Η ελονοσία είναι μια λοιμώδης ασθένεια που προκαλείται από πλασμώδιο. Είχε μεγάλη διάδοση κοντά σε ελώδεις περιοχές και γι’ αυτό το όνομά της προέρχεται από το έλος + νόσος. Κάποτε θεωρούσαν ότι προέρχεται από τον “κακό αέρα” κοντά στα έλη και γι’ αυτό ήταν γνωστή με το όνομα μαλάρια. Κατά κύριο λόγο μεταδίδεται στον άνθρωπο από τσιμπήματα κουνουπιών. Την πρώτη αναφορά για “μολυσμένο αέρα” λόγω δημιουργίας ελών στο Νησί την έχουμε από έκθεση του Γάλλου αξιωματικού Ζακ Λουί Λακάρ το 1832 καθώς ένα χρόνο νωρίτερα είχαν πεθάνει 40 Γάλλοι στρατιώτες: “Μια ασυλλόγιστη τέχνη κατώρθωσε να δημιουργήσει, από μια πηγή ευημερίας και αφθονίας, ένα στοιχείο μόλυνσης και νοσηρότητας. Για να κάνουν τις συγκομιδές τους πιο δυναμικές και πιο πλούσιες οι Ελληνες ιδιοκτήτες απομυζούν από όλες τις πλευρές τον Πάμισο και σπαταλούν, χωρίς φρόνηση, τα νερά, τα οποία αφού δεν κατακρατούνται και δεν διοχετεύονται σε κανάλια, σχηματίζουν έλη, μολύνουν τον αέρα και καθιστούν όλη την πεδιάδα τόπο μολυσματικής διαμονής και κατά συνέπεια ολέθρια, κυρίως για τα στρατεύματά μας που, κάτω από έναν καυτό αέρα, γνωρίζουν λίγο να συγκρατούνται μπροστά στα νόστιμα φρούτα που παράγει με αφθονία η χώρα”. Οι θάνατοι τότε είχαν αποδοθεί σε χολέρα όπως προκύπτει έμμεσα από την τελευταία παράγραφο.
Την ελονοσία τη συναντάμε για πρώτη φορά το 1891 όταν από το Νησί περνούν οι Κορύλλος και Θεοχάρης που γράφουν ότι “διά φορολογίας ειδικής, επί σκοπώ της αποξηράνσεως των ελών του Παμίσου επιβληθείσης, εισεπράχθηκε και εισπράττεται ικανόν χρήμα, δ’ ήρξαντο αι προκαταρκικαί εργασίαι, προς αποκάλυψιν των υποβρυχίων γαιών και απαλλαγήν των περιοίκων από της μάστιγος των ελογενών πυρετών. Μεθ’ όλην όμως την εισπνοήν του εκ των παρακειμένων ελών του μεμολυσμένου αέρος, οι κάτοικοι του Νησίου, εισίν ως και οι λοιποί Μεσσήνιοι, ακμαίοι και εύσωμοι”.
Πέρασαν πολλά χρόνια με την ελονοσία υπαρκτή αλλά όχι και απειλητική, αλλά με την έκρηξη της ορυζοκαλλιέργειας τα πράγματα έγιναν πολύ δύσκολα και το 1932 παρουσιάζεται μεγάλο πρόβλημα: “Οι κάτοικοι της γείτονος Μεσσήνης από πολλού χρόνου ευρίσκονται εν αναβρασμώ εξ αφορμής της ελονοσίας η οποία κατά τας επιστημονικάς βεβαιώσεις προέρχεται εκ της πυκνής ορυζοκαλλιεργείας, ήτις δημιουργεί ελονοσιογόνους εστίας. Συνεπεία τούτου κατά τον τελευταίον καιρόν σχεδόν το 90% των Νησιωτών δεκατίζονται εξ ελονοσίας. Κατόπιν τούτου ο πρόεδρος της Κοινότητας εζήτησε τηλεφωνικώς την επέμβασιν του Υπουργείου Υγιεινής” (“Θάρρος” 9/10/1932).
