Το τραγικό ατύχημα στο Ασπρόχωμα επαναφέρει με έντονο τρόπο στο προσκήνιο το ζήτημα της οδικής ασφάλειας. Ενα θέμα για το οποίο η δημοτική δραστηριότητα εξαντλείται στο “μπογιάτισμα” ορισμένων χώρων κοντά σε σχολεία και άλλες λειτουργίες με ένα κίτρινο “30” και όποιος θέλει το… σέβεται. Οποιος δεν θέλει το παραβιάζει και δεν τρέχει τίποτε.
Η “οδική ασφάλεια” δεν είναι κάτι το αυτονόητο, ούτε και διασφαλίζεται με ευχές και οδηγίες. Τα πάντα είναι ζήτημα κανονισμών, υποδομών και ελέγχου. Και επί του προκειμένου στην ευρύτερη περιοχή του πολεοδομικού συγκροτήματος της Καλαμάτας, αλλά και στο οδικό δίκτυο του νομού, τα στοιχεία αυτά λείπουν. Αμέλεια, αδιαφορία, υποτίμηση και πολλά ακόμη θα μπορούσε να καταλογίσει κάποιος σε όσους εδώ και πολλά χρόνια, από τότε που άρχισε η επέλαση του αυτοκινήτου στους δρόμους, διαχειρίζονται τα δημόσια πράγματα στον τόπο μας. Οι πινακίδες, οι οποίες μετρούμενες κατά κεφαλήν δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητες, θέτουν ένα κανονιστικό πλαίσιο το οποίο παραβιάζεται συστηματικά και μερικές φορές με ακραίο τρόπο. Αν σταθεί κάποιος στα φανάρια θα βρεθεί αντιμέτωπος με τις πλέον τραγικές καταστάσεις. Για παράδειγμα η επιτόπια αναστροφή… με τις πάντες είναι σύνηθες φαινόμενο ακόμη και στο κέντρο της πόλης. Αλλοτε βλακωδώς για να… κόψουν δρόμο, άλλοτε για μαγκιά, βάζουν σε κίνδυνο τη ζωή τους αλλά και τη ζωή άλλων οδηγών και πεζών που επιχειρούν νομίμως και με πράσινο να περάσουν από εκείνο το σημείο.
Αν συμβεί ατύχημα θα σπεύσουν η Τροχαία και οι ασφαλιστές, και για να “δέσουν” τα υπόλοιπα ευρήματα θα αναζητήσουν εικόνες από τις κάμερες ασφαλείας παρακείμενων καταστημάτων. Το γεγονός αυτό από μόνο του υποδεικνύει το μέτρο που θα έπρεπε να έχει εφαρμοστεί εδώ και πάρα πολύ καιρό: την τοποθέτηση καμερών για την αστυνόμευση της τροχαίας κίνησης στα κρίσιμα σημεία του οδικού δικτύου. Οταν έχει γεμίσει ο τόπος κάμερες καταστημάτων και σπιτιών που καταγράφουν τα πάντα, είναι αδιανόητο να πιστεύει κανένας ότι μπορεί να γίνει έλεγχος της κυκλοφορίας από περιφερόμενους τροχονόμους, οι οποίοι επιπλέον δεν υπάρχουν.
Φυσικά ο έλεγχος με κάμερες δεν μπορεί να περιορίζεται στα φανάρια (όπου πάει σύννεφο η παραβίαση του κόκκινου), αλλά θα πρέπει να γίνεται σε όλους τους αρτηριακούς δρόμους της πόλης, με παράλληλο καθορισμό ορίου ταχύτητας σε ορισμένους από αυτούς τα 30 χιλιόμετρα, όπως γίνεται σε πολλές πόλεις της Ευρώπης και προβλέπεται από σχετικούς κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Οπως επίσης και σε όλους τους δρόμους που διασχίζουν οικισμούς και πρέπει να υπάρχουν περιορισμοί που καθορίζονται κατά περίπτωση. Κάθε παραβίαση καταγράφεται, το “κοστούμι” πηγαίνει αυτομάτως στον παραβάτη, και τα πρόστιμα είναι τσουχτερά έτσι κι αλλιώς.
