Καλύτερη τιμή, μικρότερη παραγωγή σε σχέση με την περυσινή σοδειά αυτή την περίοδο, και η επιχείρηση “ελαιοσυλλογή” διεξάγεται μετ’ εμποδίων, καιρού και… συνεργείων.
Ημέρες που είναι σκέφτηκα ότι “τιμητικά” για ένα προϊόν που “κράτησε” την ύπαιθρο τα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια, θα είχε ενδιαφέρον η επανάληψη ορισμένων στοιχείων από την καλλιέργεια στην περιοχή μας και τον τρόπο που εξελίχθηκε.
Κυρίαρχη καλλιέργεια από τα τέλη του 19ου αιώνα ήταν για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα η κορινθιακή σταφίδα και ακολουθούσαν τα σύκα σε μεγάλη κλίμακα. Και αυτός ο “συσχετισμός” όμως προέκυψε από ανατροπή, καθώς τα σύκα ήταν ένα από τα κυριότερα εξαγώγιμα προϊόντα της περιοχής μας από το 18ο αιώνα. Ισως και η ονομασία “συκόσπιτα” για τα μικρά σπίτια που υπήρχαν στα κτήματα, παρότι καλλιεργούνταν κυρίως σταφίδες, έλκει την ονομασία της από αυτό. Η ελαιοκαλλιέργεια πήρε τη θέση τους μετά τη δεκαετία του 1950-1960, όταν πλέον τα προϊόντα αυτών των καλλιεργειών αντιμετώπιζαν προβλήματα διάθεσης.
Εκείνο το οποίο χαρακτήριζε όμως την καλλιέργεια στη Μεσσηνία ήταν η φυσική ποιότητα του προϊόντος. Το γεγονός αυτό τονιζόταν ήδη από την αυγή του 20ού αιώνα, με την επισήμανση όμως ότι αυτή τη φυσική προίκα δεν την αξιοποιούμε για την παραγωγή πραγματικά καλού ποιοτικά ελαιολάδου και την πώληση σε καλύτερες τιμές. Στις 20 Σεπτεμβρίου 1900, μόλις είχε ιδρυθεί ο Γεωργικός Σύλλογος Καλαμών από εύπορους Καλαματιανούς, με πρόεδρο το φαρμακοποιό Θεμιστοκλή Κουτσομητόπουλο και γραμματέα το χημικό Ιωάννη Σταματελάκη. Πλούσιοι και εύποροι ήταν αυτοί που έδιναν τον “τόνο” στην αγροτική παραγωγή, οι μικροκαλλιεργητές δεν έπαιζαν κανέναν ιδιαίτερο ρόλο στα πράγματα. Ο σύλλογος εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία τονίζονταν όσα προαναφέραμε. Ετσι διαβάζουμε στο “Θάρρος” στις 22/9/1900 από την ανακοίνωση: «Γνωστόν εις πάντας ότι το έλαιον είνε εις των κυριωτέρων παραγόντων του εθνικού μας πλούτου. Γνωστόν επίσης ότι μεταξύ των ελαιοφόρων επαρχιών κατέχομεν ίσως την κορυφήν λόγω ποιότητος φυσικής, τα δευτερεία δε κατά ποσότητα. Αλλά καίτοι η ποιότης του ελαίου μας πρωτεύει μεταξύ των ελληνικών ελαίων, ως εκ της φύσεως του εδάφους και του κλίματος της Μεσσηνίας, πολύ υστερεί των ελαίων Ιταλικών και Γαλλικών τινών επαρχιών, αίτινες κατώρθωσαν διά της τέχνης να υποσκελίσωσι τα φυσικά πλεονεκτήματα. Διατί λοιπόν να μη επιμεληθώμεν και ημείς να υποβοηθήσωμεν την φύσιν, όπως απολαύσωμεν βαθμηδόν των τιμών, ας τινάς τα έλαια εκείνα απολαμβάνουν εις τους τόπους της καταναλώσεως; Τι δε χρειάζεται προς τούτο; Απλούστατα πράγματα. Επιμέλεια εις την συλλογήν και καθαριότης κατά την έκλθιψιν, είνε αι βάσεις της παρασκευής καλού ελαίου».
