η πόλη βρισκόταν ουσιαστικά γύρω από το Κάστρο. Ενδεικτική για την κατανομή του πληθυσμού είναι μια παλαιότερη απογραφή των Ενετών το 1700, σύμφωνα με την οποία μεταξύ των άλλων: Η ενορία Αγίων Αποστόλων είχε 54 κατοίκους. Η ενορία Αγίου Ιωάννου 201. Η ενορία Αγίου Αθανασίου (η εκκλησία βρισκόταν στη συμβολή Υπαπαντής και Αγ. Μελετίου) 165. Η ενορία της Παναγίας (εκκλησία που βρισκόταν εκεί που είναι σήμερα το Ωδείο) 165. Η εκκλησία Αγίου Γεωργίου (στην οδό Αλαγονίας) 194. Υπήρχε μόνον ένας δρόμος – στενό (με ενδεικτικό πλάτος όσο η σημερινή Μπενάκη) που ξεκινούσε από την είσοδο του Κάστρου, περνούσε εκεί που βρίσκεται σήμερα η Υπαπαντή και ακολουθούσε την Μπενάκη μέχρι τους Αγίους Αποστόλους.
Με δεδομένη αυτή την ανθρωπογεωγραφία, όταν καταλήφθηκε η πόλη, ένοπλοι και κάτοικοι συναντήθηκαν σε κάποιο σημείο του ποταμού. Χιλιάδες άνθρωποι, παπάδες, λάβαρα, εξαπτέρυγα απλώθηκαν στην περιοχή όπου και έγινε η δοξολογία για την απελευθέρωση. Κανένας δεν σκέφτηκε βεβαίως τι υπήρχε εκεί κοντά, ούτε τι θα κατέγραφε η ιστορία, η πόλη είχε καταληφθεί αμαχητί και χωρίς να... πέσει ντουφεκιά, τα μπαρουτόβολα δεν ήταν για πέταμα, θα χρειάζονταν στις μάχες που θα ακολουθούσαν. Δεν πήγαν σε μια εκκλησία, οι καμπάνες χτυπούσαν σε όλες και πανηγύριζαν την απελευθέρωση καλώντας τους ανθρώπους σε συνάθροιση.
Το γεγονός ότι η δοξολογία έγινε κάπου “στον ποταμό” αναφέρεται σε όλες τις μαρτυρίες και τις ιστορικές έρευνες. Ο αείμνηστος Νίκος Ζερβής σε μια σημαντική ανακοίνωση που έκανε στο Β΄ Τοπικό Συνέδριο Μεσσηνιακών Σπουδών το 1982 παρουσίασε αυτές τις μαρτυρίες. Ο Θ. Κολοκοτρώνης για παράδειγμα αναφέρει ότι “ιερείς έκαναν δέηση εις τον ποταμόν των Καλαμών υπέρ ευοδώσεως του ιερού τούτου αγώνος”. Ανάλογες αναφορές κάνουν οι Παναγιώτης Παπατσώνης, ο Φωτάκος, ο Κανέλλος Δεληγιάννης, ενώ ο Αμβρόσιος Φραντζής γράφει: “...συνήλθαν εις το χείλος του ποταμού της πόλεως... ευθύς εψάλη η προς τον Υψιστον δοξολογία και παράκλησις”.
Την ίδια άποψη, ότι δηλαδή η δοξολογία έγινε στο ποτάμι, δέχονται και πολλοί ιστορικοί: Ο Σπυρίδων Τρικούπης, ο Γεώργιος Φίνλεϋ, ο Μέντελσον-Μπαρτόλδυ, ο Διονύσιος Κόκκινος, ο Απόστολος Βακαλόπουλος, ο Δ. Δουκάκης και άλλοι. Πάνω από 100 χρόνια αργότερα γίνεται αναφορά σε εκκλησία χωρίς να προσδιορίζεται ποία ήταν αυτή, και το “Θάρρος” το 1928 γράφει: “Την επαύριον εις ναόν κείμενον της κοίτης του παραρρέοντος την τότε πόλιν ποταμού ετελέσθη πάνδημος δοξολογία επί τη ευτυχή εκβάσει του εγχειρήματος, κατά την οποίαν εχοροστάτησαν 25 ιερείς, παρευρέθησαν δε υπέρ τας 5 χιλιάδας ανθρώπων, οι οποίοι εδεήθησαν υπέρ της ευοδώσεως του αρχομένου τότε μεγάλου αγώνος δια την αποκατάστασιν του γένους. Αυτά διέσωσε μέχρις ημών η ιστορία και η ευεργετική και παράδοσις, η διατηρουμένη πάντοτε ενδιαφέρουσα περί τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα”. Ενα χρόνο αργότερα στην ίδια εφημερίδα αναφέρεται ότι “τη αποφάσει των οπλαρχηγών επηκολούθησε μεγάλη λειτουργία χοροστατούντων 25 ιερέων, ων οι πλείστοι ευρίσκοντος εις το στρατόπεδον των Ελλήνων και παρευρισκομένων υπέρ τας 5 χιλιάδας ανθρώπων. Η δοξολογία εγένετο παρά την κοίτην του ποταμού Νέδοντος”.