Βεβαίως αυτή η ιστορία έχει δύο πλευρές. Η μία έχει να κάνει με το οικονομικό κόστος, αλλά μπροστά στην ανθρώπινη ζωή και την ασφάλεια των ανθρώπων δεν είναι δυνατόν να προτάσσεται το κόστος, το οποίο δεν είναι και… δυσθεώρητο ενώ η απόσβεση θα έρθει… ταχέως μέχρι να συνειδητοποιήσουν οι οδηγοί ότι “τους βλέπουν” από το κέντρο ελέγχου της κυκλοφορίας. Η άλλη έχει να κάνει με το πολιτικό κόστος, καθώς δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν ότι οι κανόνες και οι ποινές είναι για το θεαθήναι και για να παραβιάζονται ή να εξαφανίζονται. Και πάντα η υποχρέωση στην τήρηση κανόνων, μέχρι αυτό να γίνει πραγματικά ο μεγάλος “κανόνας”, προκαλούν αντιδράσεις είτε συνειδητές είτε από… κεκτημένη ταχύτητα. Ομως αν πράγματι θέλουμε να μην έχουμε “οδική ασφάλεια” κατ’ όνομα αλλά πραγματική, δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Και θα μπορούσε ο δήμος να ξεκινήσει μια μελέτη για το πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει ένα τέτοιο σύστημα αστυνόμευσης της τροχαίας κίνησης, ποιο είναι το κόστος του και από ποιους πόρους θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί. Μην πεζοδρομείτε ποτέ τη Ναυαρίνου, βάλτε όριο ταχύτητας 30 χιλιόμετρα, βάλτε κάμερες ελέγχου και θα δείτε πώς πεζοδρομείται… μόνη της.
Η αποσόβηση του κινδύνου σοβαρών ατυχημάτων ασφαλώς πέρα από τον απολύτως αναγκαίο έλεγχο προϋποθέτει και τις ανάλογες υποδομές. Οι οποίες ασφαλώς θα ενοχλήσουν και θα κάνουν δύσκολη τη ζωή των οδηγών. Ακόμη και την “κυκλοφορία” όπως την αντιλαμβάνεται ο “κουρδισμένος” άνθρωπος που κυνηγάει το χρόνο. Η περίπτωση του Ασπροχώματος είναι πολύ χαρακτηριστική, όσοι περνούν συχνά από εκεί έχουν δει “πράματα και θάματα”. Οπως για παράδειγμα να περνάει ο άλλος στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας σε μεγάλο μήκος, υπολογίζοντας ότι προλαβαίνει τον απέναντι, για να φθάσει στον προορισμό του ξεπερνώντας ακόμη και το εμπόδιο της… ουράς. Βραχυπρόθεσμα η απλούστερη λύση είναι φανάρι στη διάβαση, με μπουτόν για πεζούς και με ταυτόχρονο άναμμα προειδοποιητικών φαναριών σε απόσταση από τις δύο πλευρές του δρόμου. Μακροπρόθεσμα, δύο ρεύματα κυκλοφορίας με μια λωρίδα, διαχωριστική νησίδα, πεζοδρόμια και ποδηλατόδρομος σε όλο το μήκος του δρόμου και τη Νέα Είσοδο. Εκεί μην ξεχνάμε όχι μόνο τα πολύ συχνά και βαριά ατυχήματα με αυτοκίνητα, αλλά και τους θανάτους ποδηλατών που κινούνται με μεγάλο κίνδυνο πάνω στο οδόστρωμα. Θα μου πείτε τώρα ότι θα δυσκολευτεί η κυκλοφορία, και δεν έχετε άδικο. Αλλά εμείς θέλουμε να διευκολύνουμε τον πολίτη και να εξασφαλίσουμε ένα περιβάλλον προστασίας από ατυχήματα, ενώ ταυτόχρονα υπάρχουν και θα δημιουργηθούν νέοι δρόμοι που θα διευκολύνουν την κυκλοφορία. Υπάρχει ο αυτοκινητόδρομος και ας σταματήσει αυτή η κωμωδία με τα πλευρικά διόδια που διώχνει τον κόσμο που προτιμά να κινείται γι’ αυτό το λόγο στον παλαιό δρόμο. Εννοείται ότι μια τέτοια λύση θα άλλαζε εντελώς τη μορφή της περιοχής και τη ζωή των κατοίκων μιας περιοχής που υποφέρει από την καταδυνάστευση των αυτοκινήτων.
