Η οποία στην πράξη δεν ενδιαφέρθηκε να διασώσει το παρελθόν που έχει χαραχτεί από έντονη βιομηχανική δραστηριότητα και κοινωνικούς αγώνες. Αυτό το κενό έρχεται να καλύψει σε σημαντικό βαθμό η νέα έκδοση των ΓΑΚ Μεσσηνίας με τίτλο “Τα εν Καλάμαις καπνοπωλεία και καπνεργοστάσια, 19ος αιώνας-1972”, την οποία υπογράφει η προϊσταμένη της υπηρεσίας Αναστασία Μηλίτση-Νίκα.
Με πλούσια εκδοτική δραστηριότητα και συστηματική συγκέντρωση αρχείων, παρά τις δυσκολίες, τα ΓΑΚ Μεσσηνίας αποτελούν πλέον σημείο αναφοράς για την τοπική ιστοριογραφία. Η πρόθεση στην εν λόγω έκδοση αποτυπώνεται εισαγωγικά από την πρώτη φράση στο κείμενο της ομότιμης καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Χριστίνας Αγριαντώνη: “Η δυναμική του ελληνικού αστικού χώρου τον 19ο και τον 20ό αιώνα είχε μάλλον υποτιμηθεί από την ελληνική ιστοριογραφία. Από τη μια μεριά η παρατεταμένη κυριαρχία του αγροτικού τομέα στην οικονομία και, από την άλλη, ο “υδροκεφαλισμός” της Αθήνας και το ιστορικό μέγεθος της Θεσσαλονίκης έθεσαν στο περιθώριο της ματιάς των ερευνητών τις τύχες των μικρότερων πόλεων”. Στη σύντομη εισαγωγική αναδρομή η κ. Αγριαντώνη καταλήγει: “Η ιστορία της καλαματιανής καπνοβιομηχανίας είναι μια μικρογραφία των εξελίξεων του διεθνούς οικονομικού συστήματος στον τομέα της μεταποίησης, Μέσα σε περίπου ενάμιση αιώνα, από το πλήθος των επιχειρήσεων έμεινε μόνο μια μεγάλη βιομηχανία που απευθύνεται στις διεθνείς αγορές. Οι τεχνολογικές εξελίξεις, η ικανότητα χρηματοδότησης, οι στρατηγικές κατακτήσεις αγορών, η επιτυχής διαδοχή στο τιμόνι της επιχείρησης και, φυσικά, οι οικονομικές κρίσεις, λειτούργησαν και εδώ ως φίλτρα διαλογής. Η περίπτωση της καπνοβιομηχανίας Καρέλια διαψεύδει πανηγυρικά τα όσα έχουν κατά καιρούς καταλογιστεί ως αδυναμίες της οικογενειακής επιχείρησης: τον ορίζοντα ζωής της έως τη μοιραία τρίτη γενιά, την αναποτελεσματικότητά της στη σύγχρονη εποχή. Τεχνολογική ανανέωση, επενδύσεις, έγκαιρη απάντηση στις προκλήσεις των καιρών (όπως με το φίλτρο και έπειτα με τα τσιγάρα light τον καιρό της αντικαπνιστικής εκστρατείας), έγκαιρη, επίσης, συνεργασία με διεθνείς κολοσσούς (όπως με την Raynolds, από τη δεκαετία 1970 έως το 2002), άνοιγμα στη διεθνή αγορά, προσκόλληση σε μια παραδοσιακή ποιότητα και “καλού ονόματος” στις αγορές, είναι μερικά στοιχεία που συνθέτουν τη συνταγή της επιτυχίας”.
Το νέο λεύκωμα των ΓΑΚ Μεσσηνίας είναι πλούσιο σε αρχειακό υλικό που αντλήθηκε από τη συλλογή του, αλλά και προσφέρθηκε από τις οικογένειες των Καλαματιανών καπνοβιομηχάνων. Ετσι οι πληροφορίες που καλύπτουν την πορεία τής (οικογενειακής) καπνοβιομηχανίας στην Καλαμάτα, υποστηρίζονται από ένα πλήθος φωτογραφιών, στις οποίες απαθανατίζονται πρόσωπα, κτήρια και τόποι στην Καλαμάτα που συνδέθηκαν με αυτήν. Η έρευνα “καλύπτει την περίοδο από τότε που ιχνηλατείται η παρουσία και η εμπορία του καπνού στην Καλαμάτα, δηλαδή ξεκινά από την περίοδο της Βαυαροκρατίας και σταματά το 1972, τότε που κλείνουν και οι τελευταίες καπνεμπορικές επιχειρήσεις (αδελφών Π. Δαμηλάτη και Π. Καραμπίνη). Μοναδική εξαίρεση, η καπνοβιομηχανία Αδελφών Καρέλια που εξακολουθεί να λειτουργεί μέχρι τις μέρες μας”.