Στη συνέχεια της ανακοίνωσης ο σύλλογος δίνει οδηγίες τις οποίες σε παραλλαγή, με βάση τις ριζικά διαφορετικές συνθήκες, συναντούμε και σήμερα. Αιχμή η καθαριότητα του καρπού και το βάρος στην κατάσταση των ελαιοτριβείων που παρουσιάζεται με τα χειρότερα λόγια: «Η συλλογή δέον να εκτελείται αφ’ ού ωριμάση ο καρπός όσον το δυνατόν καλλίτερον. Να απακαθαίρωνται αι ελαίαι από χώματα, φύλλα ελαιών και λοιπάς ακαθαρσίας, διότι τα τοιαύτα μεταδίδουσιν εις το έλαιον κακήν γεύσιν ή πράσινον ή σκούρον χρώμα, τα οποία πάντα ελαττώνουσι την αξίαν του ελαίου. Ούτω δε αποκαθαριζομένων των ελαιών, δέον η θλίψις να γίνεται εις ελαιοτριβεία καθαρά. Εκαστος λοιπόν ιδιοκτήτης προκειμένου να εκθλίψη τας ελαίας του ας επισκεφθή πρότερον όλα τα ελαιοτριβεία και όπου εύρη μεγαλυτέραν καθαριότητα εκεί ας κατεργασθή τον καρπόν του. Αι ακαθαρσίαι και αι βρώμαι αίτινες θεωρούνται αναπόσπασται από τα ελαιοτριβεία πρέπει να εκλείψωσιν. Αι σκάφαι ιδίως, αίτινες εις πολλά ελαιοτριβεία είναι φρίκης αντικείμενα, δέον να καθαρίζονται και να εκκενούνται καθ’ ημέραν και να πλύνωνται διά πολλού καθαρού ύδατος, Οι ασκοί, τα κακάβια και τα λοιπά αγγεία δέον να ήνε αμέμπτου καθαριότητος. Τέλος δε διά τον θερμόν πρέπει να λαμβάνηται ύδωρ φρεάτειον και όχι ποταμού, όπερ, προς ταις λοιπαίς ακατονομάστοις ακαθαρσίαις, έχει πάντοτε λεπτήν τινά αμμώδην ύλην πρόσμικτον παντοίαις οργανικαίς ουσίας, αίτινες και γεύσιν κακήν προσδίδουσι εις το έλαιον και το χρώμα των αλλοιούσιν». Η ανακοίνωση επισημαίνει την ανάγκη να “επιμελούνται” οι ίδιοι οι παραγωγοί την έκθλιψη του ελαιολάδου, και αν δεν μπορούν, να πωλούν τον ελαιόκαρπο στους ελαιοτριβείς που τον αγόραζαν και προφανώς πρόσεχαν για την παραγωγή καλής ποιότητας δικού τους ελαιολάδου.
Σημειώνοντας το γεγονός ότι η ανακοίνωση τόνιζε πως κρατούμε “τα δευτερεία κατά ποσότητα”, πηγαίνουμε περίπου 40 χρόνια αργότερα, όταν ο Ν. Αϊβαλιωτάκης για λογαριασμό της Αγροτικής Τράπεζας εκπονεί τη μελέτη με τίτλο “Ο κάμπος της Μεσσηνίας και αι ορεινά λεκάναι αυτού”. Η εξαιρετικά αξιόλογη αυτή μελέτη με ένα πλήθος στοιχείων αφιερώνει μόνον μια σελίδα στην καλλιέργεια της ελιάς, καθώς η καλλιέργεια είναι πολύ περιορισμένη και η σημασία στην τοπική οικονομία μικρή. Η παραγωγή στην τεράστια αυτή περιοχή (η μελέτη κάλυπτε και την περιοχή της Ανω Μεσσηνίας και τον Μεσσηνιακό Κάμπο και τις ορεινές περιοχές γύρω από αυτόν), έφθανε μόλις τους 3.400 τόννους: «Η ελαία καλλιεργείται καρποφορούσα κανονικώς μέχρι ύψους 600 μέτρων. Εις όλην την περιφέρειαν των ορεινών λεκανών ευρίσκονται περί τα 385.000 μεγάλα δένδρα και περί τα 118.000 μικρά με μέσην ετήσιαν παραγωγήν 1.230.000 οκάδες ελαίου. Εις τον κάμπον ευρίσκονται περί τα 715.000 ελαιόδενδρα σχεδόν μεγάλα με μέσην ετήσιαν παραγωγήν 1.406.000 οκάδων ελαίου».