Λίγες ημέρες αργότερα ο ανταποκριτής επανέρχεται: “Πολλοί αναγνώσται των καλαματιανών εφημερίδων αναγνώσαντες τα περί υπαρχούσης εις κλίμακα 90% ελονοσίας θα υπέθεσαν ότι πρόκειται περί των συνηθισμένων υπερβολών, περί των ειδήσεων εκείνων «που παίρνουν νερό». Είθε να είχε ούτω το πράγμα. Δυστυχώς όμως το 90% των κατοίκων οι οποίοι νοσούν σήμερον επικινδύνως εξ ελονοσίας δεν αντιπροσωπεύει παρά την πραγματικότητα. Και δεν πρόκειται περί της συνηθισμένης ελονοσίας. Πολλά κρούσματα είναι θανατηφόρα. Θα έπρεπε να ευρίσκεται κανείς αυτοπροσώπως ενταύθα, να εισχωρήσει εις τας οικίας των κατοίκων και να ίδη ιδίοις όμμασι τους ασθενείς για να αντιληφθεί το μέγεθος του κακού [...] Το κακόν χρειάζεται κτύπημα εις την ρίζαν του. Και διά να επιτευχθή τούτο απαιτείται η άμεσος αποψίλωσις των ορυζοφυτειών εις απόστασιν δύο χιλιομέτρων μακράν της πόλεως όπως ο νόμος ορίζει. Την ευθύνην λοιπόν υπέχουν οι αρμόδιοι του Κέντρου οι οποίοι φαίνεται ότι δεν έχουν λάβει σοβαρώς υπ’ όψει των το σπουδαιότατον διά μιαν επαρχίαν ζήτημα τούτο, ζήτημα κυριολεκτικώς ζωής και θανάτου” (“Θάρρος” 13/10/1932).
Η κατάσταση ηρεμεί κάπως και μαζί με το κινίνο δίνονται και άλλα φάρμακα, αλλά τίθεται επιτακτικά το ζήτημα της απομάκρυνσης των καλλιεργειών ρυζιού από την πόλη: “Ευτυχώς κατά το διαρρεύσαν τριήμερον ουδείς θάνατος εξ ελονοσίας εσημειώθη. Ακόμη δε πρέπει να τονισθή ότι η ιατρική περίθαλψις, ως είμαι εις θέσιν να γνωρίζω, συνετέλεσε και συντελεί εις την αποτελεσματικήν αντιμετώπισιν του κακού, καθόσον εκτός της κινίνης παρέχονται και διάφορα άλλα φάρμακα υπό των εδεώ ιατρών θεραπόντων ασθενών, τα οποία αποδεικνύονται θαυματουργά. Συνεπεία τούτου πιστεύομεν ότι τα θανατηφόρα κρούσματα θα αποφευχθούν . Το ευχάριστον όμως τούτο γεγονός δεν επέφερε κατευνασμόν των εξαφθέντων πραγμάτων. Διότι η ελονοσία εδώ εις την Μεσσήνην έχει καταντήσει ενδημική νόσος εφ΄όσον αι ορυζοκαλλιέργειαι υφίστανται εισέρτι και δεν λαμβάνονται μέτρα παρά των αρμοδίων όπως εφαρμοσθή ο υπάρχων νόμος ο επιτρέπων την ορυζοκαλλιέργειαν εις ακτίνα δύο χιλιομέτρων έξωθι της πόλεως” (“Θάρρος” 15/10/1932)
Η κινίνη όμως δεν φτάνει για τους φτωχούς και πολλές φορές τα φαρμακεία έχουν ελλείψεις από το φάρμακο: “Σχετικώς με την εδώ ελονοσίαν σάς πληροφορώ ότι αύτη εξακολουθεί να μαστίζει τους εδώ πληθυσμούς και θα εξακολουθή υφιστάμενον το κακόν εφ’ όσον η ποσότης της παρεχόμενης κινίνης δεν επαρκεί. Αλλά και η κινίνη απεδείχθη φάρμακον κατασταλτικόν. Το κακόν έχει την προέλευσίν του εις τας ορυζοφυτείας και και εις άλλας ελονοσογόνους εστίας, ευρισκομένας εντός της κωμοπόλεως και πέριξ αυτής, διά την επιχωμάτωσιν των οποίων ουδέν, δυστυχώς, μέχρι στιγμής μέτρον ελήφθη [...] Πρέπει να σας τονίσω ιδιαιτέρως ότι όχι μόνον δεν παρέχεται επαρκής κινίνη δωρεάν προς τους πτωχούς αρρώστους, αλλά συμβαίνει πολλές φορές τα εδώ φαρμακεία να την έχουν εξαντλήσει και ούτω οι ελονοσούντες παραμένουν άνευ φαρμάκου και δι’ αυτό η ελονοσία εις πολλούς αρρώστους έχει δυσάρεστα επακόλουθα” (“Θάρρος” 27/10/1932).