Τα “εν Καλάμαις καπνοπωλεία και καπνεργοστάσια”, εισαγωγικά τοποθετούνται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο που προσδιορίζεται ως εξής: “Στην παρούσα ανασκόπηση της εμποροβιομηχανικής ζωής της Καλαμάτας, τολμάμε να βεβαιώσουμε ότι στη μικρή επαρχιακή πόλη της Καλαμάτας του 19ου αιώνα, προϋπήρχαν, αλλά και δημιουργήθηκαν υπό την πίεση των κατοίκων της, κυρίως των εμπόρων της, οι προϋποθέσεις για την εξέλιξή της. Προς την κατεύθυνση αυτή συνέβαλαν αφενός η γειτνίαση της πόλης με τη θάλασσα και την εύφορη ενδοχώρα της με τα πλούσια αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα της (λάδι, σύκα, σταφίδα, δημητριακά, βελανίδια, κουκούλια κ.ά.) αφετέρου τα σημαντικά έργα υποδομής που συντελέστηκαν μετά το 1870, όπως η διάνοιξη και κατασκευή αμαξιτών δρόμων (Αριστομένους, Φαρών, Σιδηροδρομικού Σταθμού, Υπαπαντής) που ένωσαν την πάνω πόλη με την Παραλία, η κατασκευή γεφυρών που σύνδεσαν την πόλη με τη μεσσηνιακή ενδοχώρα, η διαμόρφωση πλατειών (Ανω Πλατεία, Κάτω Πλατεία κ.λπ.), η διευθέτηση της κοίτης του Νέδοντα, η σύνδεσή της με τον κορμό του σιδηροδρομικού δικτύου Πελοποννήσου (1896) και, κυρίως, η κατασκευή του λιμανιού της (1901). Εργα που χάρισαν εξωστρέφεια στην πόλη και διευκόλυναν τον εμπορικό, βιοτεχνικό και βιομηχανικό της κόσμο στην επικοινωνία με τα μεγάλα εμπορικά κέντρα της Ελλάδας και του εξωτερικού”.
Σε αυτό το πλαίσιο η έρευνα εντοπίζει ότι “το πρώτο καπνοπωλείο ιδρύθηκε στην πόλη το 1846 από τον Ανδρέα Γ. Καρέλια, συνεταιρικά με τον καπνοπώλη Νικόλαο Μπελάρδο. Τα αρχικά βήματα των Καρέλια και Μπελάρδου ακολούθησαν κι άλλοι Καλαματιανοί, των οποίων ο αριθμός αυξήθηκε από τη δεκαετία του 1870 και μετά, σαφής ένδειξη της διαμόρφωσης μιας αξιόλογης καταναλωτικής αγοράς καπνικών στη μεσσηνιακή πρωτεύουσα εκείνη την περίοδο, όπως ο Δημήτριος Ι. Δαμηλάτης (1874), οι αδελφοί Δούβρη (1877), ο Παναγιώτης Γεωργιάδης με τον Νικόλαο Μετσοβίτη (1877), ο Κωνσταντίνος Πτωχούλης (1882), οι αδελφοί Σκιά (1885), οι Δημήτριος και Γεώργιος Ζάβαλης (1877), οι αδελφοί Φοίφα (1894), ο Μακρυνιώτης με τον Σταματέλο (1907), ο Ηλίας Τσιλιβής (1909), ο Παναγιώτης Καραμπίνης (1918) κ.ά. Ολοι τους έμποροι, που εξελίχθηκαν σε επαγγελματίες του καπνού, σε μικρούς σιγαρετοπαραγωγούς, Κάποιες, μάλιστα, από αυτές τις μικρές και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις, εξελίχθηκαν στην πορεία σε μηχανικά εργοστάσια που τόνωσαν την τοπική οικονομία. Στα τέλη του 19ου αιώνα ιδρύθηκε στην Καλαμάτα το Δημόσιο Καπνεργοστάσιο που υπήρξε ένα από τα τέσσερα κυριότερα της Ελλάδας, μετά από εκείνα της Αθήνας, του Πειραιά και της Πάτρας […] Οι ντόπιοι έμποροι όπως οι Σκιάς, Καρέλιας, Δαμηλάτης, Πτωχούλης κ.ά. εισήγαν, όπως όριζε η νομοθεσία, στο Δημόσιο Καπνεργοστάσιο της πόλης, σε ξεχωριστό χώρο εργασίας που είχε ο καθένας σε αυτό, ποσότητες καπνού προς κοπή και μεταποίησή του σε χειροποίητα τσιγάρα, με τη βοήθεια τεχνιτών (σιγαροποιών), τους οποίους επέλεγαν οι ίδιοι. Γενικά, το εργατικό προσωπικό που δούλευε μέσα στα δημόσια καπνεργοστάσια, υπαγόταν στο κράτος, αλλά αμειβόταν από τον επιχειρηματία στον οποίο ανήκε”.