Και έτσι φθάσαμε στις γιορτές για τα 100 χρόνια από την επανάσταση τον Οκτώβριο του 1930 όταν ο πρώην Δήμαρχος Π. Σάλμας στον πανηγυρικό αναφέρει ότι η δοξολογία έγινε “εκεί όπου περίπου ο αρχαίος ναός των Αγίων Αποστόλων, παρά την κατάφυτον και ελευθέραν όχθην του εκείθεν ρέοντος τότε χειμάρρου Νέδοντος”, αλλά οι οργανωτές το... είχαν δέσει, το περίπου έγινε... ακριβώς, και εντοίχισαν την αναμνηστική πλάκα που υπάρχει και σήμερα στους Αγίους Αποστόλους. Και πολλά χρόνια αργότερα υιοθέτησαν αυτή την εκδοχή ο Σ. Κουγέας και ο Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφαρσάλων Ιεζεκιήλ (το 1956 και το 1947 αντιστοίχως). Ο Νίκος Ζερβής στην εργασία που προαναφέρθηκε παρουσίασε ένα σημαντικό ντοκουμέντο, σύμφωνα με το οποίο η δοξολογία έγινε στον Αγιάννη, ο οποίος βρισκόταν “παρά τω ποταμώ” στην παλιά του θέση. Μιλώντας στη διάρκεια των εγκαινίων της νέας εκκλησίας του Αγιάννη το 1865, ο νομαρχιακός δάσκαλος Αδαμάντιος Ιωανίδης είπε: “Αν αληθώς μ’ επληροφόρησαν οι περισωζώμενοι εκ της ηρωικής γενιάς των πατέρων μας, ενταύθα εν τω ιερώ τούτω Ναώ ηυλογήθη το πρώτον η ιερά σημαία της ελευθερίας”.
Η σχετική δημοσίευση έγινε στην εφημερίδα “Μεσσηνία” και είναι η πρώτη αναφορά για εκκλησία στην οποία έγινε η δοξολογία, με την επιφύλαξη πάντα του ομιλητή για την ορθότητα της πληροφορίας, η οποία όμως δεν διαψεύσθηκε. Απλώς ξεχάστηκε και μετά από πολλά χρόνια, όταν η μνήμη δεν λειτουργούσε και η ιστορία υπέκυπτε στη σκοπιμότητα, επιλέχθηκε η εκκλησία των Αγίων Αποστόλων ως ο τόπος όπου έγινε η δοξολογία μετά την κατάληψη της Καλαμάτας. Κάτι που δεν τεκμηριώνεται από μαρτυρίες και αντιβαίνει στην κοινή λογική, καθώς ούτε οι επαναστατημένοι αλλά ούτε και οι κάτοικοι είχαν λόγο να περπατάνε “στο χείλος του ποταμού” ή σε ένα αδιέξοδο στενό για να πάνε στους Αγίους Αποστόλους, όπου φυσικά λόγω της γεωμορφολογίας ήταν αδύνατον να συναχθούν χιλιάδες άνθρωποι.
Συμπερασματικά, η δοξολογία έγινε σε κάποιο σημείο του ποταμού όπου θα μπορούσαν να συναντηθούν επαναστατημένοι και κάτοικοι χωρίς να... ψάχνουν να βρουν εκκλησία, κάπου εκεί κοντά ήταν και ο Αγιάννης και οι Αγιοι Απόστολοι. Ο “μύθος” των Αγίων Αποστόλων δημιουργήθηκε από κάποιους που είχαν την ιδέα να “φορμάρουν” το τελετουργικό σε μια εκκλησία και επέλεξαν συμβολικά την αρχαιότερη. Η διαμάχη σχετικά με τον τόπο έναρξης της επανάστασης χρειαζόταν το δικό της “μύθο”, ο οποίος “εμπλουτίσθηκε” μετά από 20 και πλέον χρόνια με την αναπαράσταση. Η οποία υποβαθμίζει τη σημασία της πόλης στην επανάσταση στο επίπεδο των υποθετικών εχθροπραξιών, καθώς τέτοιες δεν ιστορούνται από κανέναν. Ούτε οι επαναστάτες μπήκαν στην πόλη, στις παρυφές της συναντήθηκαν, στρατοπέδευσαν για ελάχιστο χρόνο και ξεκίνησαν άλλοι για τα φρούρια και άλλοι για την Τρίπολη.