Οι ελιές φυτεύονταν κατά κανόνα εκεί που δεν μπορούσε να καλλιεργηθεί κάτι άλλο, οι καλλιεργητικές φροντίδες ήταν ανύπαρκτες και το κλάδεμα γινόταν μόνον για την εξασφάλιση καυσόξυλων και... τροφής για τα ζώα: «Την ελαίαν, επειδή δεν είναι απαιτητική, την φυτεύουν εις τα πλέον ξηρά και άγονα εδάφη, εννοείται όμως ότι κατέχει και πλούσια τοιαύτα εις τα πεδινά. Αι καλλιεργητικαί φροντίδες που δίνονται εις την ελαίαν είναι μηδαμιναί. Ελάχιστοι ελαιώνες καλλιεργούνται κανονικώς διά μιας ή δύο αρόσεων, συνήθως όμως καλλιεργούνται οσάκις σπείρονται διά σιτηρών ή ψυχανθών. Η ελαία κλαδεύεται συνήθως οσάκις πρόκειται να χρησιμοποιήσουν τους κλάδους της διά καύσιμον ύλην και διά τροφήν των ζώων. Κατά τα δύο τελευταία έτη έγινε κάποια προσπάθεια διά της ιδρύσεως συνεργείων υπό της γεωργικής υπηρεσίας προς κανονικόν κλάδεμα της ελαίας».
Ο τρόπος παραγωγής ελαιολάδου ήταν κάτι περισσότερο από... πρωτόγονος, με τις ελιές να μένουν χύμα στα υπόγεια για εβδομάδες: «Η συλλογή του καρπού γίνεται κυρίως από τον Νοέμβριον μήνα και διαρκεί μέχρι τον Ιανουάριον. Αύτη γίνεται διά ραβδισμού. Ο ελαιόκαρπος αφού συλλεγεί τοποθετείται προχείρως εις σωρούς εις τα υπόγεια εκ των οποίων μετά 15-20 ημέρες μεταφέρεται εις τα ελαιοτριβεία προς εξαγωγήν του ελαίου. Εις την περιφέρειαν συνήθως συναντά τις εις μεν τα ορεινά χειροκίνητα ελαιοτριβεία και ελάχιστα μηχανοκίνητα, εις δε τα πεδινά κυρίως μηχανοκίνητα».
Στην καλλιέργεια κυριαρχούσε η κορωνέικη, αλλά για την παραγωγή ελαιολάδου χρησιμοποιούσαν και τη ματσολιά (από την οποία γίνονται οι σπαστές πράσινες βρώσιμες ελιές) αλλά και την ελιά Καλαμών (εμφανίζεται και με το όνομα αετονύχι λόγω της ομοιότητας με τη ρώγα του ομώνυμου σταφυλιού). Παραγωγή μικρή ανά δέντρο καθώς οι καλλιεργητικές φροντίδες ήταν οι ελάχιστες, η απόδοση φαινόταν σχετικά ικανοποιητική, ενώ οι εχθροί ήταν... πάντα οι ίδιοι: «Αι συναντώμεναι ποικιλίαι είναι κυρίως η λιανολιά και δευτερευόντως η ματσολιά, το αετονύχι, η καρυδολιά και η ελιά των Καλαμών. Η μέση απόδοσις κατά δένδρον ποικίλλει μεταξύ των 1-5 οκάδων ελαίου, κατά μέσον όρον 2,5 οκάδες. Η απόδοσις των ελαιών εις έλαιον ανέρχεται εις 15-25%. Εις έκαστον στρέμμα συνεχούς ελαιώνος υπάρχουν περί τα 15-18 ελαιόδενδρα. Οι σπουδαιότεροι εχθροί της ελαίας είναι ο δάκος και κατά δεύτερον λόγον ο ρυγχίτης, ο πυρηνοτρήτης και οι μυκητολογικές ασθένειαι φυματίωσις ελαίας και κυκλοκόνιον».