Την επόμενη χρονιά από ενωρίς οι Νησιώτες είναι στο πόδι και με “εμπροσθοφυλακή” τους συλλόγους επαγγελματιών και εμπόρων ζητούν να απομακρυνθεί η καλλιέργεια από την πόλη: “Οι κάτοικοι Μεσσήνης διά τηλεγραφήματός των προς το Υπουργείον της Υγιεινής ζητούν την απαγόρευσιν της ορυζοκαλλιέργειας από της όχθης του Παμίσου μέχρι της πόλεως, διότι ως εκ τούτου οι κάτοικοι έχουν προσβληθή υπό ελονοσίας κατά 90%. Οι κάτοικοι απειλούν ότι εις περίπτωσιν κατά την οποίαν η κυβέρνησις δεν υιοθετήση την εκπεφρασμένην γνώμην των υγιεινολόγων ή δεν θελήση το υπουργείον της Γεωργίας να την εφαρμόση λόγω μη μειώσεως της παραγωγής θα αναγκασθούν να απαγορεύσουν οι ίδιοι την σποράν ορύζης εντός της περιοχής ταύτης” (“Θάρρος” 28/4/1933). Ακολουθούν συσκέψεις επί συσκέψεων, οι ορυζοκαλλιεργητές αντιδρούν και τελικά γίνεται απαγόρευση τη καλλιέργειας σε μια απόσταση από την πόλη. Οι ορυζοκαλλιεργητές την παραβιάζουν και η Νομαρχία στέλνει έφιππους χωροφύλακες στον κάμπο οι οποίοι συλλαμβάνουν τους παρανομούντες, που φυλακίζονται.
Το καλοκαίρι του 1933 οι σελίδες των τοπικών εφημερίδων έχουν γεμίσει διαφημίσεις για φάρμακα κατά της ελονοσίας, καθώς όπως φαίνεται το κινίνο δεν αρκούσε να αντιμετωπίσει το ζήτημα και οι φαρμακευτικές εταιρείες της εποχής έσπευσαν να προσφέρουν καινούργια φάρμακα. Εμφανίζονται η “Παστερίνη”, η “Κινοπλασμίνη”, η “Αντιπλασμωδίνη” και άλλα φάρμακα αλλά πάντα το κινίνο ήταν σε... πρώτη ζήτηση. Η ορυζοκαλλιέργεια συνεχίζεται, μαζί και το πρόβλημα, και γι’ αυτό ενοχοποιείται ο κακός τρόπος καλλιέργειας που δεν επιτρέπει στα νερά να κυλούν αργά και να μην λιμνάζουν. Το μέγεθος του προβλήματος είναι πολύ μεγάλο και το 1940 υπάρχει Επιθεωρητής Ελονοσίας Πελοποννήσου, ο οποίος ανακοινώνει την ίδρυση Ανθελονοσιακού Ιατρείου: “Ανακοινούται ότι ήρχισε να λειτουργεί εις Μεσσήνην (εις την πλατείαν) Ανθελονοσιακό Ιατρείον. Εις το ιατρείον θα προσέρχονται οι ελονοσούντες καταγόμενοι εκ Μεσσήνης και των χωρίων Πιπερίτσα, Τζιτζώρη, Μικρομάνη, Ασπρόχωμα, Μάδαινα. Οι ασθενείς θα υποβάλλονται εις ιατρικήν εξέτασιν και θα δίνονται δωρεάν τα κατάλληλα ανθελονοσιακά πράγματα” (“Σημαία” 24/7/1940).
Η τελική καταπολέμηση έγινε με αεροψεκασμούς. Αεροπλάνα από το 1946 άρχισαν να κάνουν ψεκασμούς με το DDT, του οποίου απαγορεύτηκε η χρήση το 1972 ως επικίνδυνη για την υγεία: “Την πρωίαν της Κυριακής έγιναν εν πάση επισημότητι εις το αεροδρόμιο Ναζηρίου, τα εγκαίνια της εργασίας διά τον αεροπορικόν ραντισμόν των ελωδών περιοχών τη Νοτίου Πελοποννήσου με ντι-τι το οποίον ως γνωστόν καταστρέφει τας ελονοσογόνους εστίας. Μετά το τέλος του αγιασμού εγένετο επίδειξις υπό του πιλότου του αεροπλάνου της “Ούνρα” της όλης λειτουργίας του μηχανήματος ραντισμού. Από χθες το αεροπλάνον ήρχισε κανονικώς τας πτήσεις του διά τον ψεκασμόν με ντι-τι των ελών της Μεσσηνίας” (“Θάρρος” 9/4/1946). Οι ντόπιοι βάφτισαν “Ντιντί” το αεροπλάνο που έκανε τους ψεκασμούς για πολλά χρόνια, εξολοθρεύοντας κουνούπια και ελονοσία με επικίνδυνα για την υγεία χημικά σκευάσματα.