Και κάπως έτσι “δρομολογείται” η ιστορία, καθώς στο μεταίχμιο του 19ου με τον 20ό αιώνα εγκαθίστανται οι πρώτες σιγαροποιητικές μηχανές και αυξάνεται η παραγωγικότητα. Η μηχανοποίηση της παραγωγής οδήγησε στη δημιουργία των πρώτων σωματείων και την εκδήλωση κοινωνικών αντιδράσεων, καθώς μια μηχανή αντικαθιστούσε 100 εργαζόμενους. Στην Καλαμάτα το πρώτο σωματείο ιδρύθηκε το 1912 και σε ειδικό κεφάλαιο του βιβλίου γίνεται αναφορά στις πρώτες κινητοποιήσεις, τις αφορμές και τα αιτήματα, καθώς και στη σύνθεση του εργατικού δυναμικού που εργαζόταν στην παραγωγή καπνικών προϊόντων. Στη συνέχεια γίνεται εκτενής αναφορά στις καπνεμπορικές επιχειρήσεις στην Καλαμάτα: Σκιά, Τσιλιβή, Πτωχούλη, Καραμπίνη, Δαμηλάτη, Καρέλια. Η αναφορά αυτή καλύπτει τα 2/3 περίπου του λευκώματος και για κάθε μία από αυτές ιχνηλατείται η πορεία της. Πορείες διαφορετικές, καθώς γύρω στο 1928 κλείνει η επιχείρηση Σκιά, η επιχείρηση Τσιλιβή πτωχεύει το 1949 και η επιχείρηση Πτωχούλη “υπέκυψε” στην πίεση της αγοράς το 1953. Γύρω στα 1970 έκλεισε η επιχείρηση Καραμπίνη και την ίδια περίπου εποχή η επιχείρηση Δαμηλάτη. Σε αντίθεση με αυτές, η επιχείρηση των αδελφών Καρέλια εξελίχθηκε σε μια ακμαία βιομηχανική επιχείρηση που κατέχει περίοπτη θέση ανάμεσα σε όλες των ελληνικές και ουσιαστικά αποτελεί την τελευταία βιομηχανία της πόλης. Σε αυτή την πορεία των επιχειρήσεων εργάστηκαν χιλιάδες άνθρωποι της πόλης, άνδρες και γυναίκες, και για το λόγο αυτό η ιστορία των καπνοπωλείων και καπνεργοστασίων αποτελεί ένα σημαντικό μέρος της τοπικής ιστορίας και ισχυρό στοιχείο συλλογικής μνήμης.
Η νέα έκδοση των ΓΑΚ ανασυνθέτει αυτή την πορεία και παραδίδει ένα πολύτιμο λεύκωμα, για το οποίο αξίζει για μια ακόμη φορά κάθε έπαινος στην Αναστασία Μηλίτση-Νίκα αλλά και σε όλους εκείνους που συνέβαλαν στην έκδοση.
* Το λεύκωμα θα παρουσιαστεί σήμερα στις 8 το βράδυ στο Πνευματικό Κέντρο Καλαμάτας και θα μιλήσουν η Αμαλία Παππά αναπληρώτρια διευθύντρια των Γενικών Αρχείων του Κράτους, η ομότιμη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Χριστίνα Αγριαντώνη και η προϊσταμένη των ΓΑΚ Μεσσηνίας Αναστασία Μηλίτση-Νίκα.