Γενικά η οδική ασφάλεια εκ των πραγμάτων ενισχύεται με κανόνες, μέτρα και περιορισμούς στην ασυδοσία των “τροχών”, όσοι και αν… είναι αυτοί και με όποιο τρόπο και αν κινούνται. Στο εσωτερικό της πόλης είναι “καρμανιόλα” οι διασταυρώσεις με τους αρτηριακούς δρόμους, καθώς όποιος επιχειρεί να μπει σε αυτούς από καθέτους θα πρέπει να κάνει… πρώτα το σταυρό του και μετά να προχωρήσει. Παρκαρισμένα μέχρι τη γωνία τα αυτοκίνητα στους κεντρικούς δρόμους, περιορίζουν δραματικά την ορατότητα και πολλές φορές το ξεμύτισμα είναι “ραντεβού στα τυφλά”. Οπου δεν υπάρχουν αυτοκίνητα, τη δουλειά τους κάνουν οι… κάδοι, ενώ στις νησίδες και σε ορισμένα σημεία οι θάμνοι λειτουργούν σαν παγίδες καθώς κρύβουν τον “αντίπαλο” που κινείται κάθετα. Για τις διασταυρώσεις παλιά η πρόταση, σε “ώτα μη ακουόντων”: “Μάγουλα” στις γωνίες των αρτηριακών δρόμων που διασταυρώνονται με την κάθετη κίνηση ώστε να εμποδίζεται το παρκάρισμα που στερεί την ορατότητα από τον οδηγό. Για τα υπόλοιπα δεν χρειάζεται παρά ένα συνεργείο που θα καταγράψει σημείο σημείο τα εμπόδια που δημιουργεί ο δήμος με κάδους, πινακίδες, θάμνους και δέντρα, έτσι ώστε να γίνουν οι διορθωτικές παρεμβάσεις που απαιτούνται για να καταστεί περισσότερο ασφαλής η κυκλοφορία.
Είναι απλά μέτρα, μπορεί να μην είναι τα καλύτερα, αλλά θα μπορούσαν να εφαρμοστούν άλλα μέτρα για να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο. Το μεγάλο πρόβλημα, όπως αντιλαμβάνεται ο καθένας, είναι ότι απλώς δεν παίρνονται μέτρα. Το πράγμα έχει “ξεχειλώσει” και χρειάζεται το μέγιστο της προσοχής για να μην συμβεί κάποια στιγμή το κακό συναπάντημα. Φυσικά αυτό δεν είναι πολιτική οδικής ασφάλειας και δεν αντιμετωπίζεται με διαλέξεις, μαθήματα και διακηρύξεις περί αυτής.
Συνοψίζοντας, το θέμα “οδική ασφάλεια” είναι ζητούμενο για την πόλη και απουσιάζει πλήρως η πολιτική διαχείρισης του κρίσιμου αυτού ζητήματος. Σε ένα τόσο κεφαλαιώδες ζήτημα απαιτείται η χάραξη συνεκτικής πολιτικής με επιμέρους μέτρα που θα “κουμπώνουν” στην εφαρμογή τους, η οποία μπορεί να έχει χρονικό βάθος αλλά θα πρέπει να έχει και στόχευση: τη διασφάλιση της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας των ανθρώπων της πόλης και όσων κινούνται σε αυτή και στην ευρύτερη περιοχή ευθύνης του δήμου. Η ζωή βάζει τις δικές της προτεραιότητες και από αυτό θα πρέπει να ξεκινάει ο καθένας που φιλοδοξεί να παίξει ρόλο στα δημόσια πράγματα της πόλης. Και στην ιστορία θα κριθεί από αυτό...