Οπως φαίνεται, λίγα χρόνια πριν τον πόλεμο είχε ξεκινήσει μια προσπάθεια επέκτασης της ελαιοκαλλιέργειας με πρώτη μέθοδο τον εμβολιασμό της αγριλιάς. Η οποία συνήθως χρησιμοποιούταν ως μέσο... οριοθέτησης των κτημάτων από τα γειτονικά. Ομως υπήρχαν και χωριά που εξειδικεύονταν στην παραγωγή γροθαριών με πρώτο το Μήλα που εμφάνιζε σημαντικές ποσότητες κάθε χρόνο: «Κατά την τελευταίαν πενταετίαν επικρατεί μεγάλη τάσις προς εμβολιασμόν του αγριελαιοδένδρων και εις φύτευσιν μοσχευμάτων (γροθάρια), τα οποία προμηθεύονται εκ των ιδίων των κτημάτων ή τα αγοράζουν από ωρισμένα χωρία, άτινα ασχολούνται εις την εργασίαν ταύτην. Εν από τα χωρία ταύτα είναι το Μήλα της επαρχίας Μεσσήνης το οποίον πωλεί κατ’ έτος περί τα 15 χιλιάδες δενδρύλλια εις ολόκληρον τον νομόν Μεσσηνίας ή εις άλλους νομούς της Πελοποννήσου ακόμη και εις τας νήσους του Ιονίου. Τα δενδρύλλια ταύτα είναι παραφυάδες, αι οποία προέρχονται από μοσχεύματα πάχους 0,10-0,20 μ. και μήκους 0,40-0,50 μ. τα οποία φυτεύουν πλαγίως εντός του εδάφους. Αι εκ τούτων προερχόμεναι παραφυάδες παραμένουν επί μίαν 5ετίαν ή 6ετίαν και κατόπιν αποσπώνται δι’ αξίνης χωρίς να εμβολιάζονται. Δενδρύλλια επίσης πωλεί το χωρίον Βασιλικόν, Κλέσουρα, και από τα χωρία του κάμπου το Αριοχώρι, η Σκάλα, ο Αντικάλαμος και η Μεσσήνη, εις μικράν όμως κλίμακα».
Φυσικά και δεν υπάρχουν συγκρίσεις με τα δεδομένα αυτών των μακρινών εποχών, τα οποία όμως με τον δικό τους τρόπο επισημαίνουν την ανάγκη της φροντίδας για την παραγωγή υψηλής ποιότητας ελαιολάδου σε όλες τις φάσεις. Αφετηρία η αλλαγή στην αντίληψη των πραγμάτων: Οι ελιές καλλιεργούνται και δεν μαζεύονται απλώς μερικές φθινοπωρινές ή χειμωνιάτικες ημέρες. Αυτό πρακτικά σημαίνει περισσότερο χρόνο στα ελαιοπερίβολα για παρακολούθηση και συστηματική καλλιέργεια, αλλά και ακόμη μεγαλύτερο κόστος παραγωγής. Το οποίο πλέον έχει πάει στα ύψη και συνεχίζει την ανηφόρα...
* Στη φωτογραφία ο πρώτο συνεταιριστικό ελαιοτριβείο της Μεσσηνίας που ιδρύθηκε πριν από 96 χρόνια στο Νιχώρι Ιθώμης. Η είδηση στο "Θάρρος" (20/11/1925) αναφέρει ότι «παρελήφθησαν τα νέα μηχανήματα του ιδρυθέντος εν Νεοχωρίω της Ιθώμης ελαιουργικού συνεταιρισμού παραγωγών. Ολα τα μηχανήματα προέρχονται εκ Γαλλίας και είναι τα τελειότερα του είδους των». Την ιστορία του συνεταιριστικού ελαιοτριβείου περιγράφει ο Χρήστος Τερζάκης στο βιβλίο του "Πρόοδος και πολιτισμός στο χωριό", από το οποίο προέρχεται και η φωτογραφία